Παρ’ όλο που τα τελευταία περίπου 20 χρόνια ο Θεόδωρος Τερζόπουλος είχε κατ’ επανάληψη δεχθεί προτάσεις να σκηνοθετήσει όπερα, ο ίδιος ήταν επιφυλακτικός. Αφενός ήθελε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στα αμιγώς θεατρικά σχέδιά του, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, αφετέρου ένιωθε πως δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα το είδος, ίσως μάλιστα να υπήρχε και κάποια φοβία από μέρους του, όπως δεν διστάζει να παραδεχθεί.
Τα πράγματα άλλαξαν όταν πριν από περίπου μία τριετία ο Θεόδωρος Κουρεντζής, αρχιμουσικός που κάνει σημαντική καριέρα στη Ρωσία και τον οποίο είδαμε πριν από λίγες ημέρες στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, του μίλησε για τον νέο σε ηλικία ρώσο συνθέτη Ντμίτρι Κουρλιάνσκι προτρέποντάς τον να τον γνωρίσει και να συνεργαστεί μαζί του. Οπερ και εγένετο.
Ο Κουρλιάνσκι ήρθε στην Αθήνα, συναντήθηκε με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο, είδε παραστάσεις στο θέατρο «Αττις» και αναπτύχθηκε μεταξύ τους ένας αγωγός επικοινωνίας. Κάπως έτσι προέκυψε και η συνεργασία. Ο λόγος για τον «Νοσφεράτου», τη φιλόδοξη όπερα του Ντμίτρι Κουρλιάνσκι με την οποία ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ετοιμάζεται να κάνει το ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία λυρικού θεάτρου.
Η πρεμιέρα θα δοθεί στις 15 Φεβρουαρίου 2013 στην Περμ, στο θέατρο που διευθύνει καλλιτεχνικώς ο Θεόδωρος Κουρεντζής, ο οποίος και θα έχει την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης της ορχήστρας του, Μusica Aeterna, ενώ τον Μάιο του ίδιου έτους η παράσταση θα παιχθεί στο ιστορικό Μπαλσόι της Μόσχας. Η διεθνής διαδρομή της ωστόσο αναμένεται να συνεχιστεί, αφού διεξάγονται συζητήσεις προκειμένου να παρουσιαστεί και αλλού, όπως στο Αμστερνταμ και στη Μαδρίτη.
«Ηθελα να μπω σε αυτόν τον χώρο με ένα έργο σύγχρονο και με τρόπο ερευνητικό» λέει ο Θεόδωρος Τερζόπουλος υπογραμμίζοντας τη ζύμωση μέσω της οποίας προέκυψε και ολοκληρώθηκε ο «Νοσφεράτου», αλλά και την έντονη ελληνική παρουσία στην παραγωγή: πέρα από τον ίδιο και τον Θεόδωρο Κουρεντζή, ο σκηνοθέτης αναφέρεται στον Δημήτρη Γιαλαμά, μορφωτικό ακόλουθο στην ελληνική πρεσβεία στη Μόσχα, ο οποίος υπογράφει το λιμπρέτο, στον διεθνή Γιάννη Κουνέλλη, τη σφραγίδα του οποίου φέρουν τα σκηνικά, και στη γνωστή σχεδιάστρια Λουκία, η οποία έχει την ευθύνη των κοστουμιών.
Παράλληλα δύο σταθεροί συνεργάτες του Θεόδωρου Τερζόπουλου, ο Τάσος Δήμας και η Σοφία Χιλλ, πρωταγωνιστούν, στους ρόλους του Νοσφεράτου και της Περσεφόνης, μαζί με τη ρωσίδα ηθοποιό Αλα Ντεμίτοβα, η οποία συμμετέχει ως αφηγήτρια, και τη συμπατριώτισσά της σοπράνο Ναταλία Πσενιτσνίκοβα – αναγνωρισμένη ερμηνεύτρια σε ανάλογο ρεπερτόριο, η οποία μάλιστα έχει τραγουδήσει και έργα του Γιάννη Χρήστου – στον ρόλο μιας γριάς αλχημίστριας η οποία κινείται ανάμεσα σε θεούς και ημίθεους. Στην παραγωγή συμμετέχει επίσης 30μελής χορός.

Μια μετατραγωδία για το αύριο
Τι ακριβώς είναι όμως ο «Νοσφεράτου»; «Ολοι γνωρίζουμε την περίφημη ταινία του Μουρνάου, τον Δράκουλα σε πιο γενικευμένη διάσταση αλλά και τον Δράκουλα που κρύβουμε μέσα μας ή αυτόν τον οποίο κρύβει ο διπλανός μας» λέει ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, προσθέτοντας ότι ο Νοσφεράτου του Τάσου Δήμα δεν είναι τόσο αυτό καθαυτό το πρόσωπο όσο η ιδέα του ήρωα, ο βαμπιρισμός. Την επόμενη στιγμή μιλάει για τη δράση έτσι όπως αυτή «περνά» μέσα από τα σκηνικά του Γιάννη Κουνέλλη.
«Τρεις εξαιρετικές εγκαταστάσεις» τις χαρακτηρίζει ο σκηνοθέτης και εξηγεί: «Η πρώτη είναι μια συμπαγής επιφάνεια με 70-100 φέρετρα όπου κοιμάται την ημέρα ο Νοσφεράτου. Η δεύτερη είναι μια επιφάνεια με πολλά φάρμακα… χιλιάδες μπουκαλάκια με διαφορετικά χρώματα: ο ήρωας έχει πιει δηλητηριασμένο αίμα και η γριά αλχημίστρια του παρέχει φάρμακα προκειμένου να τον βοηθήσει να ξανασταθεί στα πόδια του, να γίνει αυτό το υπερβατικό ον που επιθυμεί. Η τρίτη εγκατάσταση είναι μια σύνθεση που θυμίζει την «Γκερνίκα» του Πικάσο: παλτά, τραβηγμένα μανίκια, φοβερή ένταση, αλλά χωρίς ανθρώπινα σώματα».
«Εν προκειμένω», συνεχίζει ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, «έχουμε να κάνουμε με την Κάθοδο στον Αδη. Είναι ένα πέρασμα από κενό σε κενό, από σκοτάδι σε σκοτάδι. Το φως, η αλήθεια, ακόμη και η σωτηρία του Νοσφεράτου δεν αναζητούνται σε έναν κοινωνικό χώρο, αλλά σε έναν χώρο ενδιάμεσο: μετά την κοινωνία, μετά την πολιτική μπορούμε να τοποθετηθούμε στο Αβατο της Ελευσίνας. Η δομή της όπερας είναι συγγενική με την αρχαιοελληνική τραγωδία και εκεί ακριβώς βρήκα την προσωπική μου σχέση».
Ωστόσο η κάθαρση δεν έρχεται στον «Νοσφεράτου». Ο σκηνοθέτης λέει ότι υπάρχει ένα οντολογικό ερωτηματικό, αντίστοιχο με τον ασαφή χαρακτήρα της εποχής που ζούμε. Πέθανε άραγε ο Νοσφεράτου; Θα ζήσει; Θα γεννηθεί ένας νέος; Ο Νοσφεράτου ορίζει τη σύγκρουση και την προσπάθεια του ανθρώπου για την υπέρβαση. «Θα υπάρξει στο μέλλον συγκρουσιακό ον, και δη σε μια εποχή ισοπέδωσης, όπου ο άνθρωπος είναι απόλυτα παθητικός; Το ζούμε, το βιώνουμε. Δεχόμαστε την κάθε βία και τον κάθε λαϊκισμό: και τα δύο αυτά, από όπου κι αν προέρχονται, μας πίνουν κυριολεκτικά το αίμα. Από αυτόν καθαυτόν τον ορισμό του ανθρώπινου όντος που είναι η σύγκρουση, μας έχουν μετατρέψει σε παθητικά όντα. Από αυτή την πλευρά το έργο έχει και πολιτική διάσταση, αν και η πλέον ισχυρή είναι η οντολογική. Ωστόσο η πιο βαθιά οντολογική είναι και πολιτική» καταλήγει ο σκηνοθέτης.
Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι αυτή η όπερα αναζητεί μια μεγάλη ιδέα. Την ιδέα που κομίζει ο ίδιος ο Νοσφεράτου μέσα από την προσπάθειά του για την υπέρβαση. «Αυτή που δεν υπάρχει στη μικρή, αποδεκατισμένη ζωή μας, στην κοινωνία, στην πολιτική… Δουλέψαμε με όρους της τραγωδίας. Ηθελα πολύ το μέγεθος. Δεν ήθελα τα πρόσωπα ως μικρές φιγούρες ή καταστάσεις καθημερινές. Αντιθέτως, είναι πλήρως απαλλαγμένο από αυτά. Είναι, θα έλεγα, μια σύγχρονη μετατραγωδία και ταυτόχρονα ένα έργο που έχει να κάνει πολύ με το αύριο».

«Ενα «αχ» πόνου και ένα λυπητερό «αμάν»»
Με δεδομένες τις επανειλημμένες αναφορές του στην τραγωδία αλλά και στο έντονο ελληνικό στοιχείο που υπάρχει στην παράσταση, τι σημαίνει υπό τις σημερινές συνθήκες ο όρος «ελληνικότητα» για τον Θεόδωρο Τερζόπουλο; «Ενα «αχ» πόνου και ένα λυπητερό «αμάν». Αυτό έχει απομείνει» απαντά ο σκηνοθέτης. «Η ελληνικότητα, κατά τη γνώμη μου, είναι παρερμηνευμένη σε πολλά επίπεδα. Αλλοι θεωρούν ελληνικότητα την ιδέα που έχει εισαχθεί από την Κεντρική Ευρώπη, από τον κεντροευρωπαϊκό κλασικισμό. Για μένα δεν είναι αυτή. Αλλοι πιστεύουν πως η ελληνικότητα έχει να κάνει με κάποια σύμβολα, κάποια φετίχ ως προς το «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια». Ούτε αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου. Για άλλους, τέλος, είναι η παράδοσή μας όπως αυτή έχει εξελιχθεί στον χρόνο. Ούτε και αυτό είναι απαραίτητα σωστό. Για μένα η ελληνικότητα είναι μια ιδέα πολύ βαθιά και υπερβατική. Είναι η ιδέα του ανθρώπου που θέλει να υπερβεί τα όριά του, να κοιτάξει τον Θεό στα μάτια. Οπως τον κοίταξαν η Κάλλας, ο Μητρόπουλος…».
Εν τούτοις ο Θεόδωρος Τερζόπουλος δεν πιστεύει ότι ο Ελληνας διαφέρει από άλλους λαούς. «Δεν λέω ότι έχει κάποιο ιδιαίτερο γονίδιο, δεν τον τοποθετώ σε βάθρο. Αυτή θα ήταν ακραία ως και αντιδραστική άποψη. Ωστόσο κάτι έχει. Η Ελλάδα είναι πολύ προνομιούχος χώρος. Αυτά τα νησιά, αυτές οι θάλασσες, τα απομεινάρια του αρχαίου πολιτισμού, αλλά και οι εκφράσεις του σύγχρονου…».
Ο σκηνοθέτης υποστηρίζει ότι όλα αυτά για πολλά χρόνια ισοπεδώθηκαν. «Για πολλά χρόνια ο Παρθενώνας είναι το σουπερμάρκετ» λέει. «Τη θέση της Αθηνάς έχει πάρει η τάδε «σκυλού», την Επίδαυρο την υποκατέστησαν τα «σκυλάδικα», τα οποία κάποτε ένας υπουργός έφθασε στο σημείο να αποκαλέσει πολιτιστικά κέντρα. Τώρα που φθάσαμε στο μηδέν είναι καλό να τα λέμε. Για μένα είναι σημαντικό οι νέοι άνθρωποι να γεφυρώνονται με τον κόσμο. Είμαστε εσωστρεφής χώρα με κάποιες αγκυλώσεις. Αν δούμε ποιοι είναι οι Ελληνες που έκαναν σοβαρή δουλειά για τη χώρα μας, είναι οι Ελληνες της Διασποράς».
Επιστρέφοντας στην έννοια της ελληνικότητας, λέει ότι η ελληνική ιδέα είναι ευρύτερη από την Ελλάδα των γεωγραφικών ορίων και οφείλουμε να την υπηρετήσουμε ταχύτατα και επίμονα. Ωστόσο εκφράζει επιφυλακτικότητα για τους πολιτικούς. «Οι πολιτικοί δεν το αντιλαμβάνονται αυτό», υποστηρίζει, «γιατί το κάθε κόμμα είναι ένα πολύ μικρό μαγαζάκι, ούτε καν σουπερμάρκετ, γιατί εκεί υπάρχει κάποιο πλάνο, τουλάχιστον τριετές. Σε μαγαζάκια μετατράπηκαν και οι θεσμοί, οι ομάδες, οι καλλιτεχνικοί φορείς. Ωστόσο η ελληνική ιδέα υπάρχει και είναι πάνω από αυτά τα μαγαζάκια: ο Κουνέλλης, η Χρύσα, ο Κουρεντζής, οι διεθνείς καλλιτέχνες μας της όπερας, όλοι αυτοί δουλεύουν για την Ελλάδα. Και μέσα στη χώρα όμως υπάρχουν πολλά ταλέντα. Πρέπει επιτέλους να τους δοθεί η ευκαιρία».
Ενα κοστούμι από το σύμπαν του Τιμ Μπάρτον
Μια γκόθικ εγκατάσταση βγαλμένη θα έλεγε κανείς από το σκοτεινό σύμπαν του Τιμ Μπάρτον, αυτάρκης, που συντίθεται από πολλά επίπεδα ύλης και αναλόγως με την οπτική με την οποία την ατενίζει ο θεατής αποκτά άλλη διάσταση, είναι το κοστούμι που θα φορέσει η Ναταλία Πσενιτσνίκοβα. Και είναι ήδη έτοιμο φέροντας, όπως και τα υπόλοιπα, την υπογραφή της γνωστής σχεδιάστριας – και βραβευμένης ενδυματολόγου του θεάτρου – Λουκίας. «Είναι κατασκευή και όχι κοστούμι στην ουσία του. Κανονική εγκατάσταση» σημειώνει η ίδια.
Η βαριά και ελικοειδής ουρά που σέρνεται παραπέμπει σε φίδι ή ερπετό. Στο κεφάλι και γύρω από τον λαιμό η ηρωίδα μοιάζει «στεφανωμένη» από μαύρα κοράκια, με φτερούγες ανοιχτές, έτοιμα να πετάξουν. Το κυρίως κοστούμι, μια συμπαγής σκοτεινή στρουκτούρα, είναι κατασκευασμένο από πρεσαρισμένο μεταξωτό ταφτά, ενώ στην ουρά «παντρεύονται» δαντέλες με τσόχες, καμπανάκια και μεταξωτά υφάσματα με μπανέλες που δίνουν την αίσθηση φιδίσιων λεπιών.
Τα στοιχεία της δαντέλας που προβάλλουν κάτω από στρώματα υφασμάτων που έχουν «λερώσει» με σπρέι είναι, σύμφωνα με τη Λουκία, «το σημείο αναφοράς της πλουτοκρατίας», αφού στο έργο υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στους ισχυρούς και στους αδύνατους, με τους μεν να συνθλίβουν τους δε. Γι’ αυτό δεν λείπουν και τα κουρέλια, που επίσης συμβολίζουν το ιδεολογικό σκέλος της όπερας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ