Εδώ και αρκετά χρόνια είναι αδύνατον να παρακολουθήσει κανείς τα όσα γράφονται για το έργο και τη ζωή του Σάμουελ Μπέκετ. Για κανέναν αγγλόφωνο συγγραφέα, εκτός από τον Σαίξπηρ, δεν έχουν γραφτεί τόσο πολλά. Και είναι παράδοξο ένα έργο που είναι προϊόν της αδράνειας και της αδυναμίας, όπου τα λεγόμενα εξωτερικά γνωρίσματα είναι ή ελάχιστα ή τις περισσότερες φορές ανύπαρκτα, να αποτελεί πηγή αμέτρητων διακειμενικών αναγνώσεων. Προκειμένου βεβαίως να ερμηνευθεί ο αγώνας να προσεγγισθεί το ανέκφραστο από έναν δημιουργό που πίστευε ότι και αυτό ακόμη το ανέκφραστο δεν υπάρχει. Βεβαίως, έπρεπε να ανεβεί στη σκηνή το Περιμένοντας τον Γκοντό και να προκληθεί παγκόσμια αίσθηση για να αναδειχθεί και το υπόλοιπο έργο του. Χωρίς τον «σεισμό» του Γκοντό και τα έργα του εκείνης της περιόδου, ο Μπέκετ, λέγεται, θα έμενε στην ιστορία της λογοτεχνίας ως ένας μεσαίας κατηγορίας ιρλανδός συγγραφέας.
Η φήμη του στη χώρα μας οφείλεται πρωτίστως στις εκπληκτικές παραστάσεις των θεατρικών έργων του από τον Κάρολο Κουν και αργότερα από τον Μίνω Βολανάκη. Ακολούθησαν και αρκετοί άλλοι. Το αναγνωστικό κοινό ανακάλυψε την πεζογραφία του μετά το βραβείο Νομπέλ που του απονεμήθηκε το 1969. Και είναι εξαιρετικά σημαντικό που το έργο του ευτύχησε να έχει στα ελληνικά θαυμάσιους μεταφραστές. Σε αυτούς θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον Θωμά Συμεωνίδη –οι εκδόσεις Γαβριηλίδης εξέδωσαν πρόσφατα τις μεταφράσεις του δύο βιβλίων του Μπέκετ: των Τριών διαλόγων και της λεγόμενης Τελευταίας τριλογίας (ή «ύστερης», όπως χαρακτηρίζεται στον αγγλόφωνο κόσμο).
Οι Τρεις διάλογοι είναι ισάριθμες συνομιλίες ανάμεσα στον Μπέκετ και τον κριτικό και ιστορικό τέχνης Ζορζ Ντιτουί, διευθυντή του περιοδικού Transition, όπου και δημοσιεύθηκαν το 1949, όπως τις κατέγραψε «από μνήμης» ο ίδιος ο συγγραφέας.
Ο αναγνώστης που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του Μπέκετ θα εισέλθει ευκολότερα στον κόσμο του αν λάβει εξ αρχής υπόψη πως έχει να κάνει με έναν συγγραφέα που θεωρούσε –και ήταν –πρωτίστως καλλιτέχνης. Οι Τρεις διάλογοι επί του προκειμένου είναι εξαιρετικά διαφωτιστικοί. Αφορούν μεν τρεις σημαντικούς ζωγράφους: τον Πιερ Ταλ Κοτ, τον Αντρέ Μασόν και τον Μπραμ βεν ντερ Βελντ, αλλά μιλώντας για αυτούς ο Μπέκετ είναι σαν να μιλά για το δικό του έργο. Και τα όσα λέει εξηγούν την εικαστική πλευρά, όχι μόνο του θεάτρου αλλά και της πεζογραφίας του. Εξηγούν ακόμη, με έμμεσο τρόπο, γιατί πέρασε στο θέατρο, το οποίο βεβαίως ήταν «παρόν» από παλιά, στους σκοτεινούς μονολόγους των μυθιστορημάτων του. Γι’ αυτό και μεγάλο μέρος της μπεκετικής πεζογραφίας μπορεί να ανεβεί στη σκηνή, όπως το επιχείρησε με μεγάλη επιτυχία πριν από κάμποσα χρόνια η Ρούλα Πατεράκη με την παράσταση Πολυ-μπέκετ.
Τρία πεζογραφήματα


Η Τελευταία τριλογία αποτελείται από τρία πεζογραφήματα: τη Συντροφιά (1980), το Ασχημα ιδωμένο, άσχημα ειπωμένο (1981) και το Ολοταχώς προς το χειρότερο (1983). Ως τριλογία εκδόθηκαν στον αγγλόφωνο κόσμο, ενώ στη Γαλλία εξακολουθούν να εκδίδονται σε χωριστά βιβλία. Οι βρετανοί και αμερικανοί εκδότες το έκαναν για εμπορικούς λόγους προφανώς (προκειμένου να τα συνδέσουν με την παλαιότερη και γνωστότερη τριλογία του που αποτελείται από τα μυθιστορήματα Μολλόυ, Ο Μαλλόν πεθαίνει και Ο ακατονόμαστος).
Η Συντροφιά είναι ενδεχομένως το πιο αυτοβιογραφικό κείμενο του Μπέκετ, όπου περνούν εικόνες και αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, που όμως διαχέονται σε ένα αόριστο και αινιγματικό παρόν.
Το Ασχημα ιδωμένο, άσχημα ειπωμένο είναι δομημένο πάνω στη διαπίστωση πως αφού δεν μπορούμε να δούμε απολύτως καθαρά, αδυνατούμε και να περιγράψουμε με ακρίβεια –έχει όμως σημασία το να προσπαθούμε.
Το τρίτο κείμενο, Ολοταχώς προς το χειρότερο, είναι και το δυσκολότερο, όπου η αφαίρεση φτάνει στα όριά της και ο ρυθμός της αφήγησης ορίζεται από την εναλλαγή εικόνων μιας απόλυτης κόπωσης, όπως την εκφράζουν ένα παιδί, ένας γέρος και δύο σκιές.
Και τα τρία κείμενα συνιστούν στην ουσία ποίηση σε πρόζα, σαν και εκείνα τα θαυμάσια Κείμενα για το τίποτα λ.χ.

Σκοτεινός σολιψισμός
Ο μεταφραστής Θωμάς Συμεωνίδης έχει φροντίσει να εφοδιάσει και την Τελευταία τριλογία και τους Τρεις διαλόγους με εξαίρετες εισαγωγές και επίμετρα που αποδεικνύουν το πόσο βαθιά γνωρίζει τον Μπέκετ –και φυσικά το πόσο παθιασμένος είναι με το έργο του. Αλλά έτσι συμβαίνει με αυτόν τον συγγραφέα: αν σε συναρπάζει, θαυμάζεις ό,τι έχει γράψει –ακόμη και τις επιστολές του. Γιατί αν εξαιρέσει κανείς τα πρώτα του κείμενα, που είναι επηρεασμένα από τον Τζόις, όλα τα έργα που έγραψε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνιστούν την τραγική κωμωδία του 20ού αιώνα, τη μαύρη ποίηση της οποίας κανείς δεν απέδωσε με τη δική του δύναμη και εκφραστική ποιότητα.
Για τον Μπέκετ δεν υπάρχει απάντηση στο πώς μπορεί να ειπωθεί το άφατο. Το ανέκφραστο παραμένει ανέκφραστο ό,τι κι αν κάνουμε. Αλλά πού μπορεί να οδηγήσει αυτός ο σκοτεινός σολιψισμός; Και πώς συμβαίνει ό,τι συγκινεί και ενθουσιάζει τους διανοουμένους στο έργο του να έχει τέτοια απήχηση και στο μεγάλο κοινό; Πώς καθηλώνεται ο αναγνώστης από κείμενα στα οποία δεν συμβαίνει απολύτως τίποτε; Από τον απόλυτο πεσιμισμό, που ωστόσο δεν εκφράζει κανέναν μηδενισμό ούτε και μισανθρωπία; Τέτοια είναι η νέα αίσθηση του τραγικού που κομίζει στη νεότερη λογοτεχνία ο Μπέκετ: η ανεπανάληπτη μείξη θλίψης και καγχασμού που προκαλεί το δηλητηριώδες χιούμορ που διαποτίζει σχεδόν κάθε σελίδα του.
Η πίστη στη γραφή είναι η μόνη, έστω και ατελής, πίστη που αναδύεται από το έργο και τη ζωή του Μπέκετ, του «τελευταίου των μοντερνιστών». Είναι εμφανέστατη και εδώ. Το είπε άλλωστε ο ίδιος παλαιότερα, με τρόπο μοναδικό στον Ακατονόμαστο: «Δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ