Ανν Ενραϊτ
Ο χορταριασμένος δρόμος
Μετάφραση Αντώνης Καλοκύρης.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2015,
σελ. 350, τιμή 16,96 ευρώ

Το 2015 ήταν μια εξαιρετική χρονιά για την Ανν Ενραϊτ. Με το νέο της βιβλίο διεκδίκησε πάλι το βραβείο Booker (που της είχε απονεμηθεί το 2007 για το μυθιστόρημά της «Η συγκέντρωση»), ενώ «Ο χορταριασμένος δρόμος» αναδείχθηκε το καλύτερο έργο μυθοπλασίας στα Ιρλανδικά Βραβεία Βιβλίου. Η ίδια αφηγείται τη γλυκόπικρη ιστορία των Μάντιγκαν και τις «ασήμαντες ζωές που επέλεξαν να ζήσουν».

Πέρυσι τέτοια εποχή η 53χρονη δουβλινέζα συγγραφέας τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (Inaugural Laureate for Irish Fiction). Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι (για τα επόμενα τρία χρόνια) καθίσταται ένα είδος πρώτης «πρέσβειρας» της ιρλανδικής λογοτεχνίας σε όλον τον κόσμο.
«Το Βήμα» την εντόπισε στη Νέα Υόρκη και συνομίλησε μαζί της. «Καταλαβαίνετε τι έχω πάθει… Χθες βράδυ κοιμήθηκα 13 ώρες, ονειρευόμουν το επόμενο βιβλίο μου, αλλά ξύπνησα πάλι μέσα σε όλα αυτά που μου περιγράφετε», δηλαδή τις ανειλημμένες υποχρεώσεις.
Η Ανν Ενραϊτ δυσκολεύεται να περιγράψει πώς λειτουργεί ως συγγραφέας. «Βλέπω μεν τον εαυτό μου ως έναν συνηθισμένο και αξιοπρεπή άνθρωπο, δεν νομίζω όμως ότι είμαι μια συνηθισμένη και αξιοπρεπής συγγραφέας. Είμαι σε διαρκή εγρήγορση όταν πρόκειται να ξεψαχνίσω την ιδιοτέλεια των χαρακτήρων μου. Ξέρω περισσότερα απ’ όσα ξέρουν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους –πόσο άδικο μπορεί να είναι αυτό;».
Οσο άδικο κι αν είναι αποζημιώνει τους αναγνώστες, λέμε εμείς, διότι παρασύρονται από ένα μυθιστόρημα πολλαπλής δυναμικής. Κυρίαρχη φιγούρα εδώ είναι η μητέρα Ρόζαλιν, «η γυναίκα που δεν έκανε τίποτα και περίμενε τα πάντα», που «ο κόσμος έκανε ουρά για να την ικανοποιήσει και ο κόσμος μια ζωή αποτύγχανε». Σε ηλικία 76 ετών καλεί (εν όψει των Χριστουγέννων) τα τέσσερα διασκορπισμένα τέκνα της (Κονστάνς και Νταν, Εμετ και Χάνα) πίσω στο πατρικό τους σπίτι για να τους ανακοινώσει ότι αποφάσισε να το πουλήσει.
Εχω την αίσθηση, κυρία Ενραϊτ, πως όταν γράφετε για προβληματικές οικογένειες το κάνετε με μια σαρωτική αυτοπεποίθηση. Φαίνεται ότι είστε στο στοιχείο σας…
«Ολοι προερχόμαστε από οικογένειες και συνήθως δημιουργούμε οικογένειες κατόπιν, είτε αυτές είναι συμβατικές είτε όχι. Με τη λέξη «οικογένεια» ονοματίζουμε απλώς τα διαγράμματα της αγάπης μας, της στοργής και της αποστροφής μας. Ολοι μας βιώνουμε ή τουλάχιστον λαχταράμε την αγάπη της μάνας μας και όλοι μας την εγκαταλείπουμε. Η οικογένεια είναι ο πρωταρχικός χώρος όπου το σχήμα των ζωών μας αρχίζει να εμφανίζεται και να τίθεται σε κίνηση. Και ακριβώς το σχήμα των ζωών μας είναι κάτι που μπορούμε να αλλάξουμε –αυτό το πιστεύω ως άτομο και με κάποια επιπρόσθετη δυσκολία προσπαθώ να το διερευνήσω ως συγγραφέας. Νομίζω ότι υπάρχει αυτό –ή ελπίζω τουλάχιστον να υπάρχει –στον «Χορταριασμένο δρόμο», εκεί προς το τέλος του βιβλίου. Εννοώ την αίσθηση ότι το μεγάλο δράμα έχει τελειώσει και ότι οι κανονικές ενήλικες ζωές των χαρακτήρων μπορούν να ξεκινήσουν».
Αυτό το μυθιστόρημα είναι λιγότερο σκοτεινό από τη «Συγκέντρωση» (αφορά μια οικογένεια επίσης όπου μια αδελφή προσπαθεί να εξιχνιάσει την αυτοκτονία του αδελφού της). Πώς σκέφτεστε τα δύο αυτά βιβλία τώρα που τα έχετε ολοκληρώσει;
«Τα σκέφτομαι ως δύο τελείως διαφορετικές συνθέσεις, με διαφορετική θεματολογία, δομή, ύφος, δύο διακριτούς επινοημένους κόσμους. Θα ήταν αδύνατο ένας από τους χαρακτήρες του πρώτου να μεταπηδήσει στο δεύτερο –ή τουλάχιστον δεν θα μπορούσα να γράψω μια τέτοια σκηνή –και είμαι πεπεισμένη μετά τη συγγραφή τους ότι δεν θα έγραφα ποτέ κανενός είδους συνέχεια για κανένα από αυτά. Για μένα «H συγκέντρωση» παραμένει ένα βιβλίο για την ιστορία, τη μνήμη και τη φαντασία και για τις λεπτές γραμμές όπου αυτά τα τρία αρχίζουν να θολώνουν. Πρέπει να σας πω ότι με εξέπληξε η αντιμετώπιση που είχαν οι Χέγκαρτι ως οικογένεια διότι μου ήταν πανεύκολο να γράψω γι’ αυτούς. Σε μένα φαίνεται απλώς ευχάριστος και διασκεδαστικός ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη μιας οικογένειας αγαπιούνται ή δυσανασχετούν μεταξύ τους, όμως αυτή η αρκετά στοιχειώδης αλήθεια φάνηκε να εκπλήσσει ορισμένους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, εκείνο το μυθιστόρημα το διατρέχει ένας υπόγειος υπαινιγμός περί αιμομιξίας –και θα έλεγα ότι εν προκειμένω το υπόδειγμά μου ήταν σε κάποιον ελεγχόμενο βαθμό η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή».
Ενδιαφέρον! Με τον «Χορταριασμένο δρόμο» όμως, ένα μυθιστόρημα που βασίζεται περισσότερο σε χαρακτήρες «με ασήμαντες καρδιές», όπως γράφετε, τι συνέβη;
«Αυτή τη φορά εργάστηκα πιο ελεύθερα πάνω στο ζήτημα των οικογενειακών δομών. Το βιβλίο αυτό έχει να κάνει περισσότερο με τον αποχωρισμό και την επανένωση, την αγάπη και την απώλεια. Τα παιδιά της οικογένειας Μάντιγκαν εγκαταλείπουν τη μητέρα τους, εγκαταλείπουν το ένα το άλλο, το σπίτι τους, την πατρίδα τους, πριν επιστρέψουν σε όλα αυτά –και πάλι μαζί αλλά ως ξεχωριστοί άνθρωποι που σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό έχουν ολοκληρωθεί ως άτομα. Καταλαβαίνω όμως τι εννοείτε για τους χαρακτήρες. Ολοι ενδιαφέρονται να μάθουν από πού προέρχονται και πώς εγκαθίστανται στη φαντασία του συγγραφέα. Σας διαβεβαιώ όμως ότι δεν υπάρχει ένας τόπος ή ένας μέρος όπου βρίσκονται αποθηκευμένοι διάφοροι επινοημένοι χαρακτήρες, πανέτοιμοι ανά πάσα στιγμή για να τους χρησιμοποιήσεις. Υπάρχει όμως μια στιγμή στη διάρκεια της συγγραφής όπου ο συγγραφέας οφείλει να παραδοθεί στην αυτονομία των χαρακτήρων, να τους αφήσει να κάνουν ό,τι πρέπει να κάνουν, αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, τα πράγματα είναι μάλλον απλά: κάθε χαρακτήρας (άντρας ή γυναίκα) εκκινεί από το γεγονός ότι είναι τέκνο της Ρόζαλιν Μάντιγκαν (τώρα, από πού προέρχεται αυτή είναι ακόμη πιο δύσκολο να σας το απαντήσω). Πάντως τα παιδιά καταλήγουν σε αυτό που είναι, ούτως ή άλλως, εξαιτίας ακριβώς των ρόλων με τους οποίους εκείνη τα επιφορτίζει, εξαιτίας της αγάπης που εκείνη δίνει ή δεν μπορεί να δώσει ή επιλέγει να συγκρατήσει».
Γράφετε προς το τέλος του βιβλίου ότι οι Μάντιγκαν συμπαθούσαν, κατά τα φαινόμενα, ο ένας τον άλλον αλλά ουσιαστικά δεν γνωρίζονταν καθόλου μεταξύ τους. Συμβαίνει το ίδιο με όλες τις οικογένειες;
«Υπάρχει το (μικρο)αστικό ιδανικό για την οικογένεια που δεν είναι τίποτε άλλο παρά πολιτικός συντηρητισμός εν δράσει (επειδή ακριβώς μπορεί να μετατραπεί σε κάτι εξαιρετικά καταπιεστικό για τους ανθρώπους στο πλαίσιο μιας οικογένειας), υπάρχει η βιολογία (και στην περίπτωση που μιλάμε για αδέλφια, ενίοτε μια απέχθεια προς τη βιολογία) και υπάρχει και ένα είδος ευμετάβλητης αγάπης που μοιραζόμαστε όλοι, στην οποία επίσης εγγράφεται η (συν)αίσθηση των εαυτών μας ως ατόμων που μεταμορφώνονται από το σπουδαίο Εγώ τους ο καθένας, κάτι που αρχίζει στην εφηβεία και φθάνει στο απόγειό του εκεί κοντά στα τριάντα, προτού παραχωρήσει τη θέση του σε ένα άλλο είδος ανθρώπινου όντος: μητέρα, πατέρας, κόρη που φροντίζει τους γονείς, γιος που βοηθά τους γονείς. Δεν είναι και τόσο εύκολο να είμαστε κάτι απ’ όλα αυτά, αλλά νιώθουμε κατά κάποιον τρόπο ότι όλα αυτά είναι απαραίτητα. Και ασφαλώς δεν είναι και καθόλου εύκολο να είσαι ένα άτομο, εδώ που τα λέμε. Η δυτική φιλοσοφία έχει ένα σωρό απαντήσεις να δώσει ακόμη. Αλλά ως προς το αν η μητέρα γνωρίζει το παιδί της ή το παιδί τη μητέρα του, τι να σας πω, αυτά είναι κυριολεκτικώς απίθανα ερωτήματα. Νιώθουμε οικεία μέσα στην οικογένειά μας αλλά δεν ξέρουμε –ενίοτε αρνούμαστε να μάθουμε –τη ζωή που κάνει η οικογένειά μας χωρίς εμάς».
Νομίζω ότι η Ρόζαλιν επιδεικνύει τη μεγαλύτερη αδυναμία προς τον μεγαλύτερο γιο της, τον Νταν. Ετσι δεν είναι;
«Η Ρόζαλιν είναι μια ηρωίδα που μπορείτε να βρείτε σε οποιοδήποτε μυθιστόρημα του 19ου ή του 20ού αιώνα, ακόμη και της εποχής μας. Η κοινωνία δεν έχει επίδραση πάνω της, δεν την αλλάζει. Δεν θα ήταν πιο ευτυχισμένη (εντάξει, ίσως και να ήταν λίγο, αλλά ουσιωδώς όχι) αν είχε μια δουλειά έξω από το σπίτι της ή αν είχε γεννηθεί σε μια μεγαλύτερη και πιο ενδιαφέρουσα πόλη, με περισσότερες ευκαιρίες. Η ίδια δημιουργεί την προοπτική μέσα από την οποία βλέπει τον κόσμο και η προοπτική αυτή περιορίζεται όσο περνούν τα χρόνια. Ο Νταν, από την άλλη μεριά, εμφανίζεται εκτός τόπου ή εκτός (του κατάλληλου) χρόνου. Χρειάζεται πρώτα να αλλάξει ο κόσμος ώστε ο Νταν να κατανοήσει τον εαυτό του. Είναι ένας ομοφυλόφιλος άνδρας και δεν μπορεί να πιστέψει, όταν πλέον επιστρέφει από την άλλη όχθη του Ατλαντικού στο πατρικό του σπίτι, πόσο λίγο γνώριζε τον εαυτό του όταν ήταν παιδί –και δεν είχε τη γλώσσα για να το περιγράψει αυτό. Στην περίπτωση του Νταν, όμως, ο κόσμος και το άτομο μπορούν εν τέλει να συγχρονιστούν».
Με αφορμή τον Εμετ, τον μικρότερο γιο της Ρόζαλιν, που «ένιωθε να τον ελκύουν τα βάσανα» και έφθασε εξαιτίας αυτού ως την Αφρική, θα ήθελα να μου πείτε κάτι για την αγάπη, που αποδεικνύεται στην αφήγησή σας κάτι φευγαλέο. Τι ‘ναι περισσότερο η αγάπη εν τέλει; Συναίσθημα ή νοοτροπία;
«Προσωπικά με ενδιαφέρει περισσότερο η διαφορά ανάμεσα στην πίστη και στην πράξη –κάτι που μάλλον συνηθίζαμε να συζητούμε ως ένα θεολογικό ζήτημα. Αυτό που δεν συζητούσαμε και τόσο είναι ότι μπορεί να αγαπάμε κάποιον και ταυτοχρόνως να είμαστε ικανοί να του προξενήσουμε μεγάλο κακό, επομένως η αγάπη υπό αυτό το πρίσμα δεν αρκεί. Ο Εμετ κάνει το καλό στους άλλους, χωρίς όμως να πιστεύει και τόσο πολύ στο καλό, και αυτό είναι μια μοίρα φρικτή. Χρειάζεται κι αυτός λίγη αγάπη στη δική του ζωή. Και εννοώ τη συμπόνια. Αυτό το είδος αγάπης –που δεν είναι ρομαντική, δεν σχετίζεται με τη βιολογία, δεν έχει να κάνει με κάποιο ιδανικό –είναι η «λύση» που φαίνεται να διερευνώ στο βιβλίο μου».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ