Πέτρος Παπασαραντόπουλος
Μύθοι και στερεότυπα της ελληνικής κρίσης
Πρόλογος Νίκος Μαραντζίδης.
Εκδόσεις Επίκεντρο, 2012,
σελ. 341, τιμή 18 ευρώ

Ανάμεσα στα δοκίμια που άρχισαν να γράφονται και να δημοσιεύονται για την «ελληνική κρίση», αυτό του Πέτρου Παπασαραντόπουλου μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα. Οχι μόνο γιατί τα κείμενα που συγκέντρωσε ο συγγραφέας σε έναν τόμο καλύπτουν μια ευρεία κλίμακα προβλημάτων –την άκρα Δεξιά και τον λαϊκισμό, αριστερό και δεξιό, το κοινωνικο-πολιτικό μίσος και τους φορείς του –αλλά και επειδή, θέτοντας στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης το ζήτημα της κοινωνικοπολιτικής βίας, τόσο ως αυθόρμητης συλλογικής πρακτικής όσο και ως πολιτικής στρατηγικής, αποδομεί εκείνα τα επικίνδυνα στερεότυπα της μεταπολιτευτικής περιόδου που καθήλωσαν τη χώρα σε μοιραίους αρχαϊσμούς.

Το ερμηνευτικό σχήμα του Παπασαραντόπουλου είναι γόνιμο και αξιόπιστο, ικανό δηλαδή να εννοιολογεί τις διαφορετικές εκδοχές του αντικειμένου του. Ο συγγραφέας κρίνει την ακροαριστερή και την ακροδεξιά βία και βρίσκει ότι και οι δύο αυτές μορφές βίας ταυτίζονται. Ακριβέστερα, ότι η βία μιας εξτρεμιστικής Δεξιάς και εκείνη ενός εξτρεμιστικού τμήματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς συμπίπτουν στο έργο μιας βίαιης κοινωνικής «εξυγίανσης».
Και για τα δύο αυτά «άκρα» το μέσο φαίνεται να είναι και ο τελικός σκοπός: οι μορφές και τα περιεχόμενα μιας βίαιης μετάβασης σε μιαν άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης τη σφραγίζουν ανεξίτηλα. Ο συγγραφέας, λαμβάνοντας υπόψη του την προταγματική ουσία των δύο εξτρεμισμών (δηλαδή τις εναλλακτικές υποσχέσεις του «νέου ανθρώπου» που κομίζουν), αναζητεί και εντοπίζει ταυτοχρόνως και επιτυχώς στους διάχυτους δημόσιους λόγους, που συγκεφαλαιώνονται σε ατομικιστικούς και συντεχνιακούς ψυχισμούς, εκβάλλοντας σε ρουτινοποιημένες πρακτικές της σημερινής συγκυρίας εκείνα τα στοιχεία που στηρίζουν την απόφανσή του.
Η βία φανερώνει την αλήθεια
Η βία ως αντιπολιτική έκφραση μιας ριζικής επιθυμίας εκρίζωσης του «Κακού» εγγράφεται όχι «απλώς» ως μια τακτική ανάμεσα σε άλλες με τελικό σκοπό την κοινωνική μεταβολή (την «ανατροπή»), αλλά ως οργανική στιγμή και οργανώτρια αρχή μιας ανατρεπτικής εξτρεμιστικής διαδικασίας, ακροδεξιάς ή ακροαριστερής. Με άλλα λόγια, σε ένα τέτοιο πλαίσιο η βία δεν «επιτρέπεται απλώς», αλλά επιβάλλεται, συνιστά, για τους θιασώτες της, δομικό παράδειγμα στην εξτρεμιστική πορεία για την «ανατροπή».
Η βία, θα λέγαμε, λειτουργεί ως φανέρωμα της Αλήθειας, της «γυμνής ζωής», διαλύει τις μικροαστικές ψευδαισθήσεις του «κοινοβουλευτικού κρετινισμού» (για την εξτρεμιστική Αριστερά), και ενσαρκώνει την αμετάθετα ηρωική προσταγή στην οποία είναι υποταγμένος ο «νέος άνθρωπος» (για την εξτρεμιστική Δεξιά). Η κοινότητα των δύο εξτρεμισμών έγκειται στη ματιά που ρίχνουν στον σύγχρονο κόσμο. Και για τους δύο η «αναυθεντικότητά» του συνιστά το απόλυτο κακό.
Σε αυτή τη θρησκευτικής προέλευσης σύγκρουση μαζί του, η βία προσλαμβάνει είτε μορφές θεμιτοποιημένης αυτοάμυνας (αποδοχή και εκλογίκευση της βίας ως νομιμοποιημένης «αντι-βίας») είτε, και κυρίως, εντάσσεται ως αναπόσπαστος κρίκος στην αλυσίδα των μέσων του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Αναπόφευκτα ερωτήματα
Αν εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε τη λεγόμενη «σύγκλιση των άκρων» –και ο Παπασαραντόπουλος ανατέμνει κορυφαία παραδείγματα της συγκυρίας που διαυγάζουν μια τέτοια πραγματικότητα –είναι γιατί «η οριζόντια ομοιότητα και ταύτισή» τους είναι «κατά πολύ ισχυρότερη από την ενδοοικογενειακή». Στο πλαίσιο αυτό η ευθύνη ενός μαζικού πολιτικού σχηματισμού της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι κορυφαία από τη στιγμή που, για λόγους μικροπολιτικούς, κανακεύει και καλύπτει την αριστερή «αντι-βία» καταδικάζοντάς τη μόνο φραστικά.
Θα λέγαμε ότι αυτή η τελετουργική καταδίκη, του τύπου «καταδικάζουμε τη βία απ’ οπουδήποτε και αν προέρχεται», που ρουτινοποιεί τη βαναυσότητα ως μέθοδο πολιτικής αντιπαράθεσης στο όνομα της κοινωνικής αδικίας, αποκρύπτει μια βασική ηθικο-πολιτική αρχή που θα πρέπει να διέπει τις κοινωνικοπολιτικές σχέσεις: ότι η εκ μέρους μας οφειλόμενη κατανόηση των κοινωνικών αντιδράσεων, ακόμη και των «αντιστάσεων», θα πρέπει να είναι πάντα «κριτική».
Οι εκάστοτε φορείς της κοινωνικής αντιπολίτευσης, σε κάθε περίπτωση οι αριστεροί, δεν μπορούν να εκλογικεύουν και να υιοθετούν άκριτα συλλογικές πρακτικές που απανθρωπίζουν το κοινωνικό περιβάλλον εν ονόματι οποιουδήποτε καθήκοντος «έκφρασης» της κοινωνικής δυσφορίας. Και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να συγχρωτίζονται με όσους «αστειεύονται» με τα εκατομμύρια θυμάτων του «αρχιπελάγους Γκουλάγκ».
Το δοκίμιο του Πέτρου Παπασαραντόπουλου μας εισάγει αναμφισβήτητα σε μια αναγκαία συζήτηση που δεν μπορούμε να αποφύγουμε. Ακόμη και όποιος διαφωνήσει με την προβληματική του συγγραφέα, η οποία πάντα υποστηρίζεται από πληθώρα πραγματολογικού υλικού και πλούσια βιβλιογραφία, δεν θα μπορέσει να αποφύγει την οξύτητα των ερωτημάτων που ζητούν απαντήσεις.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ