Πάει σχεδόν μία δεκαετία από τότε που ο ολλανδός δημοσιογράφος Χέιρτ Μακ ταξίδεψε στην Ευρώπη για έναν χρόνο με σκοπό να συνθέσει την εικόνα της Γηραιάς Ηπείρου στο μεταίχμιο του 20ού και 21ού αιώνα. Το υλικό του – μαρτυρίες ανθρώπων που τυχαία συνάντησε στον δρόμο του – οργανώνεται σε δώδεκα κεφάλαια, ένα για κάθε μήνα του χρόνου, και κάθε μήνας καλύπτει μια χρονική περίοδο. Δεκάδες Ευρωπαίοι αφηγούνται στον Μακ την ιστορία τους και αυτές συνθέτουν το πολύχρωμο, συγκλονιστικό χρονικό του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα. Από τον εγγονό του Κάιζερ Γουλιέλμου Β´ ως την Αντριάνα Βάρνο, η οποία εργάζεται ως θυρωρός στο πρώην ναζιστικό στρατόπεδο Μπίρκεναου, από απογόνους ισπανών πολιτικών προσφύγων που κατέφυγαν μετά την ήττα των Δημοκρατικών, το 1939, στα Πυρηναία ως την grande dame – έτσι την αποκαλεί ο ίδιος – Ελενα Κοσμετάτου, που τη συναντά στην Κεφαλλονιά και του αφηγείται μια δυνατή ιστορία από την περίοδο της Κατοχής. Μότο του βιβλίου, που μας εισάγει εξαιρετικά στο πνεύμα του, μια ρήση του Χόρχε Λουίς Μπόρχες: «Ο άνθρωπος βάζει στόχο τη χαρτογράφηση του κόσμου. Με το πέρασμα των χρόνων γεμίζει ένα χώρο με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, όρμους, πλοία, νησιά, ψάρια, δωμάτια, εργαλεία, αστέρια, άλογα και ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι μέσα σ’ αυτό τον υπομονετικό λαβύρινθο από γραμμές διαγράφεται η εικόνα του δικού του προσώπου».


Παλιά στρώματα μπογιάς


«Τα ταξίδια στην Ευρώπη» γράφει ο Μακ «όλους αυτούς τους μήνες, έμοιαζαν σαν να έξυνα παλιά στρώματα μπογιάς. Περισσότερο παρά ποτέ, συνειδητοποιούσα πως, από γενιά σε γενιά, είχε σχηματιστεί ένα περίβλημα απόστασης και αποξένωσης ανάμεσα στους κατοίκους της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης. Εχουμε εμείς οι Ευρωπαίοι, άραγε μια κοινή ιστορία; Φυσικά, και ο καθένας μπορεί να απαριθμήσει τον κατάλογο: Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Αναγέννηση, Μεταρρύθμιση, Διαφωτισμός, 1914, 1945, 1989. Αλλά πόσο αποκλίνουν μεταξύ τους οι ατομικές ιστορικές εμπειρίες των Ευρωπαίων; Εκείνου του ηλικιωμένου πολωνού οδηγού με τον οποίο μίλησα και ο οποίος αναγκάστηκε τέσσερις φορές στη ζωή του να μάθει καινούργια γλώσσα· του αντρόγυνου από τη Γερμανία, που, αφού βομβαρδίστηκε το σπίτι τους, καταδιώχθηκε στη συνέχεια ανελέητα σ’ ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη· της βασκικής οικογένειας που μια παραμονή Χριστουγέννων κόντεψαν να σκοτωθούν λογοφέρνοντας για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, και έκτοτε δεν ξαναμίλησαν ποτέ πια μεταξύ τους· των Ολλανδών, των Δανών και των Σουηδών, οι οποίοι συνήθως έμεναν στο απυρόβλητο. Για βάλτε στο ίδιο τραπέζι Ρώσους, Γερμανούς, Βρετανούς, Τσέχους και Ισπανούς και αφήστε τους να διηγηθούν τις οικογενειακές τους ιστορίες. Είναι διαφορετικοί κόσμοι. Κι όμως ανήκουν στην Ευρώπη».


Φυλλομετρώντας τον τόμο, φτάνουμε στον Αύγουστο, που αντιστοιχεί στην περίοδο 1942-1944. Η διαδρομή ξεκινά από το Στάλινγκραντ και μέσω Κιέβου, Οδησσού, Κωνσταντινούπολης, Ανωγείων Κρήτης, Αργοστολίου, Τάραντα, Νάπολι, Ρώμης, Τορίνου και Βισί καταλήγει στο Παρίσι. Εστιάζοντας στα Ανώγεια, παρακολουθούμε το metier του Μακ να μας εισάγει αριστοτεχνικά στην τραγωδία που εκτυλίχθηκε σε κείνα τα χώματα Δεκαπενταύγουστο του 1944, λίγο μετά την απαγωγή από Συμμάχους και παρτιζάνους του γερμανού διοικητή της Μεγαλονήσου, στρατηγού Κράιπε και τα αντίποινα των αρχών Κατοχής. Στο κρητικό χωριό των Ανωγείων, λέει ο Μακ, το πρωί ξεκινάει με το λάλημα των πετεινών. Ο μανάβης διαλαλεί με την ντουντούκα την πραμάτεια του που ξεχειλίζει απ’ το αγροτικό του. Κουδουνίσματα και βελάσματα ενός κοπαδιού από κατσίκες, οι φωνές κάποιας τσιγγάνας πάνω σε κάρο γεμάτο ρούχα, ένα αυτοκίνητο φορτωμένο πλαστικούς κουβάδες και λεκάνες. Οι γέροι ξεμυτίζουν από τα σπίτια τους. Κρατούν μπαστούνια, φορούν μαύρα κεφαλομάντιλα, παλτά από σκληρό ύφασμα, έχουν μακριές γενειάδες. Οι κομμουνιστές κάθονται στο δικό τους καφενείο να πιουν τον καφέ. Εδώ ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Τσε Γκεβάρα και ο Στάλιν έχουν μόνιμη, τιμητική θέση στους τοίχους. Περνάει ένα πούλμαν γεμάτο γερμανούς τουρίστες, μπαίνουν στο εστιατόριο με την υπογραφή «Ich spreche Deutsch» και ο κόσμος στην πλατεία κουνάει το κεφάλι και χαιρετάει με ευγένεια. Από ένα αγροτικό πετούν ένα γδαρμένο πρόβατο, το ματωμένο κεφάλι κυλάει χώρια στο χώμα.


Παντού πτώματα πρησμένα


Μισόν αιώνα νωρίτερα, ο τωρινός δήμαρχος του χωριού ήταν δέκα χρόνων. Ο,τι θυμάται από εκείνη τη μέρα είναι ο καπνός και η μυρωδιά του καμένου. Μαζί με μερικά παιδιά, κατάφερε να κρυφτεί σε μια σπηλιά, και στη συνέχεια περιπλανήθηκαν τρεις βδομάδες με τους αντάρτες, τρώγοντας τυρί και πίνοντας κατσικίσιο γάλα. Οταν τελικά γύρισαν στο χωριό δεν είχε μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα. Τα ρουθούνια τους έφραζε μια μυρωδιά που δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν. Τότε είδαν τα πτώματα, σκορπισμένα παντού, πρησμένα, μουσκεμένα από τη βροχή. Μαζί με την αδελφή του, αποφάσισε τότε να πάει σε ένα γειτονικό χωριό για να δει αν ο παππούς του ήταν ακόμη ζωντανός. Κάτω από ένα δέντρο αντίκρισε κάποιον άντρα σκοτωμένο με ένα αγοράκι στην αγκαλιά του. Εμοιαζαν σαν να κοιμόντουσαν. Την ίδια καταστροφή προκάλεσαν οι Γερμανοί και στα χωριά Βιάννος, Κοντομάρι και Μύρτος. Από το Κοντομάρι σώζονται μια χούφτα φωτογραφίες: οι άντρες του χωριού, συγκεντρωμένοι σε έναν ελαιώνα· ένας όμορφος νεαρός με πλούσια σγουρά μαλλιά που ικετεύει για τη ζωή του· το εκτελεστικό απόσπασμα, ένας φαντάρος σε πρώτο πλάνο χαμογελάει ενώ σημαδεύει τους αιχμάλωτους χωρικούς· τα πτώματα το ένα σωριασμένο πάνω στο άλλο. Παρ’ όλα αυτά, όταν δεκάξι χρόνια αργότερα ο γερμανός στρατιωτικός που τράβηξε τις φωτογραφίες πέρασε από το χωριό, ο μοναδικός επιζών της σφαγής τον κάλεσε και τον κέρασε ρακή. Στα μαρτυρικά χωριά της Κρήτης, όπως άλλωστε και της υπόλοιπης Ελλάδας, κανείς δεν ξεχνά. Ομως εδώ όλοι προτιμούν να κάνουν σαν να μη συνέβη τίποτα. Μόνο στο Μύρτο ο συνταξιούχος δάσκαλος απαγορεύει στους γερμανούς τουρίστες να μπουν στο ιδιωτικό μουσείο που έχει στήσει. Μήτε στα παιδιά τους επιτρέπεται να μπουν. Αλλά όπως λένε οι άντρες στην πλατεία στρέφοντας με μια θλιμμένη κίνηση το κεφάλι τους, ο πόλεμος τού άφησε βαρύ τραύμα.


Η σφαγή της μεραρχίας Ακουι


Η άλλη ιστορία έχει να κάνει με την Κεφαλλονιά. Ο Χέιρτ συνάντησε εδώ τους Κοσμετάτους. Η κυρία Ελενα κατάγεται από τη Ροδεσία, μεγάλωσε στην Αθήνα και έζησε μιαν άνετη ζωή χάρη στην περιουσία που η οικογένειά της είχε αποκτήσει στην αποικία. Ο γέρος κύριος Κοσμετάτος δείχνει ένα μεγάλο βιβλίο με βυζαντινές εικόνες και ψιθυρίζει στα γαλλικά ένα σόκιν ανέκδοτο. Η γυναίκα του τού λέει να σωπάσει και αρχίζει να μιλάει για τον πόλεμο. «Περάσαμε καλά χρόνια με τους Ιταλούς. Οταν έφτασα εδώ το 1941 με το καράβι, όπως κατεβαίναμε ο γιος μου έχασε το ένα του πεδιλάκι στη θάλασσα. Αμέσως δυο Ιταλοί φαντάροι βούτηξαν στο νερό για να το βγάλουν. Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τις… δυνάμεις κατοχής». Αραγε οι φαντάροι εκείνοι να επέζησαν της καταστροφής που περίμενε τη μεραρχία Ακουι η οποία εξοντώθηκε ανελέητα από τη Βέρμαχτ, όταν η Ιταλία συνθηκολόγησε, τον Σεπτέμβριο του 1943; Ο διοικητής της ιταλικής φρουράς, στρατηγός Γκαντίν, βρέθηκε τότε σε δίλημμα: να παραδοθεί στους Γερμανούς ή να τους χτυπήσει. Από το δίλημμα τον έβγαλαν οι φαντάροι του που αποφάσισαν να αντισταθούν στους Γερμανούς, οι οποίοι στη σύντομη μάχη που ακολούθησε είχαν βαριές απώλειες. Ομως, στις 22 Σεπτεμβρίου τα πυρομαχικά των Ιταλών σώθηκαν και στις 11 το μεσημέρι ύψωσαν λευκή σημαία. Τότε άρχισε μαζική σφαγή των Ιταλών. «Γονάτιζαν, έκλαιγαν με λυγμούς, προσεύχονταν, τραγουδούσαν» έγραψε ο στρατιωτικός ιερέας Ρομουάλντο Φορμάτο, ένας από τους λίγους που επέζησαν. Πολλοί άντρες φώναζαν τα ονόματα μητέρων, γυναικών, παιδιών. Τρεις αξιωματικοί αγκαλιάστηκαν. «Στη ζωή ήμασταν σύντροφοι, έτσι μαζί θα πάμε και στον παράδεισο» φώναζαν. Ορισμένοι έσκαβαν το γρασίδι, σαν να προσπαθούσαν να διαφύγουν μέσα από τη γη. Τα σώματα των 5.000 εκτελεσμένων Ιταλών αποτεφρώθηκαν ή φορτώθηκαν σε μαούνες που βυθίστηκαν στα ανοιχτά. Η κυρία Κοσμετάτου θυμάται πως στη διάρκεια της σφαγής ένας ταξιτζής έφερε και άφησε στην πόρτα της έναν τραυματισμένο ιταλό φαντάρο, ένα απελπισμένο αγόρι. «Τι να τον κάνω;» είχε φωνάξει εκείνη. «Κάνε κάτι, έχει κι αυτός μάνα!» της πέταξε ο ταξιτζής καθώς απομακρυνόταν μαρσάροντας. Αυτό και έκανε. Σήμερα ο Ιταλός εκείνος ζει με την οικογένειά του στη λίμνη Κόμο, όπου διατηρεί εστιατόριο.