Είναι συγγραφέας και χωρισµένος.Εχει µόλις πατήσει τα πενήντα και καταβάλλει οµολογουµένως φιλότιµες προσπάθειες (µολονότι όχι και τόσο αποτελεσµατικές) να επικοινωνήσει µε την κόρη του. Οι σπουδές του είναι τα νοµικά, αλλά εργάζεται ως ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας.

Δεν φυσάει το χρήµα, αλλά διαθέτει έναν µισθό και κάποιες καταθέσεις που του επιτρέπουννα µην τροµάζει µπροστά στην κρίση. Νιώθει ικανοποιηµένος από τον µονήρη βίο τουκαι αγαπάει παθολογικά τις νεαρές γυναίκες, στις τάξεις των οποίων γνωρίζει µιαν ανεξήγητη επιτυχία. Τι άλλο µπορεί να θέλει από τη ζωή του ο πρωταγωνιστής του καινούργιου βιβλίου του Αρη Σφακιανάκη, ο οποίος τουλάχιστον στις πρώτες σελίδες της αφήγησης (κάτι ανάµεσα σε νουβέλα και µυθιστόρηµα) διαλαλεί τη βολή του και δεν κρύβει την ανεµελιά του; Μα τι άλλο από τον µπελά του, που δεν θα αργήσει να τον βρει (και µάλιστα για τα καλά) στον απατηλό κόσµο της ηλεκτρονικής δικτύωσης, όπου και θα κατέλθει κατόπιν φιλικών συστάσεων προς άγραν νέων ερωτικών θηραµάτων.

Ενας Καζανόβας στο Facebook ή ένας µεσόκοποςπου αρνείται να προσαρµοστεί στην ηλικία του και υποχρεώνεται να ζήσει τη µια νίλα µετά την άλλη: αυτήείναι η µοίρα του Παρθένιου Σατανάκη, που γεννήθηκε ως λογοτεχνικός ήρωας σ’ ένα προ δεκαπενταετίας σχεδόν µυθιστόρηµα του Σφακιανάκη, το Δεν ήξερες… δεν ρώταγες (1998), στο οποίο και κατόρθωσε να κάνει περίπου τα πάντα:

να εγκαταλείψει τις εργένικες πεποιθήσεις του και να έλθει εις γάµου κοινωνίαν µε µια τριαντάχρονη φεµινίστρια, να αποκτήσει παιδί µαζί της και να χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, αλλά και να συνάψει µια φαουστική συµφωνία κανονίζοντας µε τον άρχοντα του σκότους τα αδιανόητα.

Θα πρέπει να θυµίσω πως το µοντέλο του ανέστιου µοναχικού και η ακόρεστη µανία του για σεξ εµφανίζονται στο σύνολο της πεζογραφικής παραγωγής του Σφακιανάκη: από το Ο ταν βρέχει και φοράς παπούτσια κόλετζ (1981), τις Παράξενες συνήθειες της οικογένειας Μόρφη (1984) και τον Τρόµο του κενού (1990) ως τη Νόσο των κινέζικων εστιατορίων (1993), το Μπέιµπι Σίτινγκ (2002) και το Η µοναξιά δεν µου ταιριάζει (2008). Τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα παγιδεύονται εδώ σ’ ένα σχεδόν παρανοϊκό περιβάλλον: περιβάλλον τροµακτικών φαντασιώσεων αλλά και άγριου σαρκασµού και αυτοσαρκασµού, που κάποτεαποδεσµεύει κι ένα στοιχείο φόβου ή πανικού, χωρίς πάντως να πετυχαίνει να γίνει όντως τερατώδες αφού ο υπέρβαρος διάκοσµός του στοµώνει τους πόρους του, όταν δεν καταλήγει δέσµιος µιας υπόγειας σοβαροφάνειας.

Και αυτό ακριβώς κάνει τη διαφορά τού Ου µπλέξεις από τα προηγούµενα. Ο Παρθένιος Σατανάκης δεν είναι ούτε το δαιµόνιο αρσενικό που θα διαφεντέψει µε πύρινο µαστίγιο τη σεξουαλική του επικράτεια ούτε ο Εωσφόρος που θα περιγελάσει ναρκισσιστικά τις ανόσιες πράξεις του, για να κρεµαστεί µε σαρδόνιο χαµόγελο από το είδωλο του εαυτού του. Ο Παρθένιος Σατανάκης είναι η κωµωδία ενός διαψευσµένου µεσηλίκου που θα ερωτευθεί µέσω του Facebook µιαν υποψήφια ηθοποιό και θα θυσιάσει στον βωµό της νιότης της τα πάντα: το σπίτι του και το κοµπόδεµά του, τη συγγραφική του αυτοπεποίθηση και την προσωπική ασφάλειά του, την αγάπη του και τη χαρά του. Το χειρότερο για τον ήρωα του Σφακιανάκη είναι ότι θα δει ανήµπορος να ποδοπατιέται το στέµµα της ύπαρξής του: το σεξ θα κάνει γρήγορα φτερά από τη σχέση του µε τη µούσα του και ο ίδιος θα βρεθεί να εκλιπαρεί µόνο για τα αισθήµατά της (για το ποια ακριβώς τύχη θα έχουν τα τελευταία ας το αφήσουµε στις επιλογικές αράδες του βιβλίου).

Υιοθετώντας αντί για τον αλλοτινό βιτριολικό χλευασµό την ελαφρά σάτιρα που, παρά τα κάποια γλωσσικά στερεότυπα, δεν αποβάλλει τη σπαρταριστή της φλέβα και βγάζει συχνά πραγµατικό γέλιο, ο Σφακιανάκης αποµακρύνει από την ιστορία του και κάτι άλλο: την ανοικονόµητη φαντασία που στοίχειωσε τα παλαιότερα βιβλία του. Ολα συµβαίνουν τώρα υπό το ρεαλιστικό φως µιας αφτιασίδωτης καθηµερινότητας. Μια καθηµερινότητα που µετατρέπεται µε τη σειρά της σε σατιρικό αντικείµενο ανεβάζοντας στην επιφάνεια τα σουσούµια µιας κοινωνίας η οποία δεν µπορεί πια να διατηρεί την παραµικρή αυταπάτη (όπως ο Παρθένιος Σατανάκης µε τις σεξουαλικές του επιδόσεις) για την ευµάρεια και την καλοτυχία της.

Από την ατοµικότητα στον αχρείο ατοµικισµό

Ο συγγραφέας που αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στο Ου μπλέξεις δεν ζει μόνο την κατάρρευση των σεξουαλικών του βεβαιοτήτων αλλά και τη διάλυση (ημέρα με την ημέρα και λεπτό προς λεπτό) του περιγύρου εντός του οποίου έχει κληθεί να επιβιώσει. Προσπαθεί να περπατήσει στο αθηναϊκό κέντρο και χάνει πάραυτα τον μπούσουλα. Αγωνίζεται σε συνθήκες προχωρημένης νύχτας να ανακαλύψει τηλεφωνικό θάλαμο γιατί το κινητό του έχει μείνει από μπαταρία και ανακαλύπτει μόνο σιδερένια κουφάρια χωρίς συσκευές. Επείγεται να αγοράσει σπίτι, αλλά μπλέκει ανάμεσα στη Μητρόπολη Αθηνών, στην Εφορία και στις δημοτικές υπηρεσίες αναζητώντας αλλόφρων τα πιο απίθανα πιστοποιητικά και παράβολα. Ιδροκοπά να στήσει ένα καινούργιο νοικοκυριό και φεσώνεται με υπέρογκα ποσά από όλους τους κλάδους της μαστορικής. Πληρώνει ένα κάρο λεφτά για να αποκτήσει νέο διαμέρισμα και αποδεικνύεται ότι η πολυκατοικία του έχει μιαν άκρως προβληματική σύνδεση νερού και τηλεφώνου. Και μένει, παρ’ όλα αυτά, μάλλον ψύχραιμος αφού ξέρει πως το σύστημα δεν έχει πάτο και μπορεί να παρουσιάσει και ακόμη χειρότερες εκπλήξεις.

Συγγραφέας της περίκλειστης ατομικότητας, ο Σφακιανάκης ανοίγεται με το Ου μπλέξεις στον κόσμο ο οποίος γέννησε και εξέθρεψε αυτή την ατομικότητα (και τη μετέτρεψε βαθμιαία σε αχρείο ατομικισμό), για να συλλάβει μέσα από τη διακωμώδησή του τα άπειρα καθημερινά του αδιέξοδα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ