Στάθης Κοψαχείλης
Η Δρακοντιά Διηγήματα.
Εκδόσεις Μελάνι,
σελ. 106, τιμή 13 ευρώ

Υπάρχουν γεγονότα τα οποία καρφώνονται στη μνήμη επί δεκαετίες και δεν εννοούν να αποσπαστούν από το δίχτυ της αν δεν φωτιστούν οι αιτίες που τα προκάλεσαν. Και το πραγματικό ζητούμενο εν προκειμένω πηγαίνει ίσως λίγο πιο μακριά: προς την κατεύθυνση όχι τόσο του να αποκαλυφθούν οι αιτίες των γεγονότων όσο του να απαντηθεί γιατί χρόνισαν οι μνημονικές εγγραφές τους –κάτι που δεν έχει κατ’ ανάγκην σχέση με αιτιολογίες. Εναν τέτοιο κύκλο διαγράφουν τα διηγήματα της δεύτερης συλλογής διηγημάτων του Στάθη Κοψαχείλη (η πρώτη κυκλοφόρησε το 2011 με τίτλο Παραμιλητά). Η δράση διαδραματίζεται σε παροντικό χρόνο αλλά μεταφέρεται με την κατάλληλη αφορμή πολλά χρόνια πίσω –κυρίως στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου στα χωριά του Ολύμπου, όπου και περιφέρεται ο αφηγητής των δώδεκα ιστοριών του βιβλίου, είτε ανασκαλεύοντας τις δικές του αναμνήσεις του είτε ακούγοντας τις αναμνήσεις των άλλων.

Τα συμβάντα τα οποία φέρνουν στην επιφάνεια αυτές οι διαδρομές έχουν εξαρχής μια παράξενη διάσταση, ένα κάπως ποιητικό σχήμα, χωρίς να αλληθωρίζουν ποτέ προς την εκφραστική αοριστία του ποιητικισμού. Μοιάζουν περισσότερο με ακινητοποιημένα κινηματογραφικά πλάνα, με εικαστικά αποτυπώματα που εγκλωβίστηκαν σε μια κόχη του χρόνου. Ας δούμε τις εικόνες. Ενας αλκοολικός κυνηγός και ένας διανοητικά καθυστερημένος που γίνονται θυσία για τα πλάσματα τα οποία υπεραγαπούν (ο πρώτος έναν σκύλο και ο δεύτερος μια κουρούνα). Ενας παλιός μπουραντάς που τον καταβροχθίζουν τα κοράκια. Μια λάμπα που ανάβει αναιτίως μέσα στο σκοτάδι και ένα υπόκωφο, ανατριχιαστικό σφύριγμα. Κάτι χελωνάκια τα οποία μαζεύει ένας πιτσιρικάς που δεν θα τον αφήσουν να πάει πρόσκοπος. Ενα μπαρ με δύο βουλγάρες σερβιτόρες που υποδαυλίζουν έναν σχεδόν ιδανικό πόθο. Ενας κάβουρας που τρώει ένα φίδι αλλά πέφτει νεκρός μπροστά σ’ έναν σκύλο. Ενας γάιδαρος που γλιτώνει από έναν λύκο με τίμημα τον ευνουχισμό του. Ενας ξενηστικωμένος του 1942 που συνθλίβει το αβγό το οποίο έχει αρπάξει από το στόμα ενός φιδιού. Ενα άλογο και ο καβαλάρης του που πέφτουν με χορευτικές κινήσεις σε ένα βάραθρο. Ενας τρελός που ζητάει από όποιον βρεθεί μπροστά του να τον σφάξει. Κι ένας κορυδαλλός που γλιτώνει από την παγίδα που του έχουν στήσει γιατί θυμίζει ένα αγαπημένο τραγούδι των δωσιλόγων.

Μολονότι δεν αποτελούν όλα αυτά τα επεισόδια αναμνήσεις, η μνήμη παραμένει η κυρίαρχη γραμμή των διηγημάτων του Κοψαχείλη. Κι αν ξετυλίγεται ξανά και ξανά δεν είναι επειδή, όπως το έλεγα και προεισαγωγικά, πρέπει να βάλει σε αιτιολογική τάξη το υλικό της, αλλά γιατί θέλει να ανακαλέσει ένα στοιχείο από τη χαμένη αύρα του. Και δεν πρόκειται εδώ ούτε για την πολιτική και την κοινωνική ατμόσφαιρα της μεταπολεμικής και της μετεμφυλιακής Ελλάδας, την οποία συχνά ανακινεί ο Κοψαχείλης στις σελίδες του, ούτε για τους κρυφούς ή τους φανερούς λόγους που τη δημιούργησαν. Εκείνο που έχει την πρώτιστη σημασία είναι η ανακάλυψη στα βαθύτερα στρώματα της μνήμης της εσώτερης αίσθησης των γεγονότων που προσδιόρισαν τον αφηγητή και τα πρόσωπα τα οποία ακουμπά με τον έναν ή τον άλλον τρόπο: οι κρυμμένοι, ανομολόγητοι φόβοι τους και η ελάχιστη στιγμή τους που έγινε άπειρος χρόνος στην αγκαλιά μιας σχεδόν μυστικιστικής φύσης. Μια ιδιαιτέρως σοβαρή προσπάθεια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ