Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου είχε γράψει για αυτόν το 1932: «…από όλους όσοι τα τελευταία δέκα χρόνια μας εκάλεσαν να ιδούμε στας εκθέσεις των μοντέρνα τέχνη, ο πράγματι προικισμένος με ζωγραφικά χαρίσματα είνε αυτός. Η εργασία του φρέσκη, ζωντανή, ομοιογενής, επιβάλλεται αμέσως». Ο τεχνοκρίτης του «Ελευθέρου Βήματος» είχε διακρίνει την άρτια τεχνική, το εντυπωσιακό χρώμα και το πρωτοποριακό ύφος στο έργο του 27χρονου τότε καλλιτέχνη, έκδηλο στις εξπρεσιονιστικού ύφους ελαιογραφίες προσωπογραφιών και τοπίων αλλά και στα εξώφυλλα του περιοδικού της Αριστεράς, «Νέοι Πρωτοπόροι», με το οποίο ο ζωγράφος συνεργάστηκε για έναν χρόνο (’35-’36).
Αναμφίβολα το έργο του Δημήτρη Δάβη (1905-1973) έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, τουλάχιστον από τους συναδέλφους του και τους έγκριτους τεχνοκριτικούς της εποχής του. Ωστόσο, το ξέσπασμα και το σοκ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα σηματοδοτούσαν την ανατροπή στην καλλιτεχνική του εξέλιξη. Ο γαλουχημένος με το πνεύμα της Γερμανίας της Βαϊμάρης και αριστερών πεποιθήσεων Δημήτρης Δάβης θα έκανε μια απότομη αναστροφή στην τεχνοτροπία του.
Εκτοτε θα περπατούσε σε πιο ασφαλή δημιουργικά μονοπάτια ως τον θάνατό του το 1973, όπως οι εικονογραφήσεις βιβλίων σε Ελλάδα και εξωτερικό. Μια τελευταία αναλαμπή της φευγαλέας φήμης και αναγνώρισης που αποδόθηκε στο έργο του θα ήταν μια αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στο έργο του από την Εθνική Πινακοθήκη το 1974.
Να όμως που η δημιουργική κληρονομιά του έρχεται ξανά στο φως στο Μουσείο Μπενάκη, πέντε χρόνια περίπου από όταν η αδερφή του, Ελευθερία Δάβη, δώρισε στο Μουσείο ένα πολύ μεγάλο αρχείο 5.000-7.000 σχεδίων. Στη νέα αυτή αναδρομική έκθεση δίνεται έμφαση στη ζωγραφική του παραγωγή που είναι λιγότερο γνωστή, οπότε παρουσιάζονται ελαιογραφίες του και μια επιλογή από σχέδια και χαρακτικά αλλά και γελοιογραφίες, καθώς ο Δάβης είχε συνεργαστεί με εφημερίδες και περιοδικά της εποχής του αλλά και αντιπροσωπευτικά δείγματα από εικονογραφήσεις βιβλίων.
Αριστερός και αδιάφορος για τη φήμη


Γιατί όμως αυτός ο τόσο πολλά υποσχόμενος καλλιτέχνης, ο σπουδαγμένος στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου (1924-1928) Κρητικός, έμεινε στην αφάνεια; Οπως εξηγεί ο Σπύρος Μοσχονάς, ένας από τους δύο επιμελητές της έκθεσης στο Μπενάκη: «Ο σημαντικότερος κορμός του έργου του παράγεται μέσα στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, μια εποχή δυστυχίας για την Ελλάδα γιατί όπως γνωρίζουμε περιλαμβάνει τη δικτατορία Μεταξά, τον πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο. Είναι μια άθλια περίοδος για να μπορέσει κάποιος να προβάλλει τον εαυτό του, κάτι εκ των πραγμάτων πολύ δύσκολο στην περίπτωσή του μιας και ο Δάβης λόγω χαρακτήρα δεν είχε εκδηλώσει κανένα ενδιαφέρον να προβεί σε τέτοιες ενέργειες. Επειτα, δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμος ζωγράφος και αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν είναι ο Τσαρούχης, τον οποίο συνδέουμε αμέσως με τους ναύτες, ή ο Μόραλης, που ταυτίζεται με τα γυμνά του. Συν τοις άλλοις είχε μια έντονη συνδικαλιστική δράση τη δεκαετία του ’30 μέσα στον κύκλο των ζωγράφων και αυτό το πλήρωσε. Αναγκάστηκε να αποστασιοποιηθεί στους δύσκολους καιρούς που ακολούθησαν». Ο Δάβης ήταν ένας αστός από τα Χανιά. Εντάχθηκε στον χώρο της Αριστεράς και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Ενωσις Ελεύθεροι Καλλιτέχναι» (1935-1940), όμως πάντα ακολουθούσε τη δική του κλίση και φωνή. «Δεν δέχτηκε να κάνει σοσιαλιστικό ρεαλισμό που ήταν η επίσημη καλλιτεχνική έκφραση της Αριστεράς στην Ελλάδα. Μάλιστα το προτελευταίο του εξώφυλλο στους «Νέους Πρωτοπόρους», το οποίο είναι αφιερωμένο στην Εργατική Πρωτομαγιά, το ψέγει επισήμως ο Δημήτρης Γληνός επειδή δεν εξαίρει την ορμή του προλετάριου. Εναν μήνα μετά, τον Ιούνιο του ’36, εγκαθίσταται η δικτατορία Μεταξά» εξηγεί ο έτερος επιμελητής Νίκος Π. Παΐσιος. Για να μπορέσει να επιβιώσει καταφέρνει να διοριστεί το 1938 διευθυντής του Τμήματος Διαφημίσεων στην «Ανώνυμη Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων» του Ν. Κανελλόπουλου, όπου επιμελείται τις εικονογραφήσεις των φυλλαδίων αλλά και την τοιχογράφηση του κτιρίου της Διοίκησης, και προφανώς αυτή η επαγγελματική δραστηριότητα τού εξασφαλίζει την ανοχή από τη δικτατορία του Μεταξά. Θα παραιτηθεί εν τέλει το 1946, χρονιά όπου θα συνδεθεί με τη ζωγράφο Θεώνη Βουτυρά, κόρη του λογοτέχνη Δημοσθένη Βουτυρά.
Η Κατοχή και η απογοήτευση


Το ατελιέ του Δάβη βρισκόταν επί της οδού Ιακωβίδου 33 στα Πατήσια. Το είχε σχεδιάσει μόνος του σε στυλ Μπαουχάους και όσο στεκόταν στη θέση του (γκρεμίστηκε στη διάρκεια της δικτατορίας) οι λιτές γραμμές του μαρτυρούσαν ότι κάποιος καλλιτέχνης κατοικούσε σε αυτό. Καθόλου τυχαία μιας και ο Δάβης είχε σπουδάσει στο Μόναχο της Βαϊμάρης και αν έπρεπε να ενταχθεί κάπου στυλιστικά «θα ήταν στο πολύ μικρό κίνημα εξπρεσιονισμού στην Ελλάδα μαζί με τον Χόροβιτς και τον Οικονομίδη» επισημαίνει ο κ. Παΐσιος.
Ωστόσο, η εμπειρία του πολέμου ανέτρεψε τα πάντα. Το περίφημο μπαουχάουζ ατελιέ επιτάχθηκε από τους Γερμανούς, πολλοί φίλοι του Δάβη εκτελέστηκαν στη διάρκεια του πολέμου ενώ μετά το πέρας αυτού φιλοξενούσε ανθρώπους που οι βομβαρδισμοί τούς είχαν στερήσει τα σπίτια στην Κρήτη. Οπως εξηγεί ο Σπύρος Μοσχονάς: «Νομίζω ότι εξαιτίας της Κατοχής εκδηλώνει μια αποστασιοποίηση από τη γερμανική του παιδεία. Τη στιγμή που είχε διαμορφώσει ένα σχετικά πρωτοποριακό, νεωτερικό ύφος, ξαφνικά μετά το 40 αρχίζει να κοιτάζει προς τα πίσω, στην τέχνη του 19ου αιώνα, στο μπαρόκ. Οι πίνακές του σκουραίνουν, βαραίνουν. Από εκεί και μετά η ζωγραφική του αλλάζει και γίνεται πιο συμβατική. Ισως συντονίζεται με αυτό που ορίζει το κόμμα αλλά επ’ ουδενί δεν καταφεύγει στη στρατευμένη τέχνη. Το 47 ξεκινάει μια σειρά από χαρακτικά σε ανάλογη λογική και φιλοσοφία με τις «Συμφορές του πολέμου» του Γκόγια. Η δουλειά του όμως δεν έχει αριστερό ή δεξιό ιδεολογικό πρόσημο, έχει εθνικό χαρακτήρα».
Ο Δημήτρης Δάβης προτιμούσε απλώς να κάνει τέχνη. Δούλευε τα χρώματα μόνος του, έπαιρνε χώμα και το άλεθε σε σκόνες και το ανακάτευε με νέφτια. Οι επιβλαβείς πτητικές ουσίες δημιούργησαν πρόβλημα στην υγεία του, οπότε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη ζωγραφική και να ζει πλέον από εικονογραφήσεις –όπως των παιδικών βιβλίων του αμερικανού συγγραφέα Εντουαρντ Φέντον. Η ρωγμή όμως ήταν βαθιά και ο ευαίσθητος ζωγράφος πέθανε τελικά από εμφύσημα έχοντας αφιερώσει σαράντα χρόνια της ζωής του στην τέχνη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ