Η επικοινωνία είναι τόσο παλιά όσο και η κοινωνία. Η περιέργεια είναι προφανώς πρωτογενής ιδιότητα του ανθρώπου. Οµως τα εργαλεία για την ευρύτερη ικανοποίησή της, τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης, είναι νεωτερικό φαινόµενο – η ιστορία τους δεν ξεπερνά τη µισή χιλιετία.

Η εµφάνισή τους άλλαξε ωστόσο ριζικά τη ζωή µας. «Η ιστορία των µέσων µαζικής ενηµέρωσης» του Ζαν Νοέλ Ζανενέ το αποδεικνύει µε πειστικό τρόπο.

Ο γάλλος ιστορικός εκτυλίσσει το χρονικό του γύρω από δύο άξονες. Ο πρώτος αφορά την τεχνική εξέλιξη των ΜΜΕ, ο δεύτερος τις µορφές επικοινωνίας. Από τον συνδυασµό τους προέκυψε ένα οργανωµένο σύστηµα ικανοποίησης της περιέργειας, που παίρνει όλο και πιο παγκοσµιοποιηµένη µορφή.

Αναδροµή στα παλιά, στο λυκαυγές του καπιταλισµού. Μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας από τον Γουτεµβέργιο, το 1440, άρχισαν να εµφανίζονται σε Ιταλία, Ολλανδία, Γαλλία και Αγγλία τα πρωτόλεια των εφηµερίδων – κανάρ, οκαζιονέλ, γκαζέτες κ.λπ. Το πρώτο καθηµερινό έντυπο, η «Daily Cοurant», εµφανίστηκε στο Λονδίνο το 1702.

Λίγες δεκαετίες αργότερα η ισχύς του Τύπου ήταν πλέον αναµφισβήτητη – στα τέλη του ίδιου αιώνα ο Εντµουντ Μπούρκε µιλούσε για «τέταρτη εξουσία».

Η τελευταία δεν έπεσε βέβαια από τον ουρανό. Η καθιέρωσή της κόστισε σκληρούς αγώνες και ποταµούς αίµατος. Αλλά και πολύ µυαλό. Παράδειγµα, η επιχειρηµατολογία του µεγάλου ποιητή Μίλτον κατά της λογοκρισίας: «Οταν σκοτώνεις έναν άνθρωπο καταστρέφεις ένα λογικό πλάσµα, όταν “πνίγεις” ένα ωραίο βιβλίο καταστρέφεις τη λογική» γράφει σε ένα δοκίµιό του. «Οξυδερκής συλλογισµός» διαπιστώνει ενθουσιασµένος ο Ζανενέ.

Για να γίνει αποδεκτή η λογοκρισία, θα έπρεπε να ασκείται από αλάνθαστους ανθρώπους. Τέτοιοι όµως δεν υπάρχουν. «Εδώ βρίσκουµε συµπυκνωµένη την αρχή της ελευθεροτυπίας» συµπεραίνει.

Η µεγάλη ώρα των µέσων ενηµέρωσης έρχεται όµως µε τη Γαλλική Επανάσταση. Τα πολιτικά έντυπα ξεφυτρώνουν σαν µανιτάρια. ∆ηµοσιογράφοι, όπως ο Μαρά, υπαγορεύουν µε την πένα τους τις επαναστατικές ανατροπές. Την ίδια εποχή σφυρηλατούνται και οι τρεις µεγάλες αρχές της δηµοσιογραφίας. Πρώτον, η συµµετοχή της στα πολιτικά δρώµενα, δεύτερον, η διαµεσολάβηση – µε «αµεσοδηµοκρατικό» τρόπο! – µεταξύ αναγνωστών και εξουσίας, και τρίτον, η διαφάνεια ως το αντίβαρο στην ένοχη µυστικότητα που επιβάλλουν οι πολιτικοί – αρχές που ισχύουν εξ ολοκλήρου και σήµερα.

∆ιαφάνεια και «παιδικές ασθένειες»

Ο Ζανενέ σχετικοποιεί στο τέλος του βιβλίου τα όρια ορισµένων αρχών. Για τη διαφάνεια, για παράδειγµα, υποστηρίζει, ότι δεν θα έπρεπε να είναι ποτέ πλήρης. Ενα µίνιµουµ µυστικότητας είναι απαραίτητο ως ασπίδα προστασίας του ατόµου. Μια κοινωνία «που θα παρακολουθεί συνεχώς οτιδήποτε συµβαίνει στους κόλπους της θα ήταν η ενσάρκωση του πλήρους ολοκληρωτισµού» γράφει.

Παράλληλα αναφέρεται στις «παιδικές ασθένειες» του Τύπου (χρηµατισµός, παραπληροφόρηση, εκβιασµοί, λαϊκισµός), που µε τον καιρό µετεξελίχθηκαν σε χρόνιες. Μολύνοντας τόσο τη «χρυσή εποχή» του – από το 1870 ως την έκρηξη του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου –, όταν τα έντυπα είχαν το απόλυτο µονοπώλιο στην πληροφόρηση, όσο και τις µεταγενέστερες περιόδους, όταν εµφανίστηκαν πρώτα το ραδιόφωνο (το οποίο κυριάρχησε στον Μεσοπόλεµο και κατά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο) και έπειτα η τηλεόραση.

Ο Ζανενέ περιγράφει ανάγλυφα τη συνύπαρξη και τον ανταγωνισµό των διαφορετικών µέσων, καθώς και τον ρόλο που έπαιξαν, ηθεληµένα ή άθελα, σε «θερµούς» και «ψυχρούς» πολέµους. Ενας από τους χειρότερους ήταν η υποταγή τους στην εθνικιστική προπαγάνδα. Μια τέτοια αλγεινή περίπτωση είχαµε το 1919 όταν, στο περιθώριο των διαπραγµατεύσεων για τις συνθήκες των Βερσαλλιών, η ελληνική πρεσβεία «λάδωνε» γαλλικές εφηµερίδες για να γράψουν υπέρ των ελληνικών εδαφικών αξιώσεων έναντι της Τουρκίας.

Από την εξιστόρηση του Ζανενέ λείπουν βέβαια πολλά σηµαντικά κεφάλαια, όπως η ιδιότυπη ιστορία του εργατικού Τύπου την περίοδο 1850-1940. Η ίσως µεγαλύτερη «αδυναµία» της ωστόσο είναι χρονική: ότι εκδόθηκε στα µέσα της δεκαετίας του ’90. Ετσι αφήνει ασχολίαστες τις ριζοσπαστικές καινοτοµίες των τελευταίων δεκαπέντε ετών, όπως το ∆ιαδίκτυο, την κρίση που διατρέχουν εξαιτίας του τα παραδοσιακά µέσα ενηµέρωσης, αλλά και τις ευκαιρίες που διαθέτουν ενδιάµεσα τα ίδια να µεταµορφωθούν σε νέα «φορµά», όπως οι online εκδόσεις των εφηµερίδων ή τα tablets.

Ολα αυτά αποτελούν βέβαια άλλη ιστορία – που θα µπορούσε να κερδίσει πολύ αν γραφόταν στο πνεύµα αυτού του εξαίρετου εγχειριδίου.

Ο ναρκισσισµός της τηλεόρασης

Κάθε μέσο έχει τη δική του γοητεία. Μόνο η τηλεόραση έχει πολλές μαζί.

Ο συνδυασμός ήχου και κινούμενης εικόνας την κάνει ακατανίκητη. Οι πολιτικοί όμως, γράφει ο Ζανενέ (φωτογραφία), έχουν έναν επιπλέον λόγο να μαγεύονται από αυτήν: τον ναρκισσισμό. Η δημόσια προβολή της εικόνας τους τούς προκαλεί μέθη. Εξ ου και το συμπέρασμα ότι όσο συχνότερα παρελαύνουν από τις οθόνες τόσο μεγαλύτεροι νάρκισσοι θα πρέπει να είναι.

Μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο σε άλλα προβλήματα της τηλεόρασης, όπως στη σχέση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών καναλιών. Στον τομέα της ενημέρωσης, υποστηρίζει ο συγγραφέας, οι δυο τομείς δεν διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Το υπόλοιπο πρόγραμμά τους είναι όμως όπως η μέρα με τη νύχτα. Τα ιδιωτικά κανάλια παράγουν για εμπορικούς λόγους ένα «φτηνιάρικο» πρόγραμμα, ενώ τα δημόσια κάνουν τη «διαφορά» με ποιοτικές παραγωγές.

Ο Ζανενέ καυτηριάζει το κουμάντο που κάνουν με το «έτσι θέλω» οι κυβερνήσεις στη δημόσια τηλεόραση και τάσσεται υπέρ της πλήρους απεξάρτησής τους. Κάπου εκεί όμως εξαντλείται η φαντασία του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ