Ιισμαήλ Κεμάλ Μπέη Βλόρα
Απομνημονεύματα. Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος ενός υψηλόβαθμου οθωμανού αξιωματούχου και πρώτου πρωθυπουργού της Αλβανίας

Εισαγωγή – σχολιασμός – μετάφραση Στέφανος Παπαγεωργίου
Εκδόσεις Παπαζήση, 2017
σελ. 844, τιμή 37,10 ευρώ

«Γεννήθηκα τον Ιανουάριο του 1844 στην Αυλώνα, την αλβανική πόλη από όπου πολλά χρόνια αργότερα διακήρυξα την ανεξαρτησία της πατρίδας μου». Η εναρκτήρια πρόταση των απομνημονευμάτων του Ισμαήλ Κεμάλ Μπέη Βλόρα (1844-1919) διαγράφει έναν κύκλο από τη γέννηση προς το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας εγκλείοντας μέσα του, θα πίστευε κανείς, έναν συνεπή κήρυκα της εθνικής ιδεολογίας του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Ωστόσο, η περίπτωσή του αποδεικνύεται πολύ πιο περίπλοκη, εφόσον ο πρωτεργάτης της ανεξαρτησίας της Αλβανίας υπήρξε για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της πλούσιας διοικητικής και πολιτικής σταδιοδρομίας του σημαίνον στέλεχος της κρατικής μηχανής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μεταξύ εθνικής και οθωμανικής συνείδησης, ευρωπαϊκών και ανατολικών πολιτισμικών επιδράσεων, ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος του Ισμαήλ Κεμάλ, εκτός από απολαυστικό ανάγνωσμα εθνογραφικού χαρακτήρα ή πολιτικής ίντριγκας, προσφέρεται και για την ανίχνευση πεποιθήσεων και ταυτοτήτων της πολυεθνικής εγγράμματης ελίτ που χειρίστηκε τις τύχες του κράτους στην κρίσιμη περίοδο του Τανζιμάτ, της απόπειράς του μεταξύ 1839 και 1876 να εκσυγχρονιστεί με όρους δικαίου, διοικητικής μεταρρύθμισης, πολιτικών ελευθεριών.

Η φιλελεύθερη μεταρρύθμιση
Η πορεία του Ισμαήλ Κεμάλ Μπέη ακολουθεί τις τύχες των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων. Προχωρεί παράλληλα με την άνοδο του άτυπου φιλελεύθερου κόμματος και των ηγετών του Φουάντ και Αλή Πασά στα ανώτατα αξιώματα κατά τις δεκαετίες του 1860 και του 1870, γνωρίζει την παλίρροιά της με την άνοδο του Μιντάτ Πασά στο αξίωμα του μεγάλου βεζίρη το 1876 μετά την παραχώρηση του οθωμανικού συντάγματος και την άμπωτη με την αναστολή του από τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ δύο μόλις μήνες αργότερα. Ικανός και πολυπράγμων, στενός συνεργάτης του Μιντάτ, αναλαμβάνει πλήθος αξιωμάτων (κυβερνήτης της Βάρνας, σύμβουλος της επικρατείας, γραμματέας στο υπουργείο Εξωτερικών, κυβερνήτης της Καλλίπολης, γενικός κυβερνήτης της Βηρυτού, γενικός διοικητής της Τρίπολης, μεταξύ άλλων) και ισορροπεί με επιτυχία ανάμεσα στις συντηρητικές και τις προοδευτικές φατρίες. Συνεπής φιλελεύθερος, ο Κεμάλ θα εξοριστεί, θα ανακληθεί στην ενεργό δράση, θα αυτοεξοριστεί. Θα παίξει έναν τελευταίο ρόλο στην Κωνσταντινούπολη στο οθωμανικό κοινοβούλιο μεταξύ 1908 και 1910 αντιπολιτευόμενος τους Νεότουρκους προτού αφοσιωθεί στην υπόθεση της αλβανικής ανεξαρτησίας.
Καθώς το κείμενο παραμένει ανολοκλήρωτο (ο Ισμαήλ Κεμάλ Μπέη πέθανε το 1919 χωρίς να προλάβει να εξιστορήσει την τελευταία δεκαετία της ζωής του) δεν έχουμε την ευκαιρία να συγκρίνουμε επαρκώς την οθωμανική του πολιτεία με την αλβανική. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές νύξεις στα προηγούμενα κεφάλαια σχετικά με το πώς ο ίδιος έβλεπε τις πολλαπλές εκφάνσεις της ταυτότητάς του (αλβανική καταγωγή / κλασική παιδεία / οθωμανική διοικητική αριστοκρατία / αυτοκρατορική υπηρεσία), αλλά και μια σύντομη ανάλυση των εθίμων και της ιστορίας των Αλβανών δημοσιευμένη από τον ίδιο σε περιοδικό της εποχής. Η περίπτωση του Ισμαήλ Κεμάλ δείχνει ανάγλυφα πώς η εγγράμματη ελίτ μιας αυτοκρατορίας χειριζόταν επιτυχώς αυτό που ο σημαντικός βρετανός θεωρητικός του εθνικισμού Αντονι Σμιθ ονόμαζε «ομόκεντρες πίστεις» (concentric loyalties): η αλβανική συνείδηση δεν αντιτίθεται στην οθωμανική του νομιμοφροσύνη, συνυπάρχουν ταυτόχρονα σε επάλληλους κύκλους. Αυτό που μεταβάλλεται προϊόντος του χρόνου είναι η ιεράρχηση των σταθμίσεών τους. Οσο ο Κεμάλ τρέφει εμπιστοσύνη σε ένα συντεταγμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων παραβλέπει, αν και με δυσφορία κάποτε, τις στρεβλώσεις του συστήματος διακυβέρνησης και η οπτική του παραμένει οθωμανική. Οταν το φιλελεύθερο πρόταγμα αποτυγχάνει οριστικά, ο ίδιος παλινδρομεί μεταξύ εύνοιας και δυσμένειας του απολυταρχικού σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ και οι πρώτες καταγραφές της επιθυμίας να κάνει «κάτι χρήσιμο για τη γενέτειρά μου την Αλβανία» αναδύονται το 1900. Στη συγκυρία της νεοτουρκικής πολιτικής αφομοίωσης των μη τουρκικών στοιχείων, το φθινόπωρο του 1912, απορρίπτει την πρόταση του μεγάλου βεζίρη Κιαμίλ Πασά να αναλάβει υπουργικό αξίωμα στην κυβέρνησή του με το σκεπτικό ότι «η θέση μου δεν ήταν πλέον εκεί και όφειλα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου αποκλειστικά στη χώρα μου»: ακριβώς τη στιγμή των Βαλκανικών Πολέμων, σημείο διάρρηξης της οθωμανικής ακεραιότητας, ο Ισμαήλ Κεμάλ προτάσσει «ένα ανώτερο καθήκον».
Αυτοκρατορία, έθνος, νεωτερικότητα
Κατά παρόμοιο τρόπο εντός του κειμένου η εθνικότητα των Αλβανών εμφανίζεται προοδευτικά και ανατοποθετείται ως οργανικός δεσμός, με έμφαση στα πολιτισμικά στοιχεία μάλιστα (αξίες, ήθη, ιστορία), προκειμένου να ξεπεραστεί το πρόβλημα της θρησκευτικής πολυμορφίας. Τονίζοντας την προσκόλληση στις αξίες ο Ισμαήλ Κεμάλ ανάγει την παραμονή μιας προαιώνιας («από την περίοδο των Πελασγών»), συμπαγούς αλβανικής εθνότητας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σε έναν συλλογικό «όρκο πίστης» ανάλογο προς την besa που διέπει τις προσωπικές σχέσεις εντός της αλβανικής κοινωνίας. Ως αποτέλεσμα, όταν έρχεται η ώρα να χρησιμοποιήσει το λεξιλόγιο της «αναγέννησης των εθνικών συναισθημάτων» ως αντίθεση στην αφομοιωτική πολιτική των Νεότουρκων, η απεμπόληση της ασφάλειας και της «εθνικής ενότητας» μπορούν να νοηθούν με όρους συμβολικής υπαναχώρησης από πλευράς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με αυτόν τον τρόπο ο Κεμάλ δικαιώνει και νομιμοποιεί την ανάπτυξη του αλβανικού εθνικού κινήματος στα τέλη του 19ου αιώνα ώστε «να γίνουν αυτό που ήταν προτού υποταχθούν στους Τούρκους».
Προϊόν του ιδιόμορφου κοσμοπολίτικου οθωμανισμού του τέλους του 19ου αιώνα, φορέας μιας ιδιότυπης οθωμανικής προσέγγισης στη νεωτερικότητα, ο Ισμαήλ Κεμάλ κινείται άνετα μεταξύ Ευρωπαίων και Ανατολιτών. Σπουδάζει στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, γνωρίζει πλήθος γλωσσών, ενσωματώνει στον γραπτό του λόγο αμετάφραστες αγγλικές, γαλλικές, λατινικές λέξεις, έχει νυμφευθεί Ελληνίδα, συνεταιρίζεται επιχειρηματικά με έναν άγγλο πρώην πρόξενο, ταξιδεύει συχνά στην Ευρώπη, αγοράζει σπίτι στις Βρυξέλλες. Παράλληλα, λαμβάνει την πατροπαράδοτη αλβανική αγωγή που εστιάζει στην ιππασία, τη σκοποβολή, το κυνήγι, συμμετέχει στις καθιερωμένες ανακτορικές προσευχές που προσήκουν στους τύπους των στενών συνεργατών του σουλτάνου, δεν διστάζει να γρονθοκοπήσει έναν υβριστή στην αίθουσα του οθωμανικού κοινοβουλίου όταν θεωρεί ότι προσβάλλεται η τιμή του. Η προσωπικότητα και η δημόσια παρουσία του (έχοντας πάντα κατά νου τη διάσταση του απομνημονεύματος ως απολογισμού και προσωπικής δικαίωσης) αποτελεί πολύτιμο υπόδειγμα για τις εντάσεις, τις συνθέσεις και τις αντιφάσεις που οι νεωτερικές ιδεολογίες και πρακτικές επιφέρουν καθώς εξακτινώνονται σε κοινωνίες εκτός του ευρωπαϊκού επικέντρου. Και το κείμενό του συνιστά ταυτόχρονα, όπως παρατηρούσε στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του 1920 ο δημοσιογράφος Γουίλιαμ Μόρτον Φούλερτον, «μια περίεργη και υπαινικτική, ακόμη και σχολαστική, εικόνα ενός κόσμου που χάνεται».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ