Η μετάγγιση της ατμόσφαιρας του Βυζαντίου στην ελληνική πεζογραφία στις αρχές της δεκαετίας του 1960 έγινε κυρίως με το έργο του Κώστα Δ. Κυριαζή. Μέσα από μία σειρά από μυθιστορηματικές βιογραφίες στις οποίες συνεργάζονται η στερεή ιστορική γνώση του συγγραφέα και μια γόνιμη μυθοπλασία, γενιές ολόκληρες αναγνωστών ταξίδεψαν στις περισσότερες περιόδους του λεγόμενου ανατολικού μεσαίωνα.

Τον Νοέμβριο του 2011 κυκλοφόρησε ένα μυθιστόρημα αφιερωμένο σε αυτόν τον σημαντικό συγγραφέα που μας επανασύστησε τα εσωτερικά και εξωτερικά τοπία των ανθρώπων εκείνης της παλαιάς αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Το υπογράφει ο γιος του Νίκος Κ. Κυριαζής ο οποίος εδώ και χρόνια μας έχει δώσει εκτός από το επιστημονικό του έργο και πολλά αξιόλογα μυθιστορήματα.

Στον Κώδικα του αυτοκράτορα, δέκατο έκτο μυθιστόρημα του Νίκου Κ. Κυριαζή, το Βυζάντιο επανέρχεται με έναν τρόπο διαφορετικό, μέσα από μια περιπέτεια μυστηρίου όπου η αφήγηση εναλλάσσεται ανάμεσα στο τώρα και στον 14ο αιώνα. Το μυθιστόρημα ακολουθεί τις προσπάθειες επίλυσης ενός γρίφου που σχετίζεται με μία βυζαντινή εικόνα ιδιαίτερης τεχνοτροπίας και έναν θρυλούμενο θησαυρό. Ως εκ τούτων το βιβλίο σύντομα γοητεύει τον αναγνώστη ο οποίος ακολουθεί γητεμένος τη διαδοχή των κεφαλαίων, καθώς η δράση και η συνακόλουθη αγωνία της περιελίσσονται με στιγμές ύφεσης και κορύφωσης.

Το κομμάτι της αφήγησης που αναφέρεται στη σημερινή εποχή θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα με υποδόριο χιούμορ και καταξιωμένα στερεότυπα, ενώ στα κεφάλαια του παρελθόντος νομίζω πως αξιοποιείται με τον καλύτερο τρόπο η παρακαταθήκη που μας κληροδότησε ο Κώστας Δ. Κυριαζής. Οι κοινωνικές συντεταγμένες μιας μακρινής εποχής, καθώς και οι υπαρξιακές προτεραιότητες των ανθρώπων της παρουσιάζονται με υποδειγματική ευστοχία, οικονομία, λιτότητα, απαλλαγμένες από περιττά βαρίδια. Ανήκω σε εκείνους τους αναγνώστες που γρήγορα γοητεύονται από τα μυθιστορήματα που γεννούν την αγωνία του «τι θα γίνει παρακάτω;». Ο Κώδικας του αυτοκράτορα, καθώς κλείνει το μάτι στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο μυθιστόρημα γρίφου, μυστηρίου και ενίοτε συνωμοσίας, κερδίζει το στοίχημα να εντάξει τα κοιτάσματα του Βυζαντίου στις ενδιαφέρουσες για τη λογοτεχνία ιστορικές εποχές, τις πρόσφορες για μυθιστορηματική αξιοποίηση.

Καταθέτω παράλληλα και μία αίσθηση που μορφοποιήθηκε σταδιακά καθώς ταξίδευα μέσα από τις εναλλαγές των κεφαλαίων. Αναφέρομαι στην απεικόνιση του φόβου και της ανασφάλειας που τυραννούσαν τους διωκόμενους ανθρώπους αλλά και τους απλούς ταξιδιώτες του 14ου αιώνα. Εκτιμώ πως πρόκειται για επίτευγμα του συγγραφέα το οποίο καταφέρνει να σκιαγραφήσει μέσα σε ένα πλαίσιο τη γενικότερη κοινωνική αταξία και ανομία, γνώρισμα εκείνων των καιρών. Το ενδιαφέρον όμως είναι πως απεικονίζεται η ίδια αίσθηση του φόβου και η καταδυνάστευση της βίας και στο αφηγηματικό μέρος που αναφέρεται στη σημερινή εποχή – σαν τίποτε να μην έχει αλλάξει από τότε στις ανθρώπινες κοινωνίες. Είναι η ώρα που μέσα από το μικροσκόπιο της Ιστορίας ανιχνεύουμε την πιο απεχθή κακοδαιμονία των ανθρώπων, τη βία ως κυρίαρχη θεότητα όλων των πολιτισμών.

Οσο για το happy end, οι ατραποί της αφήγησης μας έχουν οδηγήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να το βιώσουμε ως αναμενόμενο κι ευπρόσδεκτο. Η διαχρονική όμως σχέση του ανθρώπου με τη βία, η οποία διακρίνεται από τον προσεκτικό αναγνώστη στην κουίντα και στα αθέατα καμαρίνια του μυθιστορήματος, δεν είναι καθόλου ευτυχής και δυστυχώς δεν έχει τέλος.

Ο Ισίδωρος Ζουργός είναι συγγραφέας και καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ