Franz Kafka
Στη σωφρονιστική αποικία

Μετάφραση Βασίλης Τσαλής
Κίχλη, 2017, σελ. 166, τιμή 12 ευρώ
Τον Οκτώβριο του 1914 ο Κάφκα παίρνει μια δεκαπενθήμερη άδεια από τη δουλειά του για να προχωρήσει τη Δίκη, το μυθιστόρημα που είχε αρχίσει να γράφει δύο μήνες νωρίτερα. Και η μεν Δίκη δεν τελείωσε τότε, αλλά στο διάστημα αυτό ολοκλήρωσε μια παράξενη νουβέλα, τη Σωφρονιστική αποικία, στην οποία αναφέρονται τέσσερα κύρια πρόσωπα, αναμφισβήτητη πρωταγωνίστρια ωστόσο είναι η περίπλοκη σωματογραφική μηχανή που κεντούσε στο δέρμα του παραβάτη (και μελλοθανάτου) τη δικαστική ποινή. Εκ των υστέρων, το εφιαλτικό αυτό κείμενο μοιάζει προφητικό: όντως, μερικά χρόνια αργότερα, χιλιάδες άνθρωποι στα ναζιστικά κολαστήρια θα έφερναν σαν «σφραγισμένα» ζώα επάνω στο κορμί τους το τατουάζ του θανάτου, έναν αριθμό ως εγχάρακτη ταυτότητα. Προς το παρόν βρισκόμαστε στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος εγκαινιάζει στον 20ό αιώνα μια γιγαντιαία επιχείρηση θανάτου συνδυάζοντας τη σύγχρονη τεχνολογία και την επιστημονική ορθολογικότητα με τη σκαιή βαρβαρότητα. Ας θυμίσουμε επίσης ότι ο συγγραφέας εργάζεται σε ασφαλιστικό οργανισμό στον τομέα πρόληψης των εργατικών ατυχημάτων και νομικής διευθέτησης των αποζημιώσεων σε περίπτωση ατυχήματος, είναι λοιπόν εξοικειωμένος με ιστορίες τραυματισμών και ακρωτηριασμών κατά τον χειρισμό πολύπλοκων, επικίνδυνων ή ελαττωματικών μηχανημάτων, καθώς και με την ψυχρή, ουδέτερη γραφειοκρατική γλώσσα των σχετικών εκθέσεων. Αν συνυπολογίσουμε ακόμη ότι μεγάλες σύγχρονες δυνάμεις (π.χ. Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία) εκτόπιζαν παγίως στη Σιβηρία ή στις μακρινές αποικιακές τους κτήσεις ποινικούς κρατουμένους και κάθε λογής παραβάτες, αντιμετωπίζοντάς τους απάνθρωπα και εξευτελιστικά, προκαλώντας το αίσθημα δικαίου, αντιλαμβανόμαστε ίσως τα εξωτερικά ερεθίσματα που κινητοποίησαν τον Κάφκα να θεματοποιήσει την απρόσωπη μηχανική βία ως άσκηση σωφρονιστικής πρακτικής.


Αινιγματικός ρεαλισμός
Στην απροσδιόριστη καφκική σωφρονιστική επικράτεια προβάλλουν την απολυτότητά τους ένα στυγνό αποικιακό καθεστώς και μια μιλιταριστική εξουσία με παρεπόμενη γραφειοκρατική πειθαρχία. Το σκηνικό τοποθετείται σε ένα απόμακρο «νησί» κάπου στην Απω Ανατολή (γίνεται λόγος για ένα «τεϊοποτείο» και για «τροπικό» κλίμα), γαλλική μάλλον αποικία, καθώς οι δύο βασικοί ήρωες (αξιωματικός και ταξιδιώτης) μιλούν μεταξύ τους γαλλικά, ακατανόητα για τους «ιθαγενείς». Δεν υπάρχουν χρονοτοπικές μήτε ονοματικές ενδείξεις, αλλά σε αυτή την περιρρέουσα ασάφεια εγκαθίσταται αποφασιστικά ένας ωμός, αφόρητος σχεδόν περιγραφικός ρεαλισμός. Η αποικιοκρατική λογική διαθλάται στη νουβέλα μέσα από τρεις διακριτές αντιλήψεις: μια ακραία, αμείλικτη σκληρότητα από την οποία εμφορούνται ο παλαιός διοικητής και ο αξιωματικός· μια ηπιότερη, πιο «ουμανιστική» νοοτροπία του νέου διοικητή που θέλει να καταργήσει σταδιακά το εξολοθρευτικό μηχάνημα, αλλά στο μεταξύ το αφήνει να λειτουργεί διακριτικότερα και όχι σε ατμόσφαιρα πάνδημης γιορτής· και η πιο «πεφωτισμένη» οπτική του «ξένου» ταξιδιώτη που εξεγείρεται από τις βάρβαρες μεθόδους της βασανιστικής θανάτωσης και προτίθεται να εκθέσει τη διαφωνία του, «εμπιστευτικά» ωστόσο, στη νέα διοίκηση. Αυτή η αντίθεσή του ακυρώνει μεν την επικείμενη θανάτωση ενός κατάδικου, δεν αποτρέπει όμως την πρωτοβουλία του αξιωματικού να γίνει ο ίδιος βορά της αυτόματης μηχανής –«Αν, όντως, το σύστημα απονομής δικαιοσύνης που υποστήριζε ο αξιωματικός επρόκειτο να αποσυρθεί, τότε η συμπεριφορά του ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Ο ταξιδιώτης, στη θέση του, δεν θα αντιδρούσε διαφορετικά». Ο Ευρωπαίος σπεύδει να απομακρυνθεί από την αποικία, μη παρεμβαίνοντας περαιτέρω, επιστρέφοντας προφανώς στην «πολιτισμένη» Δύση και εμποδίζοντας βίαια τον κατάδικο και τον στρατιώτη, που τον ακολούθησαν ως το λιμάνι, να επιβιβασθούν μαζί του στο ατμόπλοιο: οι δύο κόσμοι, των δυτικών και των ιθαγενών, μένουν αγεφύρωτοι.
Η στρατιωτική πειθαρχία και δικαιοσύνη, από την άλλη, τηρούνται απαρέγκλιτα, έστω και αν παρωδούνται κατάφωρα: ο ταξιδιώτης καλείται από τον (νέο) διοικητή να παραστεί στην παραδειγματική εκτέλεση ενός στρατιώτη λόγω αμέλειας καθήκοντος και προσβολής ανωτέρου. Οι ατσάλινες ακίδες της αυτόματης δερματογραφικής μηχανής θα χαράξουν αργά, βασανιστικά στο σώμα του την υπόμνηση: «Τίμα τους ανωτέρους σου». Ο αξιωματικός, επιφορτισμένος και με χρέη δικαστή, δημίου και τεχνικού, ως άριστος χειριστής τής εν λόγω μηχανής, περιγράφει με φετιχιστικό πάθος και αναλυτικές λεπτομέρειες την αυτόματη λειτουργία της συσκευής ενώπιον του παρατηρητή ταξιδιώτη και των δύο αμέτοχων ιθαγενών: του σιδεροδέσμιου κατάδικου και του στρατιώτη που τον συνοδεύει.
Η αισθητική της φρίκης
Η κεντρική φιγούρα της νουβέλας είναι αναμφισβήτητα τούτη η αυτοματοποιημένη φονική μηχανή, εφεύρεση του παλαιότερου διοικητή. Γρανάζια, λουριά, ελάσματα, άγκιστρα, ακίδες, τα πάντα προσεκτικά υπολογισμένα και συντονισμένα με σχολαστική ακρίβεια ώστε να μη θανατώνουν ακαριαία, αλλά σε ένα χρονικό διάστημα περίπου δώδεκα ωρών. «Εχει ύπαρξη αυτόνομη. Θα λειτουργούσε ακόμη κι αν ήταν το μοναδικό αντικείμενο σε αυτό το φαράγγι» τονίζει στο ενθουσιώδες περιγραφικό λογύδριό του ο αξιωματικός: θαρρείς και το μηχάνημα δεν βρίσκεται εκεί για να εκτελεί ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι υπάρχουν για να το υπηρετούν, να του παρέχουν σώματα, σάρκες επάνω στις οποίες εκείνο θα μπορεί να χαράσσει τις καλλιγραφημένες προτάσεις του περιβαλλόμενες από «ποικίλα στολίδια». Η απόλυτη εξουσία αποκτά την πιο αλλοτριωμένη, πραγμοποιημένη όψη της, καθότι ψυχρή, μηχανική, τυφλή και απρόσωπη, ένας άψογος εργαλειακός μηχανισμός που μεταλλάσσει την κτηνώδη βαρβαρότητα σε ύψιστη τεχνολογική εκλέπτυνση.
Αντιμετωπίζοντας ως πρόκληση την κριτική αμφισβήτηση των απόψεών του, ο αξιωματικός ελευθερώνει τον κατάδικο, αναδιατάσσει τα γρανάζια και ξαπλώνει στο ειδικό κρεβάτι ώστε να χαραχθεί επάνω στο πετσί του η επιγραφή «έσο δίκαιος». Λόγω της σπουδής του, κάτι αφήνει ανεξέλεγκτο και η συσκευή αρχίζει να δυσλειτουργεί, να αυτοδιαλύεται άτσαλα: δεν κεντά πια το δέρμα, αλλά καρφώνει το καταματωμένο σώμα: «από το μέτωπο έβγαινε η μύτη της μεγάλης σιδερένιας ακίδας».
Το κείμενο της Σωφρονιστικής αποικίας το διάβασε δημόσια ο Κάφκα το 1916 και συνάντησε την αποστροφή της πλειοψηφίας του κοινού: θεωρήθηκε αποκρουστικό (δυστοπικό, θα λέγαμε σήμερα) κείμενο και ο συγγραφέας ανέβαλε τη δημοσίευσή του για τρία χρόνια. Σήμερα, εκπλήσσει η κρυστάλλινη διαύγεια με την οποία περιγράφεται η ανείπωτη φρίκη, δίχως την παραμικρή συναισθηματική εμπλοκή. Το «απρόσωπο» ύφος που κληρονόμησε από τον Φλομπέρ και το καλλιέργησε απαράμιλλα ως βιρτουόζος, σήμα κατατεθέν της γραφής του, ο Κάφκα το αναδεικνύει εδώ μαστορικά.
Οι εκδόσεις Κίχλη, εκτός του ότι κομίζουν μια νέα άριστη μετάφραση του κειμένου, τη συνοδεύουν με ένα χρησιμότατο επίμετρο πέντε μελετημάτων, χρονολόγιο και φωτογραφικό υλικό. Γοητευτική αναγνωστική πρόκληση.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ