Γεννημένη στην Καβάλα, μεγαλωμένη στη Θεσσαλονίκη, η Λυδία Φωτοπούλου είναι εδώ και πάνω από δέκα χρόνια Αθηναία. Να όμως που ο Μπρεχτ στάθηκε η αφορμή να πάρει πάλι τον δρόμο για τον Βορρά. Θα ερμηνεύσει τη Μάνα Κουράγιο στη «Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της» στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία του Νικίτα Μιλιβόγεβιτς. Και εκεί που δεν είχε ποτέ παίξει σε έργα του γερμανού δημιουργού, βρίσκεται μέσα σε λίγους μήνες και πάλι μαζί του –προηγήθηκε, την περασμένη σεζόν στο Παλλάς, η «Οπερα της Πεντάρας» και η δική της Τζένη. Οσο για το δεύτερο μισό της σεζόν, την περιμένει η «Οπερέτα» του Γκομπρόβιτς και ο Νίκος Καραθάνος στο Εθνικό.

«Εφυγα από τη Θεσσαλονίκη, το 2004, με δύο βαλίτσες στο χέρι για να κατέβω στην Αθήνα και να κάνουμε την ομάδα «9 και κάτι» και να ανεβάσουμε το «Γαϊτανάκι» και τη «Γερτρούδη Στάιν»
(σ.σ.: με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο και τη Μαρία Κατσιαδάκη). Και σχεδόν δεν ξαναγύρισα –παρά μόνον για μια συνεργασία με το ΚΘΒΕ στον «Ορέστη»» λέει καθώς ετοιμάζεται για την πρεμιέρα της 20ής Οκτωβρίου.

«Για την επιστροφή μου έπαιξε ρόλο ο συνδυασμός έργου, ρόλου και σκηνοθέτη, καθώς με τον Νικίτα Μιλιβόγεβιτς έχουμε ξανασυνεργαστεί. Ηταν επίσης σημαντικό για εμένα το γεγονός ότι μιλώντας με τον Γιάννη Αναστασάκη και τη Μαρία Τσιμά ένιωσα ότι αυτοί οι δύο νέοι άνθρωποι το παλεύουν εδώ στο ΚΘΒΕ».
Μάνα Κουράγιο, λοιπόν, ένας ρόλος-σύμβολο, ένας ρόλος που ήθελε να παίξει; «Ποτέ δεν έχω πει «θέλω να παίξω έναν ρόλο». Μου αρέσει να το βλέπω μέσα σε ένα πλαίσιο συνεργασίας και στη δεδομένη στιγμή. Πέρυσι ήταν η Τζένη στην «Οπερα της Πεντάρας», με τον Γιάννη Χουβαρδά. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα έκανα αυτόν τον ρόλο. Αντιστοίχως τώρα με τη Μάνα Κουράγιο. Από τον έναν Μπρεχτ ήρθε ένας άλλος Μπρεχτ. Ερχονται ωραία τα πράγματα τελικά…».
Παραμένει όμως σύγχρονος; «Μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτηκε στην εποχή του. Και αν εξαιρέσει κανείς μια παραπάνω ανάγκη εξήγησης των πραγμάτων που σήμερα πια δεν τη χρειαζόμαστε, τα έργα του στέκονται πολύ καλά. Πιστεύω ότι η ανάγκη του να υπερεξηγήσει έχει ξεπεραστεί. Σκέφτομαι πώς θα στεκόταν σήμερα ο ίδιος απέναντι στα έργα του. Ωστόσο το κέντρο του είναι ακόμα πολύ έντονο» λέει και εξηγεί ότι ο σκηνοθέτης βλέπει όλο το έργο σαν μια πολύ ωραία αφήγηση. «Ο Μπρεχτ δεν κατέγραφε την πραγματικότητα, αλλά έφτιαχνε μια άλλη, δίπλα στη δική μας, για να τη φωτίσει με άλλον τρόπο».
Ποια είναι η Αννα Φίρλινγκ; «Μια γυναίκα με χιούμορ, απίστευτη αυθάδεια προς την εξουσία, που ξέρει πολύ καλά τι γίνεται γύρω της από ένστικτο. Διάβασα ότι ο ίδιος ο Μπρεχτ έλεγε ότι η Μάνα Κουράγιο δεν έβαλε ποτέ μυαλό, ότι είναι ένας αρνητικός χαρακτήρας. Και ο Βιτέζ του απαντούσε: Και τι άλλο να έκανε; Ηταν μια ανελέητη εποχή. Αλλά κι εμείς ζούμε σε μια ανελέητη εποχή. Ο άνθρωπος γίνεται ανελέητος. Στο ατομικό επίπεδο το μόνο που φροντίζει ο άνθρωπος είναι να επιβιώσει. Στις δύσκολες συνθήκες είμαστε έτσι. Και σήμερα βρισκόμαστε σε πολύ οριακό σημείο. Και όλα αυτά που θίγει ο Μπρεχτ στο έργο, ότι οι πόλεμοι γίνονται για να πλουτίσουν κάποιοι, έτσι είναι. Θέλει πολύ μεγάλη προσπάθεια για να αποκτήσουμε μια συναίσθηση για τα πράγματα. Το κύριο χαρακτηριστικό μας ως είδος είναι η τεράστια προσπάθεια για επιβίωση. Για να δώσουμε πρέπει να είμαστε χορτάτοι».
Και συνεχίζει: «Νομίζω ότι είναι ένα σύγχρονο και διαχρονικό πρόσωπο. Ο,τι είναι και τώρα, έτσι θα είναι και εκατό χρόνια μετά. Δεν ξέρω αν είναι αρνητικό πρόσωπο. Διίστανται οι απόψεις. Είναι γεμάτη αντιφάσεις, και αυτό είναι που την κάνει τόσο σύγχρονη. Ετοιμη για το καλό και το χειρότερο. Κάποιοι λένε ότι είναι το πρόσωπο του καπιταλισμού –ούτε μόνο αυτό είναι. Ανεβαίνει πατώντας σε πτώματα. Δεν μπορώ ούτε να την υποστηρίξω ούτε να την καταδικάσω. Πόσο θετικό είναι να επιβιώνεις πατώντας επί πτωμάτων; Πηγαίνεις μαζί της και βάζεις τον εαυτό σου να σκεφτεί. Χωρίς συμπεράσματα, χωρίς ταμπέλες. Οπως και το θέατρο του Μπρεχτ. Μέσα από την απόλαυση να βάζει το κοινό να σκεφτεί για τη ζωή του. Οσο πιο ποιοτική είναι η απόλαυση, τόσο η σκέψη γίνεται πιο σημαντική. Η παράσταση δεν πρέπει να δώσει τη λύση. Ανάλογα με τη στιγμή και την εποχή…».
Ενθουσιασμένη για τη συνεργασία της με νέους ηθοποιούς, η Λυδία Φωτοπούλου στέκεται ιδιαίτερα στα «παιδιά» της: «Ο Ορέστης Χαλκιάς είναι ο Αϊλιφ, ο Εμμανουήλ Κοντός ο Εμενταλ και η Εμμανουέλα Μαγκώνη η Κάτριν. Εχουν από μια αρετή: τόλμη ο μεγάλος, εντιμότητα ο μικρός και καλοσύνη η Κάτριν. Αρετές άχρηστες σε μια ανελέητη κοινωνία… κι έτσι πεθαίνουν» καταλήγει, επισημαίνοντας ότι πλάι στον 14μελή θίασο επί σκηνής θα βρίσκεται και 9μελής ορχήστρα.
Το θέατρο, η Θεσσαλονίκη και η κρίση
«Οταν προ διετίας-τριετίας πέρασα, σαν τουρίστρια, από τη Θεσσαλονίκη, αισθανόμουν ότι δεν ήταν και τόσο έντονο το θέμα της κρίσης όσο στην Αθήνα Τώρα αρχίζεις και το βλέπεις πολύ πιο καθαρά. Παραμένουν βέβαια φιλόξενοι, ψύχραιμοι. Κοιτάζονται μεταξύ τους. Διατηρεί η Θεσσαλονίκη τα καλά μιας μικρότερης πόλης».
Οσο για την κρίση στο θέατρο, η Λυδία Φωτοπούλου μοιάζει να μη θέλει να ξεχωρίσει τα επαγγέλματα: «Ολοι περνάμε δύσκολα. Ισως ο ηθοποιός επειδή αγαπάει τόσο πολύ αυτό που κάνει, να δέχεται πολλά, να υπαναχωρεί. Μου έχει κάνει πάντως εντύπωση ότι ο κόσμος πηγαίνει στο θέατρο. Φαίνεται ότι το αγαπάει πολύ».

πότε & πού:

«Μάνα Κουράγιο», ένα έργο-σύμβολο, γραμμένο το 1939, όταν ο Μπρεχτ ήταν αυτοεξόριστος στη Σουηδία. Το έργο επανέρχεται στη σκηνή του ΚΘΒΕ 34 χρόνια μετά το ανέβασμα του Θόδωρου Τερζόπουλου με τη Λίνα Λαμπράκη (1982). Κεντρική ηρωίδα είναι η Αννα Φίρλινγκ, η Μάνα Κουράγιο: μια αντι-ηρωίδα, σύμβολο, μάνα τριών παιδιών από διαφορετικούς πατέρες. Ο συγγραφέας τοποθετεί την πλοκή στη διάρκεια του τριακονταετούς πολέμου (1618-1648). Πρεμιέρα την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016 στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών του ΚΘΒΕ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ