Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης
Τα μυστήρια της Αιγηίδος.
Το Μικρασιατικό Ζήτημα στην ελληνική πολιτική ζωή (1891-1922)
Eκδόσεις Εστίας, 2016, τιμή 19 ευρώ

Η εκατονταετηρίδα της έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Ιούλιο του 1914, τιμήθηκε ιστορικά δεόντως στην Ευρώπη παράγοντας μια σειρά έργων που επισκέφθηκαν ξανά τη σύγκρουση αναστοχαζόμενα την καίρια σημασία της για τη μετέπειτα μορφή του 20ού αιώνα. Στην Ελλάδα μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με την επιστροφή των ιστορικών όχι στον ίδιο τον «Μεγάλο Πόλεμο» αλλά στις επιδράσεις και στις παρενέργειές του για τη χώρα: έναν ακήρυκτο εμφύλιο, μια μείζονα στρατιωτική εμπλοκή, τον τεράστιο πολιτικό και κοινωνικό κλυδωνισμό της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η εκδοτική πύκνωση περιλαμβάνει από τα τέλη του 2015 τα βιβλία του Γιώργου Μαυρογορδάτου («1915. Ο εθνικός διχασμός», εκδ. Πατάκη), του Σωτήρη Ριζά («Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας», εκδ. Καστανιώτη) και, τώρα, «Τα μυστήρια της Αιγηίδος» (εκδ. Εστίας) του καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σπυρίδωνος Πλουμίδη. Η πρωτοτυπία της μελέτης αυτής έγκειται στο γεγονός ότι εξετάζει την εμφάνιση, τη γιγάντωση και τις τύχες του Μικρασιατικού Ζητήματος ως εσωτερικής πολιτικής πτυχής, διακρίνοντάς το από τη θέση του «τόπου» της Μικράς Ασίας στον νοητικό χάρτη του εθνικού χώρου τον 19ο αιώνα ή τις τύχες του στο διπλωματικό – στρατιωτικό πεδίο. Παρά την αδιαμφισβήτητη παρουσία της στο «γεωγραφικό υπόβαθρο της ελληνικότητας», παρατηρεί ο Πλουμίδης, το πολιτικό ενδιαφέρον για τις περιοχές αυτές εμφανίστηκε ιδιαίτερα όψιμα: υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένο με τη «στιγμή» των διωγμών των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1914.

Η αγνοημένη χώρα
Η «Ασιατική Ελλάδα» των ελληνικών ορθόδοξων κοινοτήτων με τα 1,5 ως 2 εκατομμύρια των κατοίκων της υπήρξε «terra incognita για τον ελλαδισμό» μέχρι το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, διαπιστώνει ο Πλουμίδης. Επισκιασμένη από τη συμβολική ισχύ της Μακεδονίας και της Κρήτης, θα ενταχθεί αποφασιστικότερα στη δημόσια σφαίρα μέσω της παρέμβασης συσσωματώσεων όπως «Ο εν Αθήναις Σύλλογος Μικρασιατών «H Ανατολή»», ο οποίος ιδρύθηκε το 1891 συμπεριλαμβάνοντας σημαντικές προσωπικότητες της πρωτεύουσας: καθηγητές Πανεπιστημίου όπως οι Μαργαρίτης Ευαγγελίδης (1850-1932) και Παύλος Καρολίδης (1849-1930) ή δημοσιογράφους όπως ο Ανδρέας Καβαφάκης (1873-1922).
Ωστόσο, η πλήρης συνειδητοποίηση της σημασίας και η ωρίμανση των διεκδικήσεων του ελληνικού κράτους στις περιοχές αυτές προκύπτει απότομα με τις διώξεις των Νεότουρκων από τον Ιανουάριο του 1914. Για τον Πλουμίδη υπήρξαν καταλυτική παράμετρος, εφόσον επέφεραν την παρουσία περισσότερων από 100.000 πρόσφυγες στην Ελλάδα, μέρος μάλιστα των οποίων εγκαταστάθηκε στην ίδια την πρωτεύουσα λειτουργώντας ως ιμάντας μεταφοράς κοινωνικής πίεσης. Η ασφάλεια των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας κατέστη γρήγορα πολιτικό διακύβευμα που συνδέθηκε με το δίλημμα μεταξύ ουδετερότητας ή εξόδου της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Τον Μάρτιο του 1915, όταν η σοβούσα διαφωνία για τη διεθνή θέση της Ελλάδας μεταξύ του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου εκδηλώνεται δημόσια με την παραίτηση του πρώτου, «το Μικρασιατικό Ζήτημα έχει πλέον εδραιωθεί στην ελληνική πολιτική σκηνή». Οταν με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918 εμφανίζεται πλέον η δυνατότητα προσάρτησης μέρους της Μικράς Ασίας στο πλαίσιο της συνθήκης ειρήνης, η βενιζελική κυβέρνηση που έχει επανακάμψει στην εξουσία μετά τον Διχασμό του 1916-1917 διαθέτει προνομιακή σχέση με το εκλογικό σώμα των 250.000 Μικρασιατών που βρίσκονται στην Ελλάδα, ενώ η δική τους πίεση για παλιννόστηση και η ανάγκη πρόληψης νέων τουρκικών επιθέσεων υπαγορεύει την επιλογή της Σμύρνης έναντι της διεκδίκησης της Κωνσταντινούπολης στο επερχόμενο συνέδριο του Παρισιού.
Οράματα μαξιμαλισμού


Το «όραμα της Αιγηίδος», της γεωγραφικά αδιαίρετης ενότητας που συνιστούσαν Μικρά Ασία και Ελλάδα με το Αιγαίο ως μεταξύ τους γέφυρα, σύμφωνα με τους πολιτικούς και διανοούμενους υποστηρικτές του, εδραζόταν στη βάση της πληθυσμιακής υπεροχής, της εκπολιτιστικής αποστολής του ελληνικού στοιχείου, της μελλοντικής ωφέλειας για το ελληνικό κράτος. Ο γεωγραφικός παράγοντας υπήρξε κρίσιμος για τις διεκδικήσεις, εφόσον η παραχώρηση της «εντολής» απέρρεε από την αρχή της αυτοδιάθεσης: στην «πολιτική χρήση της γεωγραφίας» προσέφυγε ο Βενιζέλος στο υπόμνημα της 17/30 Δεκεμβρίου 1918 προς τις δυνάμεις της Αντάντ οριοθετώντας μια επικράτεια από την οποία αφαιρούνταν επιλεκτικά σαντζάκια με μουσουλμανική πλειοψηφία και προσθέτονταν οι κάτοικοι των γειτονικών νησιών ώστε να προκύψει αριθμητική υπερίσχυση των Ελλήνων. Το επιχείρημα της εκπολιτιστικής δύναμης συνηγορούσε στην παραχώρηση των εδαφών, ενώ έφερε μια χρονικά αναλλοίωτη σαφή διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ευρώπης και Ασίας: «Οι Ελληνες, όχι μόνον κατά τους αρχαίους χρόνους, αλλά και κατά τους μεσαιωνικούς και τους σημερινούς, είναι ο εκπολιτιστικώτερος παράγων της Ανατολής» έγραφε το 1919 ο καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Αμαντος. Αυτή η κατά τον Βενιζέλο «Μεγαλειτέρα Ελλάς», ενισχυμένη με τις πλουτοπαραγωγικής πηγές των νέων χωρών, μπορούσε να αποβλέπει ως το 1928 σε «αυτάρκεια εις άρτον και εις κρέας» και σε χρόνο δύο γενεών σε πληθυσμό της τάξεως των 20.000.000 –μια περιφερειακή δύναμη της Μεσογείου εν τη γενέσει της.
Αν τα παραπάνω απηχούν το σκεπτικό κυρίως της βενιζελικής παράταξης για την Ελλάδα των Σεβρών, είναι μύθος ότι η αντιβενιζελική πλευρά αντιτάχθηκε σθεναρά εκ φύσεως ή εκ πεποιθήσεως στο «όραμα της Ιωνίας». Από το 1915 «η ανοικτή διαφωνία των αντιπάλων του Βενιζέλου […] έγκειτο […] επί του καθαρά πρακτικού πεδίου και όχι επί της ουσίας, των ιδεολογικών βάσεων, των μακρόπνοων στόχων και επιδιώξεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής». Η αποδοχή της «Μεγάλης Ελλάδος» υπήρξε αποσπασματική το 1920 λόγω εκλογικής τακτικής, όχι λόγω προσκόλλησης στην αξία μιας «μικράς αλλ’ εντίμου Ελλάδος» –ο Πλουμίδης υποδεικνύει ότι το σύνθημα αυτό υπήρξε επιτυχής βενιζελικός μύθος. Ο Νοέμβριος του 1920 υπήρξε η εκλογική κρίση των πολωτικών εσωτερικών πεπραγμένων ενός άκρως χαρισματικού πολιτικού: η πολιτική αποδοκιμασία του Βενιζέλου, τονίζει ο Πλουμίδης, αφορούσε τον περιορισμό των ελευθεριών, τις αντεκδικήσεις και την ευνοιοκρατία των Φιλελευθέρων –την «κακοδιοίκησιν» της χώρας κατά την περίοδο 1917-1920, σύμφωνα με τη μεταγενέστερη διατύπωση του ίδιου του κρητικού πολιτικού. Οσο για τη δημοφιλή σε πλήθος ακαδημαϊκών και μη ιστοριών θέση για επικράτηση των αντιβενιζελικών χάρη στην υπόσχεσή τους περί αποστράτευσης, ο Πλουμίδης υποδεικνύει ότι πρόκειται για μεταπολεμική κατασκευή βενιζελικών δημοσιολόγων που διαχύθηκε στη δημόσια Ιστορία. Δεν είναι τυχαίο ότι στα τέλη Οκτωβρίου του 1920, στις παραμονές των εκλογών, ο εξέχων αντιβενιζελικός ιδιοκτήτης και διευθυντής της «Καθημερινής» Γεώργιος Βλάχος εγκαλούσε τον Βενιζέλο γιατί είχε επιτύχει λιγότερα από όσα «η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία και η Αρμενία, κράτη πολεμήσαντα κατά των συμμάχων». Ηταν στάση σύμφωνη με τη μαξιμαλιστική θέση των κορυφαίων του αντιβενιζελισμού στο Μικρασιατικό Ζήτημα.
Το τέλος του παιχνιδιού


Αυτός ο μαξιμαλισμός σε συνδυασμό με την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου οδήγησε τελικά στο χάσμα μεταξύ αντιβενιζελικής ελληνικής κυβέρνησης και Μεγάλων Δυνάμεων. Ετσι, «η κωνσταντινική παράταξη, αυτοεγκλωβισμένη στις μαξιμαλιστικές θέσεις και προσδοκίες που είχε διατυπώσει και καλλιεργήσει […] αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον μονόδρομο του πολεμικού αγώνα μέχρις εσχάτων». Ως αποτέλεσμα, όταν τον Μάρτιο του 1922 η Διάσκεψη των Παρισίων πρότεινε τη σύναψη ανακωχής και τη στρατιωτική εκκένωση της Μικράς Ασίας, αυτή έγινε αρχικά αποδεκτή από την κυβέρνηση Γούναρη, για να καταρρεύσει απέναντι σε ένα μέτωπο εσωτερικών δυνάμεων. Μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης και των δύο παρατάξεων, σημαντικό μέρος του στρατεύματος, ο βενιζελικός Τύπος, σημαίνοντα βενιζελικά στελέχη όπως οι Θεμιστοκλής Σοφούλης και Γεώργιος Παπανδρέου, οι εκπρόσωποι της «Μικρασιατικής Αμυνας», οι αντιβενιζελικές εφημερίδες, απέρριπταν κάθε σκέψη αποχώρησης. Ο αντιβενιζελικός πρώην πρωθυπουργός Στέφανος Σκουλούδης, ενδεικτικά, απειλούσε την κυβέρνηση Γούναρη με ειδικό δικαστήριο σε περίπτωση απεμπόλησης του αγώνα.
Τα συμπεράσματα του Πλουμίδη για τα αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής εντάσσονται στο γενικό consensus της ιστορικής κοινότητας: έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, μαξιμαλισμός της εξωτερικής πολιτικής και των αντικειμενικών σκοπών της εκστρατείας, μαρασμός της Στρατιάς Μικράς Ασίας, ανεπάρκεια της μετανοεμβριανής στρατιωτικής ηγεσίας. Σε αυτά ωστόσο προσθέτει έναν ακόμη ιδεολογικό παράγοντα που επιστρέφει στην καίρια συμβολή της εργασίας του: τη «μη ωρίμανση της «Μικρασιατικής Ιδέας»» στη συλλογική συνείδηση. Παρά την αλυτρωτική φιλολογία του 19ου αιώνα και τα αιτήματα για τις ελληνικές χώρες που θα όφειλαν να συμπληρώσουν το λειψό μετεπαναστατικό κράτος, σε αντίθεση με τη Μακεδονία ή την Κρήτη, η Μικρά Ασία δεν είχε εγγραφεί στον διανοητικό χάρτη της ελληνικής κοινωνίας ως φυσικό και αναπόσπαστο μέρος μιας μελλοντικής Ελλάδας. Εξ ου και τα ίχνη σταδιακής συνειδητοποίησης της σημασίας των ελληνικών πληθυσμών της Δυτικής Μικράς Ασίας που εντοπίζει στις αρχές του 20ού αιώνα προκαταλαμβάνονται τελικά από τους διωγμούς του 1914 και την απότομη εισβολή του Μικρασιατικού Ζητήματος στην πολιτική σκηνή. Καθώς η ελληνική κοινωνία δεν προλαβαίνει να επεξεργαστεί τις ιδεολογικές πτυχές, τις προεκτάσεις και το εύρος του, εύστοχα ο Σπυρίδων Πλουμίδης επισημαίνει ότι «η Μικρά Ασία παρέμεινε το έτος της Καταστροφής terra incognita για τους ελλαδίτες μαχητές». Και όσο η εκστρατεία απομακρυνόταν από τα γεωγραφικά όρια των συμπαγών ελληνικών πληθυσμών τόσο θόλωναν τα αντίστοιχα όρια της «»Ασιατικής Ελλάδος» για την οποία όφειλαν να πολεμήσουν». Το «όραμα της Αιγηίδος» προκαλούσε ως το τέλος φρενίτιδα στα μετόπισθεν, παρέμενε όμως πεισματικά ασαφές για όσους κλήθηκαν να το υλοποιήσουν στο μέτωπο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ