Το βράδυ της 30ής Δεκεµβρίου 2003 ο Τζον Γκρέγκορι Νταν, σύζυγος της Τζόαν Ντίντιον, κατά τη διάρκεια του δείπνου υπέστη αναπάντεχα οξύ καρδιακό επεισόδιο που τον άφησε στον τόπο. Το ζευγάρι είχε πριν από λίγο επιστρέψει από το νοσοκοµείο όπου η υιοθετηµένη κόρη τους Κιντάνα Ρόι Νταν νοσηλευόταν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας λόγω πνευµονίας και σηπτικού σοκ. Η Ντίντιον και ο Νταν είχαν ζήσει 40 χρόνια µαζί, είχαν συνεργαστεί στη συγγραφή σεναρίων για τον κινηµατογράφο, µοιράζονταν δηλαδή τα πάντα.

Η γραφή, η λογοτεχνία, βοήθησε αυτή τη βραχύσωµη και εύθραυστη γυναίκα όχι να ξεπεράσει τον θάνατο αλλά να συµφιλιωθεί µε την ιδέα ότι τη χώριζε από τον σύντροφό της και πως από εδώ και στο εξής θα έπρεπε γράφοντας για το πένθος και την απώλεια να αντισταθεί στη δύναµη του θανάτου, να αναδείξει την αξία της ζωής και µέσα από αυτή την προσωπικότητα και τις ποιότητες του συντρόφου της. Φαντάζεται κανείς το είδος της ψυχικής δύναµης που συνεπάγεται ένα τέτοιο εγχείρηµα, αλλά και το ταλέντο που απαιτεί ώστε το τελικό αποτέλεσµα να είναι ένα κείµενο σαν κι αυτό που µας έδωσε αυτή η λεπτή και ευαίσθητη αλλά και µε ατσάλινη θέληση γυναίκα σε ένα βιβλίο που το έγραψε µέσα σε τρεις µήνες. Η Ντίντιον είναι από τις κορυφαίες εκπροσώπους της Νέας Δηµοσιογραφίας µαζί µε τον Νόρµαν Μέιλερ, τον Τοµ Γουλφ και τον Γκάε Ταλέσε. Και η Χρονιά της µαγικής σκέψης, το πιο προσωπικό και σπαρακτικό βιβλίο της, ανήκει στα σηµαντικότερα έργα αυτής της σχολής. Η Ντίντιον χρησιµοποιεί τις κατακτήσεις και τις αρχές της Νέας Δηµοσιογραφίας µε τρόπο απαράµιλλο. Μιλά υποκειµενικά για τα γεγονότα, όπως ένας µυθιστοριογράφος, επεκτείνει την εµπειρία στην περιοχή των ντοκουµέντων και των συναφών εµπειριών άλλων και γράφει µε απόλυτη ακρίβεια και λιτότητα που θυµίζει Χεµινγκγουέι (ο οποίος την επηρέασε σε όλο της το έργο) στις καλύτερες στιγµές του. «Το πένθος αποδεικνύεται ότι είναι µια περιοχή που κανείς µας δεν γνωρίζει ώσπου να βρεθεί εκεί» γράφει στην αρχή του 17ου κεφαλαίου. Το πένθος µάς µεταφέρει στην περιοχή των αναµνήσεων, στην παιδική µας ηλικία, και κατόπιν στα χρόνια της ενηλικίωσης και αργότερα του γήρατος, όπου αρχίζει κανείς να δίνει στα πράγµατα νόηµα, δηλαδή να καταλαβαίνει τη ζωή, και µάλιστα τότε ακριβώς όταν, καθώς γράφει, «η ζωή που ήξερες τελειώνει».

Κατάφαση για ζωή

Αφηγούµαστε για να ζήσουµε. Να το µήνυµα που εκπέµπει το βιβλίο αυτής της τροµερής ρεπόρτερ. Ο,τι διεπίστωνε πα λαιότερα κανείς στα κείµενά της για το Σαλβαδόρ και το Μαϊάµι (την ακρίβεια και την αµεσότητα) το βλέπει τώρα να κινείται στον διπλό άξονα του συναισθήµατος και των περιστατικών, της αυτοανάλυσης και των συγκρίσεων, της καθηµερινότητας (µιας λέξης, µιας ανάµνησης, ενός βιβλίου, µιας φωτογραφίας, κάποιου προσώπου στο κάδρο, ενός τηλεφωνήµατος) και των προεκτάσεών τους στο ψυχικό τοπίο.

Πρόκειται για ελεγειακό βιβλίο βέβαια, και ταυτοχρόνως για µια ποιητική του πένθους που καταλήγει ωστόσο στην κατάφαση για τη ζωή. Κι ακόµη, για ένα από τα ωραιότερα κείµενα στα οποία µια συγγραφέας κατάφερε να κρατήσει κοντά της – φέρνοντάς τον ταυτοχρόνως πιο κοντά σ’ εµάς – τον άνθρωπο µε τον οποίο µοιράστηκε το µεγαλύτερο µέρος του βίου της. «Ερχεται κάποια στιγµή που πρέπει να αφήσουµε τους νεκρούς να φύγουν» γράφει στο τελευταίο κεφάλαιο. «Να τους αφήσουµε να γίνουν η φωτογραφία στο τραπέζι». Ο δικός της νεκρός όµως δεν είναι η «φωτογραφία στο τραπέζι». Είναι το πορτρέτο που τη συντροφεύει. Ο άλλος της εαυτός που της µιλά και µας µιλά. Οι γράφοντες ξέρουν πόσο δύσκολο και επικίνδυνο είναι αυτό που επεχείρησε και επέτυχε η Τζόαν Ντίντιον, η οποία, παρά το γεγονός ότι έχουν εκδοθεί και άλλα βιβλία της στα ελληνικά, δεν είχε ως τώρα την απήχηση που της αξίζει. Είναι καιρός να την ανακαλύψει και το ευρύ αναγνωστικό κοινό της χώρας µας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ