Η περίοδος της Κατοχής υπήρξε για πάρα πολλά χρόνια terra incognita και ελάχιστοι ιστορικοί είχαν τολμήσει να ασχοληθούν μαζί της, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ο βασικός λόγος για το ερευνητικό αυτό κενό ήταν ότι η ερμηνεία της Κατοχής είχε επικαθοριστεί από τον Εμφύλιο που ακολούθησε, ενώ οι ζώντες πρωταγωνιστές αυτής της περιόδου διεκδικούσαν ο καθένας για τον εαυτό του την ορθότητα της ερμηνείας. Μετά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, το 1982, θα δημιουργηθούν οι πολιτικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις για μια νηφαλιότερη προσέγγιση της περιόδου και θα αναπτυχθεί ένα όλο και εντονότερο ιστοριογραφικό ενδιαφέρον. Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ εμφανίζεται λοιπόν να πρωτοπορεί επιλέγοντας να μελετήσει από τη δεκαετία του ΄80 τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Πρωτότυπο εξάλλου ήταν για την εποχή και το θέμα των νεανικών αντιστασιακών οργανώσεων και μάλιστα όχι μόνο των αριστερών (δηλ. της ΕΠΟΝ), αλλά και των λεγόμενων «αστικών» οργανώσεων (των νέων του ΕΔΕΣ). Η συγγραφέας αναδεικνύει την καθολικότητα της αντίστασης των νέων, ανδρών και γυναικών, ολόκληρου του πολιτικού φάσματος, εναντίον του ξένου κατακτητή. Στις τελείως ιδιαίτερες συνθήκες της Κατοχής το βίωμα της «ακραίας εμπειρίας» οδήγησε μια γενιά στην ενηλικίωση και στη χειραφέτηση.

Οι μεγάλες σιωπές
Η ενηλικίωση μιας γενιάςαποτυπώνει τις ανησυχίες, τις καινοτομίες και τα ενδιαφέροντα της «νέαςελληνικής ιστορίας» την εποχή της πρώτης ακμής της, τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Τότε το νέο επιστημονικό ενδιαφέρον και η συνακόλουθη ερευνητική δυναμική είχαν οδηγήσει στην αναζήτηση, στην ανάδειξη και στην αξιοποίηση ενός αρχειακού πλούτου που είχε παραμεληθεί. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί πρωτότυπα και δυσεύρετα ιστορικά τεκμήρια, όπως ο παράνομος Τύπος των νεανικών αντιστασιακών οργανώσεων. Τα τεκμήρια που αφήνουν τα νεολαιίστικα κινήματα είναιφθαρτά, όπως η ίδια η νεότητα. Εξάλλου, τα τεκμήρια των παράνομων νεανικών οργανώσεων δεν φθείρονται μόνο από την αδιαφορία, αλλά και σκόπιμα ώστε να μη διατηρηθούν ίχνη της δράσης τους. Το έργο του ιστορικού που θα επιχειρήσει να μελετήσει ένα παρόμοιο θέμα καθίσταται λοιπόν εξαιρετικά δυσχερές.

Μεθοδολογική καινοτομία του βιβλίου είναι η χρήση της προφορικής ιστορίας, κλάδος που εμφανίστηκε στην Ελλάδα πριν από μόλις δεκαπέντε χρόνια περίπου και τότε ως πρακτική μεμονωμένων ερευνητών. Εξάλλου η ιστορία των γυναικών, όπως και η ιστορία των ελλήνων εβραίων αποτελούν συνειδητές επιλογές και αναδεικνύονται μέσα στην αφήγηση. Πρόκειται για δύο ομάδες που έχουν σε μεγάλο βαθμό παραμείνει «αόρατες» στην ιστορική αφήγηση, τουλάχιστον στη δημόσια και στη σχολική ιστορία. Το βιβλίο της Οντέτ Βαρών γράφει μια ιστορία «σιωπών», μιλά για θέματα άγνωστα ή αποσιωπημένα, όπως η δράση των γυναικών ή το Ολοκαύτωμα των ελλήνων εβραίων. Δίνει φωνή στους σιωπηλούς πρωταγωνιστές της ιστορίας- αυτούς τους οποίους αναδεικνύει η προφορική ιστορία. Τέλος, καλύπτει με ιστορική γνώση και τεκμήρια τη σιωπή που συνοδεύει την παράνομη δράση.

Η γενεαλογία των κινημάτων
Η δυναμική εμφάνιση της νεολαίας από τη δεκαετία του ΄60 ως πρωταγωνιστή των κοινωνικών κινημάτων και της πολιτικής διαμαρτυρίας επηρέασε την ιστοριογραφική προσέγγιση της νεότητας ως ερευνητικού αντικειμένου. Ειδικότερα στην Ελλάδα, μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες που όρισαν ο εμφύλιος πόλεμος και η κληρονομιά του, αλλά και η δικτατορία των συνταγματαρχών, αναδείχτηκε η «στρατευμένη ιστοριογραφία της νεολαίας», σύμφωνα με τον όρο της Ιωάννας Παπαθανασίου στο βιβλίο για τη Νεολαία Λαμπράκη. Τα νεολαιίστικα κινήματα αξιολογήθηκαν ως «αριστερά» σε μια γενεαλογία των κοινωνικών κινημάτων των φοιτητών.

Το βιβλίο της Οντέτ Βαρών δεν ανήκει σε αυτή τη στρατευμένη ιστοριογραφία. Οχι μόνο γιατί επιλέγει να μελετήσει, εκτός από την ΕΠΟΝ, και τις «αστικές» αντιστασιακές οργανώσεις. Οχι μόνο γιατί αναδεικνύει την καθολικότητα της νεανικής αντίστασης στον κατακτητή ανεξάρτητα από πολιτικές και κομματικές επιλογές. Αλλά κυρίως γιατί αποστασιοποιείται από τη μυθολογία της Αντίστασης χωρίς να υποτιμά το ηθικό και πολιτικό της βάρος. Και επίσης γιατί εισάγει σε όλο το έργο της τη συγκριτική διάσταση, η οποία εκ θέσεως υπονομεύει την έννοια της μοναδικότητας της ελληνικής αντίστασης, μια έννοια που θεμελίωσε άλλωστε τη μυθολογία της. Συνεπώς, η κατανόηση της ελληνικής αντίστασης γίνεται μέσα από την τεκμηριωμένη αναφορά στην αντίσταση που εκδηλώθηκε εναντίον της ναζιστικής κατάκτησης και σε άλλες χώρες, με ιδιαίτερη έμφαση στη Γαλλία.

Το μυθολογικό φορτίο
Αναμφίβολα είναι εξαιρετικά δύσκολη η διαχείριση από τον ή την ιστορικό γεγονότων τα οποία έχουν αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, έχουν ισχυρό ιδεολογικο-πολιτικό φορτίο και των οποίων πολλοί από τους πρωταγωνιστές είναι ακόμη εν ζωή. Το βάρος του επιθέτου «εθνική» μπροστά από την Αντίσταση, που επισφραγίζει το τέλος του Εμφυλίου και την επιθυμία συμφιλίωσης, δείχνει ακριβώς την ανάγκη των ελλήνων αριστερών να επανενταχθούν όχι μόνο στην κοινωνία αλλά και στην ιστορία. Η «ηρωοποίηση» των ελλήνων αντιστασιακών, πλάι σε άλλους ήρωες που είχαν επαναστατήσει εναντίον κατακτητών, όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Διάκος, αποτελούσε μετά το 1974, αλλά κυρίως μετά το 1982, αναγνώριση και δικαίωση από την ίδια τους την πατρίδα. Είναι η συγγνώμη που βαθιά μέσα τους ζητούσαν οι ηττημένοι και αποκλεισμένοι της μεταπολεμικής Ελλάδας, εκείνοι που είχαν την αίσθηση, όπως είπε ο Πέτρος Ανταίος, ότι είχαν «συνομιλήσει με την Ιστορία στον ενικό», φράση εξαιρετική που τα λέει όλα σε τρεις λέξεις.

Η Οντέτ Βαρών καταφέρνει να διαχειριστεί το ιδεολογικό και μυθολογικό φορτίο του θέματος όχι μέσα από μια στάση «ίσων αποστάσεων» ή επιτηδευμένου επιστημονισμού. Στέκεται κριτικά απέναντι σε εξωραϊσμούς ή μυθοπλασίες και παίρνει θέση, ξεκάθαρη θέση, με βάση την έρευνα των πηγών την οποία διεξάγει με επαγγελματική ευσυνειδησία και αυστηρή μέθοδο. Ενώ η μέχρι σήμερα ιστοριογραφία των νεολαιίστικων οργανώσεων υπερτονίζει το πολιτικό στοιχείο και η ιστορία της Αντίστασης δίνει έμφαση στην ένοπλη αντίσταση, η Οντέτ Βαρών εστιάζει τον φακό στην «εσωτερική» ιστορία των οργανώσεων, τις μελετά ως τόπους νεανικής κοινωνικότητας και πολιτικής χειραφέτησης. Ιδιαίτερα στις μικρότερου μεγέθους οργανώσεις, όπως είναι η περίπτωση της Ελληνοπούλας, η συγκρότηση της οργάνωσης γίνεται με βασικό πυρήνα την οικογένεια, την παρέα και τη γειτονιά. Στις νεανικές αντιστασιακές οργανώσεις ο στόχος είναι διπλός: να διώξουν τον κατακτητή αφενός και να φτιάξουν μια καινούργια κοινωνία αφετέρου. Το όραμα αυτό όμως διχάζει τη νεολαία, όπως ανάγλυφα φαίνεται στο βιβλίο, εφόσον οι μεν οραματίζονται την καινούργια κοινωνία κομμουνιστική (και εδώ είναι αναμφίβολα οι περισσότεροι, όπως δείχνει η μαζικότητα της ΕΠΟΝ) και οι δε την οραματίζονται φιλελεύθερη, όπως την περιγράφει ο νεαρός εδεσίτης Φαίδωνας Μαηδόνης.

Η ελευθερία των γυναικών
Παρά τις ιδεολογικές διαφορές, ωστόσο, οι αντιστασιακές οργανώσεις νέων λειτούργησαν ως τόποι χειραφέτησης της νεολαίας. Η λειτουργία αυτή υπήρξε ιδιαιτέρως σημαντική για την περίπτωση των νεαρών γυναικών που εντάχθηκαν στις γραμμές τους. Μέσα στον πόλεμο το βίωμα της «ακραίας εποχής», το αίσθημα ελευθερίας που χαρίζει η παρανομία, ηεπιλογήτης Αντίστασης έδωσαν στις Ελληνίδες που στρατεύτηκαν στις αντιστασιακές οργανώσεις την ευκαιρία να υπερβούν τα όρια της συντηρητικής κοινωνίας και να βιώσουν μια πληρέστερη ενηλικίωση από τους άνδρες συναγωνιστές τους. Η ΕΠΟΝ ήταν η οργάνωση που συστηματικά έβαλε τη γυναίκα στο προσκήνιο και έδωσε την ευκαιρία σε νεαρές γυναίκες όχι μόνο της πόλης αλλά και της υπαίθρου να διεκδικήσουν έναν διαφορετικό κοινωνικό ρόλο από εκείνον της μητέρας και συζύγου. Το ΕΑΜ άλλωστε έδωσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, εκλέγοντας το 1944 τις πρώτες πέντε γυναίκες βουλευτές στις εκλογές της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ).

Η σχέση της συγγραφέως με τους αφηγητές και τις αφηγήτριες του βιβλίου της καθορίζει το ύφος και το περιεχόμενο της γραφής. Η Οντέτ Βαρών ισορροπεί με νηφάλια συγκίνηση πάνω στο όριο της δικής της υποκειμενικότητας, της υποκειμενικότητας των αφηγητών/ πρωταγωνιστών της ιστορίας και στην αντικειμενική βαρύτητα του ίδιου του γεγονότος της Αντίστασης. Με αυτή την έννοιαΗ ενηλικίωση μιας γενιάςείναι και βιβλίο αυτοβιογραφικό. Καθρεφτίζει τις ιδέες, τις αξίες, τις επιλογές ζωής της συγγραφέως. Καταγράφει τη δική της επιστημονική ενηλικίωση, την πορεία προς ένα έργο γραμμένο με την ωριμότητα του ενηλίκου και τον ενθουσιασμό του εφήβου. Ενα βιβλίο που δεν θα γεράσει.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.