Μονακό: Ο εστεμμένος που έγινε κρουπιέρης «Κάποια φορά μπορείς να διακινδυνεύσεις ένα ταξίδι στο Μόντε Κάρλο. Και όταν η μέρα σου τελειώσει, έχοντας πουλήσει την ψυχή σου, μπορείς να κοιμηθείς στον βυθό της Μεσογείου»



Με το ποίημά του «Οι παίκτες του Μόντε Κάρλο», που τραγούδησε ο Μουλουντζί στο τέλος της δεκαετίας του 1950, ο Ζαν Κοκτό δημιουργούσε μια ποιητική του Μονακό, που δεν είναι μόνο η ποίηση αυτού του μικρού μεσογειακού βράχου, με την κρατική οντότητα, αλλά και η τέχνη τού να ζεις ή να πεθαίνεις στο Μόντε Κάρλο, μέσα σε αυτόν τον αναχρονιστικό παράδεισο της ρουλέτας και των φοροαπαλλαγών, με φόντο ροκοκό προσόψεις, φοίνικες και ανθισμένες μιμόζες.


Επτακόσια χρόνια συμπληρώθηκαν από τον Ιανουάριο του 1297 όπου ο γενουάτης πειρατής Φραγκίσκος Γκριμάλντι, μεταμφιεσμένος σε φραγκισκανό, κατέλαβε το οχυρό του Μονακό ιδρύοντας την ομώνυμη δυναστεία, της οποίας απόγονος σε ευθεία γραμμή είναι ο πρίγκιπας Ρενιέ, και το «Te Deum» του Μότσαρτ ακούστηκε μέσα στον καθεδρικό της Αμώμου Συλλήψεως σαν δοξαστικό μακροβιότητας.


Μόνο οι υπήκοοι του κρατιδίου είχαν το δικαίωμα να πάρουν μέρος σε’αυτή την πανηγυρική εκδήλωση, όπου πρωταγωνίστησαν οι μουσικοί και η χορωδία της Οπερας του Μόντε Κάρλο και όπου οι προσκλήσεις δεν ήταν απαραίτητες. Αρκούσε μόνο η επίδειξη της ταυτότητας που θα πιστοποιούσε την υπηκοότητα του πριγκιπάτου. Αλλωστε πόσοι είναι οι κάτοικοι του Μονακό, αυτού του κρατιδίου των 2 τετραγωνικών χιλιομέτρων, όσο το Χάιντ Παρκ; Μόνο 29.972, από τους οποίους οι Μονεγάσκοι δεν υπερβαίνουν τις 7.000. Οι υπόλοιποι είναι Γάλλοι (12.000) και άλλων εθνικοτήτων πολίτες, που επέλεξαν το κράτος του Ρενιέ όχι μόνο για τις μιμόζες του ή τις πλάκες με το μπλε πλαίσιο που γράφουν Principaute de Monaco και μπαίνουν στις Λότους και στις Φερράρι, αλλά και για τις φορολογικές ελευθερίες του.


Μετά το «Te Deum» στον καθεδρικό ναό, παρουσία του Ρενιέ, του Αλβέρτου, της Καρολίνας, της Στεφανίας και του καθολικού επισκόπου Ζοσέφ Μαρί Σαρντού ­ έτσι κι αλλιώς ο καθολικός Θεός σώζει τον μονάρχη ­ ο εθνικός ύμνος του πριγκιπάτου ακούστηκε σαν μια πρόκληση προς την Ιστορία: «Πάντοτε είχαμε τους ίδιους πρίγκιπες και κανένας δεν θα μπορέσει να τους αλλάξει. Ο Θεός θα μας βοηθήσει».


Ο πρίγκιπας και ο τραπεζίτης


Φαίνεται ότι οι Μονεγάσκοι κάτι ξέρουν. Ο Θεός τους βοήθησε σε πολλές στιγμές της ιστορίας τους, και ιδιαίτερα της νεότερης ιστορίας τους, σε στιγμές όπου οι πρίγκιπές του έπρεπε να αντιμετωπίσουν ισχυρούς ανθρώπους του χρήματος. Μία από αυτές τις στιγμές κατεγράφη τον 19ο αιώνα, όταν ο Κάρολος Γ’, προς τιμήν του οποίου το ύψωμα του Μονακό ονομάστηκε Μόντε Κάρλο, έπρεπε να συμβιώσει με τον μπορντελέζο χρηματιστή Φρανσουά Μπλαν, ό οποίος είχε ειδικότητα να δημιουργεί επιτυχημένα καζίνα. Με τον πρίγκιπα Κάρολο το πριγκιπάτο μπήκε σε περίοδο μοντερνισμού. Υπογράφοντας μια συνθήκη με τον αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα Γ’ το 1861, ο Κάρολος κατοχύρωσε την ανεξαρτησία του κρατιδίου του. Εξασφάλισε τη σύνδεσή του οδικώς και σιδηροδρομικώς με τη Γαλλία, και συνέλαβε πολύ έγκαιρα τα εμπορικά οφέλη του οργανωμένου κοινωνικού χρόνου, αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν τουρισμός.


Το πρώτο καζίνο του Μονακό λειτούργησε το 1856, σε αίθουσα μιας βίλας, ενώ το επιβλητικό κτίριο του σημερινού καζίνου δημιουργήθηκε δέκα χρόνια αργότερα από τον αρχιτέκτονα Σαρλ Γκαρνιέ μαζί με την όπερα. Σε αυτή την εποχή της αστικής αποθέωσης παίγνιο και μελόδραμα, τύχη και πάθος αποτελούσαν ένα αδιάσπαστο δίδυμο και οι ίδιοι χώροι, όχι μόνο στο Μονακό μα και αλλού, συστέγαζαν τη μουσική με τη ρουλέτα. Το 1863 με κεφάλαια του Μπλαν δημιουργείται η περίφημη εταιρεία Societe des Bains de Mer (Εταιρεία Θαλασσίων Λουτρών), που ανέλαβε μονοπωλιακά την εκμετάλλευση των τυχερών παιχνιδιών, του καζίνου, των ξενοδοχείων.


Ενενήντα χρόνια αργότερα, το 1953, ο Αριστοτέλης Ωνάσης διεκδίκησε την εταιρεία αυτή και την κέρδισε, δημιουργώντας μια άλλη κρίσιμη στιγμή συνύπαρξης του πρίγκιπα με ισχυρό άνθρωπο του χρήματος. Τώρα ο πρίγκιπας έφερε το όνομα Ρενιέ και είχε ανεβεί στον θρόνο σε ηλικία 27 ετών, αφού είχε προλάβει να σπουδάσει στην Αγγλία και στην Ελβετία και να καταταγεί στον γαλλικό στρατό το 1944, όπου κέρδισε και τον Πολεμικό Σταυρό.


Εκείνη την εποχή το Μονακό βρισκόταν σε παρακμή καθώς οι επιχρωματισμένες εικόνες της Μπελ Επόκ, με μουσική υπόκρουση Μασνέ και πρωταγωνιστή τον Σαλιάπιν, είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν επικίνδυνα και η πριγκιπική επιχορήγηση των 150.000 δολαρίων τον χρόνο φαινόταν εξαιρετικά χλωμή, πολύ περισσότερο που ο πρίγκιπας είχε να συντηρήσει τη γαλλίδα ηθοποιό Ζιζέλ Πασκάλ.


Ο εφοπλιστής και η σταρ



Η εμφάνιση του Ωνάση ήρθε σαν θείο δώρο. Ο έλληνας εφοπλιστής, ο οποίος είχε πρωτοδεί τον λαμπερό βράχο πριν από αρκετά χρόνια, από το κατάστρωμα του πλοίο «Τομάζο της Σαβοΐας», που τον μετέφερε πρόσφυγα στην Αργεντινή, εγκαταστάθηκε αμέσως στο Ολντ Σπόρτιγκ Κλαμπ της λεωφόρου Οστάνδης, με όνειρα να κάνει το Μονακό ένα ξενοδοχείο πολυτελείας αποκλειστικά για πλουσίους. «Οσο υπάρχουν 3.000 πλούσιοι σε όλο τον κόσμο το Μονακό δεν θα πεθάνει ποτέ», συνήθιζε να λέει, ερχόμενος έτσι σε αντίθεση με τον Ρενιέ που δεν ασπαζόταν αυτή την «αριστοκρατική» άποψη και ήθελε το πριγκιπάτο του πιο ανοικτό σε ανθρώπους και επιχειρήσεις.


Πολύ γρήγορα ο Ρενιέ και ο Ωνάσης ήρθαν σε σύγκρουση. Και το 1966, με τη βοήθεια της γαλλικής κυβέρνησης και του Θεού, όπως λέει ο εθνικός ύμνος των Μονεγάσκων, ο Ρενιέ κατόρθωσε να δημιουργήσει 600.000 μη μεταβιβάσιμες μετοχές της εταιρείας στο όνομα του πριγκιπάτου, περιορίζοντας δραστικά το ισχυρό 52% του Ωνάση. Μετά από αυτό ο Ωνάσης αποχώρησε από την Εταιρεία Θαλλασίων Λουτρών, αφού πούλησε τις μετοχές του για 9,5 εκατομμύρια δολάρια. Αλλά στα 13 χρόνια της μονεγασκικής βασιλείας του ο έλληνας εφοπλιστής πρόλαβε να κάνει αρκετά πράγματα. Πριν από όλα ύψωσε κατά τρεις ορόφους το Γκραντ Οτέλ και δημιούργησε στον τελευταίο όροφό του ένα πανοραμικό εστιατόριο. Εστρωσε με τσιμέντο τον βυθό του λιμανιού και μεταφέροντας εκατομμύρια κυβικά χρυσής άμμου μετέτρεψε τις βραχώδεις ακτές σε πλαζ αντάξιες της γειτονικής Κυανής Ακτής.


Αλλά δεν έμεινε μόνο εκεί. Θεωρώντας ότι τα είδωλα του πρίγκιπα της Ουαλίας, του μελλοντικού βασιλιά Εδουάρδου Ζ’, της βασίλισσας Σοφίας των Κάτω Χωρών, του βασιλιά της Βαυαρίας, της χήρας του τσάρου Νικολάου Β’, του Αλεξάνδρου Δουμά, του Γκυ ντε Μοπασάν, του Ιουλίου Βερν, του Καρόλου Αϊφελ, του Ζυλ Μασνέ, αλλά και του Καρούζο, της Φαράρ ή του Σαλιάπιν, όλων αυτών που ριψοκινδύνευσαν το ταξίδι στο Μονακό, κατά τον Κοκτό, ήταν χλωμά, θέλησε να ανανεώσει τη λάμψη του πριγκιπάτου, ανοίγοντάς το στο Χόλιγουντ, στον κόσμο του σύγχρονου θεάματος και των επιχειρήσεων. Ασφαλώς ο γάμος του Ρενιέ με την ηθοποιό Γκρέις Κέλι, το 1956, ξανάδωσε στο πριγκιπάτο τη λάμψη που είχε ανάγκη. Αλλωστε ο γάμος ενός πρίγκιπα με μια σταχτοπούτα, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε παίξει σε 11 ταινίες του Χόλιγουντ, είχε κερδίσει ένα Οσκαρ, ήταν κόρη μεγαλοεργολάβου που ξεκίνησε από χτίστης και έμοιαζε ότι έβγαινε από την καλή κοινωνία της Φιλαδέλφειας, πάντα συγκινούσε το κοινό.


«Είναι σαν φαντασία», είχε σχολιάσει ο Ωνάσης θετικά τον γάμο αυτόν, καθώς έβλεπε την Γκρέις Κέλι να φτάνει στο Μονακό ακολουθούμενη από 73 συγγενείς, πέντε ιδιωτικούς ντετέκτιβ και 20 στελέχη της MGM. «Ενας πρίγκιπας και μια κινηματογραφική βασίλισσα». Φυσικά η άφιξη μιας αμερικανίδας κοινής θνητής σε θρόνο της Ευρώπης ήταν φυσικό να προκαλέσει ένα τουριστικό ντελίριο στην Αμερική, που πάντοτε είχε την εμμονή της Ευρώπης. Και αυτή η εμμονή χαροποιούσε τον Ωνάση, που έβλεπε τα κέρδη της Εταιρείας Θαλασσίων Λουτρών να αυξάνονται.


Ο Θεός συντρέχει όμως τους πρίγκιπες. Την ίδια εποχή, εκτός από τον Ωνάση, ο Ρενιέ αντιμετώπισε και τον στρατηγό Κάρολο ντε Γκωλ. Είναι γνωστή, από τα κινηματογραφικά και τα τηλεοπτικά επίκαιρα, η εικόνα του νεαρού υπουργού των Οικονομικών του Ντε Γκωλ, που δεν ήταν άλλος από τον Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, να τηλεφωνεί σε μία από τις γαλλικές εταιρείες – ταχυδρομικές θυρίδες του πριγκιπάτου. Στο Μονακό είχαν εγκατασταθεί πολλοί Γάλλοι, πρόσωπα και εταιρείες, επωφελούμενοι των φοροαπαλλαγών, ενώ μετά τα γεγονότα στην Αλγερία κατέφευγαν εκεί, μαζί με τα λεφτά τους, πολλοί άποικοι. Ο Ντε Γκωλ ύψωσε ένα τελωνειακό φράγμα ανάμεσα στη Γαλλία και στο πριγκιπάτο. Η σύγκρουση του μικρού και του μεγάλου έφτασε σε οξύτατα επίπεδα αλλά κατέληξε και πάλι σε όφελος του Ρενιέ. Η γαλλομονεγασκική συνθήκη του 1963 προέβλεπε κατάργηση της φοροαπαλλαγής των γάλλων πολιτών που εγκαθίστανται στο Μονακό, οι οποίοι από τότε καταβάλλουν φόρους εισοδήματος στη Γαλλία, φορολόγηση των γαλλικών εταιρειών που πραγματοποιούν το 25% του τζίρου τους έξω από το πριγκιπάτο και καταβολή ΦΠΑ από τους Γάλλους, τον οποίο μοιράζονται όμως η Γαλλία και το Μονακό. Και μόνο ο ΦΠΑ αντιπροσωπεύει σήμερα το ήμισυ των φορολογικών εσόδων του πριγκιπάτου.


Η προβληματική διαδοχή


Η Γκρέις σκοτώθηκε το 1982 σε ένα μυστηριώδες, μυθιστορηματικό και εν πολλοίς ανεξιχνίαστο αυτοκινητικό δυστύχημα, αφού για 26 χρόνια έπαιξε θαυμάσια τον ρόλο της πριγκιπικής συζύγου των Μονεγάσκων. Ηταν η τελευταία πρώτη κυρία του πριγκιπάτου και τώρα τα μάτια όλων στρέφονται προς τον 38χρονο πρίγκιπα Αλβέρτο, που διεκδικεί με φανατισμό τη μοναχικότητα του εργένη. Τα ταμπλόιντ, που με μεγάλη όρεξη καταβροχθίζουν τις περιπέτειες των απογόνων του Ρενιέ και της Γκρέις, αναρωτιούνται σε τι να οφείλεται αυτή η επιμονή στον μοναχικό βίο και κάνουν υποθέσεις εργασίας για τις σεξουαλικές επιλογές του πρίγκιπα.


Αλλά δεν είναι μόνο ο Αλβέρτος, που στο μεταξύ απέκτησε το προσωνύμιο του αθλητικού, είναι και οι αδελφές του που βρίσκονται στις πρώτες σελίδες των λαϊκών φύλλων. Καθώς η 40χρονη πριγκίπισσα Καρολίνα, που το 1990 απώλεσε τον ιταλό επιχειρηματία σύζυγό της Στέφανο Καζιράγκι σε ένα θαλάσσιο ατύχημα, αποσύρθηκε σε μια βίλα στο χωριό Σεν Ρεμύ της Προβηγκίας, 250 χιλιόμετρα μακριά από την πατρώα γη, μαζί με τα παιδιά της Αντρέα (12 ετών), Καρλότα (10) και Πέτρο (9), έχοντας προλάβει όμως να τροφοδοτήσει τα ΜΜΕ με ειδήσεις για τις σχέσεις της με τον γάλλο ηθοποιό Βενσάν Λεντόν αλλά και τον πρίγκιπα Ερνέστο του Αννόβερου, τα φώτα πέφτουν στην 31 ετών Στεφανία. Η Στεφανία πρόλαβε να τα κάνει όλα μέσα σε λίγο διάστημα.


Εγινε μοντέλο, τραγουδίστρια, επινόησε το κοκτέιλ «aperitif Stephanie», με βάση τη σαμπάνια, παντρεύτηκε και χώρισε ακριβώς μετά από 15 μήνες, όταν ο Τύπος γέμισε από φωτογραφίες του συζύγου της, του πρώην σωματοφύλακά της Ντανιέλ Ντεκρυέ, γυμνού με την ημίγυμνη μις Βέλγιο σε μια βίλα της Ριβιέρα.


Flagrante delicto. Αλλά μήπως και το Μονακό είναι in flagrante delicto; Τι είναι τελικά το Μονακό σήμερα; Είναι τα 3,5 εκατομμύρια επισκέπτες του; Είναι το Grand Prix; Είναι η όπερα και το καζίνο; Είναι το Monte Carlo Tennis Open; Είναι οι 30 άνεργοί του; Είναι οι κρουπιέρηδές του που δεν διαμαρτυρήθηκαν μετά τη μείωση του μισθού τους σε ένδειξη πριγκιπικής αλληλεγγύης; Είναι η θλιμμένη Καρολίνα; Είναι το κραχ της Βιομηχανικής Τράπεζας των Μονεγάσκων; Είναι η μειωμένη αποδοτικότητα της Εταιρείας Θαλασσίων Λουτρών; Ή μήπως οι φήμες ότι στην Εταιρεία έχει βάλει χέρι η μαφία, ξεπλένοντας τα ναρκοδολάριά της; Ολα αυτά είναι το Μονακό, που δεν εμποδίζουν όμως τον Ρενιέ να κοιτάζει αγέρωχα από το ύψος του βράχου του το 2000 που φτάνει, πατώντας σταθερά πάνω στα 40 δισεκατομμύρια φράγκα που αποφέρει ο ετήσιος κύκλος εργασιών του κρατιδίου του. Φυσικά οι ποιητές μπορούν να τραγουδούν και να φαντασιώνονται με τους παίκτες του Μόντε Κάρλο. Μόνο που ο βυθός της Μεσογείου είναι πια τσιμεντένιος.