Τζέημς Μέριλ
Το Σημειωματάριο (του Διπλού)
Πρόλογος Βασίλης Βασιλικός
Μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης
Εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη
σελ. 240, τιμή 13 ευρώ

Η πρόζα πολλών σημαντικών ποιητών είναι συχνά προέκταση της ποίησής τους. Και εκεί πρέπει να αναζητήσει κανείς την ποιητική τους, έστω και αν στα πεζά τους κείμενα δεν μιλούν για τον εαυτό τους. Στη γλώσσα μας έχουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Και διεθνώς τον Μαντελστάμ, την Τσβετάγεβα, τον Αλεξάντρ Μπλοκ, τον Ελιοτ, τον Οντεν και τον Μπρόντσκι, ανάμεσα σε άλλους.

Στην παράδοση αυτή θα πρέπει να εντάξουμε και το Σημειωματάριο (του Διπλού) του Τζέιμς Μέριλ, ενός από τους πιο διακεκριμένους μεταπολεμικούς ποιητές των ΗΠΑ. Και είναι ακόμη πιο σημαντικό το γεγονός ότι, πέρα από τον πρωτοποριακό χαρακτήρα του, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, κυκλοφορεί μεταφρασμένο στη γλώσσα μας το Σημειωματάριο (του Διπλού), αυτό το ριζοσπαστικό κείμενο ενός ποιητή που λάτρεψε την Ελλάδα, τα τοπία, τους ανθρώπους και το «αγγελικό και μαύρο» της φως. Χρωστάμε λοιπόν χάρη στον μεταφραστή Γιάννη Σουλιώτη που μετέφερε αριστοτεχνικά στα ελληνικά ένα δύσκολο, ελλειπτικό και ενίοτε κρυπτικό κείμενο. Ενα αντιμυθιστόρημα δηλαδή, που δεν έχει σχέση με το γαλλικό nouveau roman αλλά έλκει την καταγωγή του από το Τρίστραμ Σάντι του Λόρενς Στερν και τον Προυστ.
Ο «διπλός» Πόρος


Το βιβλίο βασίζεται σε ένα εύρημα που η πρωτοτυπία του δεν οφείλεται τόσο στη σύλληψη όσο στην αφηγηματική τεχνική και στη δόμησή του: Είναι η ιστορία ενός συγγραφέα που προσπαθεί να γράψει ένα βιβλίο, με αποτέλεσμα το Σημειωματάριο (του Διπλού) –Diblos στο πρωτότυπο. Διπλός είναι εδώ ο Πόρος, όπου εκτυλίσσεται η «υπόθεση» του βιβλίου, επειδή αποτελείται από δύο μικρά νησιά: την Καλαυρία και τη Σφαιρία. Αλλά η λέξη έχει και μια βαθύτερη σημασία: παραπέμπει στην προσωπικότητα των πρωταγωνιστών, του Κίμωνα (Φράιαρ) και της Μίνας, δηλαδή του Ορέστη και της Ντόρας, στον δυαδισμό τους, στη διπλή φύση του ανθρώπου σύμφωνα με τον πνευματικό δυαδισμό, όπως αναλύεται σε ένα έργο του Γέιτς το οποίο θαύμαζε ο Μέριλ: το Α Vision του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς. Και όπως ο σπουδαίος ιρλανδός ποιητής ανέδειξε τη μάσκα βασικό σύμβολο της ποίησης και της ποιητικής του, έτσι και ο Μέριλ φορά στα πρόσωπά του τη μάσκα των δικών του ενορατικών σκέψεων και διαθέσεων. Αν δεν ήταν ποιητής του Μεταπολέμου, θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει στους πνευματιστικούς κύκλους του Λονδίνου στις αρχές του 20ού αιώνα, τους μεσμεριστές, στους οποίους ανήκε ο Γέιτς που επηρέασε τον Μέριλ όσο και ο Προυστ και ως έναν βαθμό ο Οντεν.
Στο «μυθιστόρημα» αυτό έχουμε όμως μεταμορφωμένη μια πραγματική ιστορία: τη σχέση του Μέριλ με τον Κίμωνα Φράιερ και την αρχόντισσα του Πόρου Μίνα Διαμαντοπούλου, την οποία οι κάτοικοι του Πόρου την αγαπούσαν, τη θαύμαζαν και τη σέβονταν «κυρίως για το φιλανθρωπικό της έργο», όπως γράφει στην αναλυτική και διαφωτιστική του εισαγωγή στο βιβλίο ο Γιάννης Σουλιώτης.
Ο Μέριλ γνώρισε τον Φράιαρ το 1945 στην καφετέρια του κολεγίου Αμχερστ, όπου δίδασκε ο τελευταίος, που ήταν τότε 34 ετών, ενώ ο Μέριλ 19, πρωτοετής στο κολέγιο. Εγιναν φίλοι και εραστές, και ο Φράιαρ υπήρξε για πολλά χρόνια μέντορας του Μέριλ. Ο πρώτος επισκέφθηκε την Ελλάδα για πρώτη φορά το 1946 και προσκλήθηκε στον Πόρο από τη Μίνα Διαμαντοπούλου. Δύο χρόνια αργότερα κάλεσε με τη σειρά του τον Μέριλ, που έφθασε στο «νησί του Ερωτα και της γαλήνης» το 1950. Παράλληλα είχε φροντίσει να τον εισαγάγει στους λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της Νέας Υόρκης, να του μάθει τις πρώτες του ελληνικές λέξεις και να του γνωρίσει την ποίηση του Καβάφη. Η έννοια του «διπλού» που κυριαρχεί στο βιβλίο του παραπέμπει και στη σχέση του με τον Φράιαρ, αφού ο τελευταίος τού έλεγε πως ήταν το alter ego ή ο δίδυμος αδελφός του, η άλλη του πλευρά δηλαδή, η ταύτιση μέσω του δυαδισμού.

Μια τριαδική αφήγηση
Οι διάσπαρτες εικόνες της Ελλάδας στη δεκαετία του 1950 μάς φέρνουν στον νου μια Ελλάδα που σε μεγάλο βαθμό έχει βέβαια πάψει να υπάρχει, αλλά δεν προκαλούν εκείνο το είδος της νοσταλγίας που μας καταλαμβάνει συχνά για μια ζωή τη σκληρότητα της οποίας δεν γνωρίσαμε. Επομένως, αν ο Μέριλ είναι ένα είδος λόρδου Βύρωνα, όπως λέει στον πρόλογό του ο Βασίλης Βασιλικός, ο ρομαντισμός του είναι ρομαντισμός ενός ταγμένου της περιπέτειας, ο οποίος συνθέτει μέσω των μεταφορών και των προσωπείων που φορά στους πρωταγωνιστές του το παζλ της δικής του ζωής.
Εκτός όμως από τις διπλοσημίες, εδώ έχουμε και ένα τριαδικής φύσεως δομικό χαρακτηριστικό. Η αφήγηση ενώνει τρεις σημειακού χαρακτήρα τόπους: τον Πόρο, την Αθήνα και τη Νέα Υόρκη. Τα περισσότερα περιστατικά ημερολογιακού τύπου που καταγράφονται είναι πραγματικά, απλώς μεταμφιεσμένα ελαφρώς. Γι’ αυτό και είναι εξαιρετικές οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο: της Μίνας Διαμαντοπούλου στον Πόρο αλλά και στη Νέα Υόρκη πάνω στο πλοίο μπροστά στη Γέφυρα του Μπρούκλιν, του Φράιαρ με τον Μέριλ, της Βίλας Διαμαντοπούλου, ή της Μίνας Διαμαντοπούλου με τον Μέριλ.
Υπάρχει βεβαίως και ο επίλογος του συγγραφέα, όπου ομολογεί ότι το βιβλίο του είναι «επικίνδυνα εμποτισμένο με αληθινή ζωή». Σε μια δική μας αναγωγή θα λέγαμε ότι πρόκειται για σύνθεση από εικόνες ενός απολεσθέντος παραδείσου που καθώς περνάει μέσα στις σελίδες του συγγραφέα «η επινόηση παίζει με τον εαυτό της», καθώς γράφει ο ίδιος. Η λογοτεχνία, στην περίπτωση που ο συγγραφέας έχει ένα κατατεθειμένο έργο πίσω του, όταν εκφράζεται ως σημειωματάριο, είναι «ένας τρόπος να περάσει ο καιρός» ή να απαλύνει ο συγγραφέας το κύλισμα του χρόνου, όπως έλεγε ο Μπόρχες.