Με τη χαρακτηριστική γαλλική προφορά μιας Αμερικανίδας από τη Νεμπράσκα, η Χίλαρι Σουόνκ έλεγε ότι ζήτησε έναν café a longue και ακόμη να έρθει. «Μα γιατί είναι τόσο δύσκολο να πιω έναν café a longue εδώ πέρα;» μονολογούσε δυνατά. «Καλά δεν το ζητάω; Γαλλική δεν είναι η λέξη; Αλλά θα το λέω μάλλον σαν Ιταλίδα». Επί τόπου μιμήθηκε την Ιταλίδα που μιλά κακά αγγλικά. Γέλια. «Γεια σε όλους» είπε αμέσως μετά απευθυνόμενη στο γκρουπ των δημοσιογράφων στο δωμάτιο του ξενοδοχείου «Majestic» των Καννών. Ξαφνικά γύρισε στη βοηθό της που δεν είχε φύγει ακόμη από το δωμάτιο. «Είναι το τελευταίο μου γκρουπ;» ρώτησε με σοβαρό ύφος. Οχι, δεν ήταν. Ενα στραβομουτσούνιασμα. Γέλια.
Εχουμε μπροστά μας 25 λεπτά για να μιλήσουμε με μια από τις πιο εκλεκτικές, στα όρια της ακριβοθώρητης, μα και τυχερές σταρ του Χόλιγουντ. Την ώρα που ο σουηδός συνάδελφος ετοιμαζόταν να κάνει την πρώτη ερώτηση, η Χίλαρι Σουόνκ –και πάλι ξαφνικά –σηκώθηκε σαν ελατήριο από την καρέκλα λέγοντας ότι ήθελε να την αλλάξει, ότι δεν καθόταν άνετα. Το έκανε μόνη της και ενώ σήκωσε τις καρέκλες παρατήρησα πόσο μικροκαμωμένη τελικά είναι μέσα στο καταπράσινο φουστανάκι της, με τα μπεζ παντοφλέ παπούτσια. Δεν φαίνεται ιδιαίτερα μικρόσωμη στην οθόνη όπου ούτως ή άλλως δεν την βλέπουμε με ιδιαίτερη συχνότητα. Και είναι αλήθεια, η Σουόνκ δεν παίζει συχνά. Οταν όμως αποφασίζει να παίξει, πάντα κάτι συμβαίνει. Δύο υποψηφιότητες και δύο βραβεία Οσκαρ (α’ γυναικείου ρόλου για το «Boy’s don’t cry» –1999 και το «Million dollar baby» –2004). «Λίγα και καλά» είναι το μότο της για τους ρόλους. «Η πολλή έκθεση ποτέ δεν έκανε καλό σε κανέναν…».
Η τελευταία έκθεση της Χίλαρι Σουόνκ έγινε εφέτος στις Κάννες, όπου βρέθηκε με την καινούργια ταινία του σκηνοθέτη και συμπρωταγωνιστή της, Τόμι Λι Τζόουνς. Στο γουέστερν «The homesman» (αν και ο Τζόουνς δεν συμφωνεί με τον όρο γουέστερν –«δεν θέλει να τοποθετεί σε «κουτιά» τις ταινίες» είπε η Σουόνκ) η 40χρονη ηθοποιός (30 Ιουλίου 1974) υποδύεται μια αγρότισσα της Νεμπράσκα του 19ου αιώνα, η οποία αποφασίζει να μεταφέρει τρεις γυναίκες με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα σε ένα ίδρυμα της γειτονικής Πολιτείας Αϊοβα. Η πεισματάρικη συμπεριφορά της ανδρογυναίκας Μαίρη Μπι κρύβει πίσω της έναν πολύ ευαίσθητο άνθρωπο που απελπίζεται όταν δεν μπορεί να προσφέρει το καλό. Οταν επομένως η Μαίρη Μπι αδυνατεί να φέρει εις πέρας την αποστολή μόνη της, μισθώνει έναν έμπειρο, ηλικιωμένο οδηγό, τον Τζορτζ Μπριγκς (Τζόουνς), ο οποίος έχει παραιτηθεί πια από τη ζωή. Το ταξίδι τους θα έχει έναν βαθύτερο προορισμό, την αυτογνωσία.

«Η Μαίρη Μπι είναι ίσως η πιο αξιαγάπητη ηρωίδα που έχω παίξει ποτέ»
είπε η Σουόνκ, «τολμά να πάει εκεί όπου οι άγγελοι φοβούνται. Εχει την ισχυρότερη ακεραιότητα χαρακτήρα από όλες τις ηρωίδες μου μα και την πιο σωστή ηθική στάση απέναντι στη ζωή». Για την ηθοποιό η απαξία και η χυδαιότητα με την οποία οι γυναίκες της εποχής της ταινίας αντιμετωπίζονταν από τους άνδρες δεν διαφέρουν στις μέρες μας. «Είναι ντροπή που σε πολλά θέματα η αντιμετώπιση της γυναίκας του 2014 δεν διαφέρει από εκείνη της γυναίκας του 19ου αιώνα. Η ποιότητα μισθού είναι ένα παράδειγμα που μπορώ να φέρω μιλώντας για τη δική μου δουλειά. Είμαι σίγουρη όμως ότι το ίδιο συμβαίνει και αλλού».
Με ποιον τρόπο, ρωτώ τη Σουόνκ, έχει αντιληφθεί κάτι τέτοιο στον χώρο της; «Σε εννέα στα δέκα σενάρια που διαβάζω, αν είναι να γίνουν ταινίες, ο άνδρας είναι εκείνος ο οποίος θα πρέπει πρώτα να βρεθεί στο κάστινγκ. Η γυναίκα θα ακολουθήσει και μάλιστα ανάλογα με τον άνδρα που έχει επιλεγεί. Και όταν θα γίνει και αυτό, η γυναίκα θα ακούσει το εξής: Πληρώσαμε τόσα στον άνδρα, άρα αυτό που μένει πάει σε σένα. Σε ορισμένες περιπτώσεις δε, οι άνδρες ηθοποιοί είναι γνωστοί από μία μόλις ταινία. Είναι απίστευτο».
Αυτή η κατάσταση δεν εμποδίζει τη Σουόνκ να αγαπά όλες τις ηρωίδες που έχει υποδυθεί, θεωρεί ότι είναι απαραίτητο για κάθε ηθοποιό «να αγαπήσει τους χαρακτήρες του ώστε να τους αποδώσει όσο το δυνατόν καλύτερα». Τη ρωτώ αν κάτι τέτοιο ισχύει ακόμη και για σκοτεινές ηρωίδες, όπως π.χ. μια δολοφόνο. «Οι δολοφόνοι είναι νομίζω πραγματικά προβληματικοί άνθρωποι αλλά υπάρχει κάτι μέσα τους που μπορεί να σου προκαλέσει κάπως το ενδιαφέρον, π.χ. από πού ξεκινούν; Τι έχει συμβεί; Δεν έγιναν έτσι ξαφνικά δολοφόνοι, σωστά; Δεν έχω υποδυθεί δολοφόνο έτσι κι αλλιώς αλλά σε κάθε περίπτωση, σε ό,τι αφορά τους δολοφόνους, υπάρχουν πολλά «τι κι αν». Ισως η λέξη κατανόηση να ταιριάζει περισσότερο…».
Πρακτικά μιλώντας, το «The homesman» υπήρξε μια από τις πιο δύσκολες κινηματογραφικές εμπειρίες της Χίλαρι Σουόνκ. Οχι μόνον επειδή έφαγε ωμό γρασίδι –«ήταν low budget ταινία» είπε –όσο λόγω των κακών καιρικών συνθηκών. «Πρώτη φορά στη ζωή μου απόλαυσα τόσο πολύ το καυτό ντους στο τέλος των γυρισμάτων της κάθε μέρας» είπε. Για τον ρόλο της Μαίρη Μπι χρειάστηκε επίσης να μάθει ιππασία διότι καβαλά άλογο αλλά και μουλάρι. «Το μεγάλο πρόβλημα σε αυτό δεν ήταν τα ζώα αλλά το φουστάνι» είπε, «τα φουστάνια τότε ζύγιζαν πολλά κιλά. Οκτώ με εννιά τουλάχιστον. Η ανάβαση στο άλογο ήταν εξουθενωτική αλλά και σούπερ διασκεδαστική».
Ενα από τα αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας «The homesman» είναι ότι μας θυμίζει πως οι Ηνωμένες Πολιτείες φτιάχτηκαν από Ευρωπαίους, ότι στην πραγματικότητα αυτή η χώρα είναι ένα καζάνι εθνικοτήτων και διαφορετικών πολιτισμών που έβραζε από πολύ παλιά. Ακόμη και η καταγωγή της ίδιας της Σουόνκ είναι ένα εντυπωσιακό σταυρόλεξο εθνικοτήτων. Η Σουόνκ είναι Ουαλή, Γερμανίδα, Ιρλανδή, Βρετανή, Ινδιάνα –μία από τις γιαγιάδες της ήταν 100% Βρετανή και η άλλη ήταν 100% Ισπανίδα.
Για τον ρόλο της η Σουόνκ δεν έκανε έρευνα σχετικά με τις γυναίκες εκείνης της εποχής. «Δεν ήταν απαραίτητο, το μυθιστόρημα του Γκλέντον Σουόρθαουτ είχε ό,τι χρειαζόμουν, το σενάριο ήταν άρτιο και ο ιδιοφυής εγκέφαλος του Τόμι Λι Τζόουνς μπορούσε να γεμίσει τα κενά όποτε κάτι τέτοιο χρειαζόταν».
Και στην ερώτηση τι παραπάνω μπορεί να έμαθε για τον εαυτό της παίζοντας αυτή τη γυναίκα η Χίλαρι Σουόνκ απάντησε λέγοντας αυτό που ενδεχομένως λέει πάντοτε σε μια τέτοια ερώτηση, ανεξαρτήτως ρόλου: «Απλώς να παραμένω ανοιχτόμυαλη με τους ανθρώπους γιατί ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις με τι δαίμονες παλεύει ο καθένας μας. Ερχόμαστε με τόσο διαφορετικούς ανθρώπους σε επαφή καθημερινά που είναι πολύ εύκολο να κρίνουμε και να βγάλουμε την ετυμηγορία μας. Δεν έχουμε όμως ιδέα για το τι σημαίνει κάθε μέρα για τον κάθε άνθρωπο, δεν ξέρουμε από πού κρατά η σκούφια του».

«Νιώθω ανταγωνιστικά μόνο με τον εαυτό μου»
Ρωτάω τη Σουόνκ αν η ίδια νιώθει ανταγωνιστικά στον χώρο της. «Μόνο με τον εαυτό μου» απαντά. «Δεν λέω ποτέ “τα κατάφερα!” Γιατί αν το πεις, υπάρχει κίνδυνος αυτό να αρχίσει να ωριμάζει μέσα σου και πολύ πιθανόν να σταματήσεις να ζητάς την καλυτέρευση».

Ισως γι’ αυτό η Χίλαρι Σουόνκ δεν ζηλεύει ποτέ, ή τουλάχιστον αυτό λέει η ίδια. «Είμαι μεγάλη υποστηρίκτρια της γυναίκας» λέει. «Μου αρέσει πραγματικά να βλέπω γυναίκες να επιτυγχάνουν, μου αρέσει να βλέπω γυναίκες να ροκάρουν και να ρολάρουν. Αν για παράδειγμα δω μια τρομερή ερμηνεία, δεν θα πω “γιατί ρε γαμώ το δεν είμαι εγώ εκεί!”. Θα πω “μπράβο της”!». Αυτό λέει πως είπε όταν είδε την Κέιτ Μπλάνσετ στη «Θλιμμένη Τζασμίν». «Εχω δουλέψει με την Κέιτ στο “Χάρισμα” και μόνο χαρά για αυτήν ένιωθα. Μια καλή ερμηνεία περισσότερο από καθετί θα με εμπνεύσει. Λάτρεψα στ’ αλήθεια τη Σάντρα Μπούλοκ στο “Gravity” και προφανώς λατρεύω ό,τι έχει κάνει και ό,τι πρόκειται να κάνει η Μέριλ Στριπ (σ.σ.: η οποία κρατά έναν μικρό ρόλο στο «The homesman»)». Και γιατί της άρεσε η Μπούλοκ; «Γιατί έπαιζε με τον κανέναν στο Διάστημα και την πιστεύαμε. Και αυτό είναι σούπερ δύσκολο».

Μιλώντας για αστροναύτες, η Σουόνκ, προς το τέλος της κουβέντας, θυμήθηκε την εποχή που ήταν περίπου έξι χρονών και ήθελε να γίνει αστροναύτισσα (ηθοποιός ήθελε να γίνει από τα οκτώ). «Αργότερα ήθελα να γίνω κτηνίατρος αλλά έκανα πάντα λάθος τη λέξη και έλεγα χορτοφάγος (veterinarian / vegetarian). Εν τέλει, όπως λέει και η μάνα μου, έγινα χορτοφάγος και ηθοποιός!».

πότε & πού:
Η ταινία «Μέχρι το τέλος» προβάλλεται στις αίθουσες σε διανομή Odeon και Weird Wave, την οποία ευχαριστούμε για αυτή τη συνέντευξη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ