Ο τίτλος του μυθιστορήματος, εμπνευσμένος από στίχο της Εμιλυ Ντίκινσον, που παρατίθεται και ως εισαγωγικό μότο, δεν πιστεύουμε πως καλωσορίζει την επερχόμενη νύχτα, ούτε κυριολεκτικά ούτε καν μεταφορικά, όπως διατείνεται ο βιογράφος τής Τζην Ρυς και την άποψή του υιοθετεί στον πρόλογό της η μεταφράστρια. Παρομοίως δεν συμφωνούμε με όσους θεωρούν τη Ρυς προπαντός μια πρόδρομη φεμινίστρια συγγραφέα και υποστηρίζουν ότι η τελική σκηνή του μυθιστορήματος, με την ηρωίδα να ενδίδει στην ερωτική συνεύρεση με τον άγνωστο άντρα, σηματοδοτεί μια κάποια λύση των υπαρξιακών της αδιεξόδων και, κατ’ επέκταση, των διλημμάτων της συγγραφέως, δεδομένου ότι ολόκληρο το έργο τής Ρυς κρίθηκε ως, κατά βάση, αυτοβιογραφικό.


Το μυθιστόρημα ζητεί να σκιαγραφήσει μια γυναικεία ψυχοσύσταση, που οι ειδήμονες της ψυχοπαθολογίας θα αποδέχονταν ως αντιπροσωπευτική και οι ομοιοπαθείς της ηρωίδας θα αναγνώριζαν σε αυτήν δικά τους συμπλέγματα και συμπεριφορές. Πέραν των συγκεκριμένων βιογραφικών της συντεταγμένων, που θα μπορούσαν και να παραλλάσσουν χωρίς ουσιαστική μεταβολή του ψυχισμού της, πρόκειται για μια περίπτωση ψυχαναλυτικά άκρως ενδιαφέρουσα, όταν, συμπτωματικά, το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1939, έτος θανάτου του Φρόυντ. Ενώ, και πάλι συμπτωματικά, η δεύτερη ελληνική μετάφραση του μυθιστορήματος, που πιθανώς και να σημαίνει την επανέκδοση των βιβλίων τής Ρυς, συμπίπτει με το διανυόμενο έτος Φρόυντ, μια και το 2006 συμπληρώνονται 150 χρόνια από τη γέννηση του βιεννέζου «ιδρυτή της ομιλητικότητας».


Περιφερόμενος ιεραπόστολος


Απαξ, προς το τέλος του μυθιστορήματος, μια πλουσία κυρία αναφέρεται στην ψυχανάλυση, αποφαινόμενη πως θα μπορούσε να βοηθήσει, προσθέτοντας ότι οι απόψεις του Αντλερ τής φαίνονται περισσότερο ολοκληρωμένες. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται Οκτώβριο του 1937 στο Παρίσι και ο Αλφρεντ Αντλερ πέθανε στα τέλη εκείνου του έτους, από καρδιακή προσβολή, στη Σκωτία, περιφερόμενος ιεραπόστολος της θεωρίας του. Παρ’ όλο που η ηρωίδα ειρωνεύεται την πλούσια κυρία, η συγγραφέας φαίνεται να υιοθετεί την πεμπτουσία της «ατομικής ψυχολογίας», όπως αποκαλείται η αντλεριανή τάση. Κατ’ αυτήν, βασικό κίνητρο της συμπεριφοράς δεν είναι η σεξουαλικότητα αλλά ένα βαθύ αίσθημα κατωτερότητας, που οι γυναίκες βιώνουν έντονα, με την ανασφάλεια και τη ματαίωση να δημιουργούν πυρήνες νευρώσεων. Παρεμπιπτόντως, στον Μεσοπόλεμο η Ρυς έζησε στη Βιέννη και στο Παρίσι, όταν διαμορφώνονταν ρεύματα και σχολές της ψυχανάλυσης.


Μόνη η ηρωίδα, χωρίς συγγενείς και στενούς φίλους, πηγαίνει από το Λονδίνο στο Παρίσι ένα δεκαπενθήμερο ταξίδι, μετά από μιαν απόπειρα αυτοκτονίας, μήπως και κατορθώσει να επιβιώσει χωρίς υποτροπίαση των αυτοκαταστροφικών έξεων. Συνειδητοποιεί εαυτήν σαν μια γυναίκα που γερνάει χωρίς να έχει υπάρξει ποτέ πραγματικά νέα. Ανέκαθεν διυλίζει τις πράξεις των άλλων και τις δικές της, με έντονο το αίσθημα της ανεπιθύμητης και παρείσακτης. Επιζητεί να ξεφύγει, αλλάζοντας όνομα, κόμμωση και ενδύματα, ενώ περνά διαδοχικές φάσεις επιβεβαίωσης και παραίτησης. Την τρομάζουν οι δημόσιοι χώροι. Στα βλέμματα των ανδρών νομίζει πως διακρίνει κοροϊδία και λύπηση. Ανδρες, γυναίκες, ολόκληρο το ανθρώπινο γένος γίνονται «μια αγέλη από φριχτές ύαινες». Ο φόβος μεταπίπτει στο γειτονεύον μίσος. Τα εφιαλτικά αισθήματα κλιμακώνονται σε κρίσεις πανικού. Καταφεύγει στις τουαλέτες, αλλά εκεί, απέναντί της, βρίσκεται ένας καθρέφτης. Κλείνεται στα δωμάτια ξενοδοχείων, όμως τότε χυμούν άλλοι λύκοι, αγριότεροι από το παρελθόν.


Σε αυτό το μυθιστόρημα ο αφηγηματικός τρόπος τής Ρυς είναι μια ροή συνειρμών ψυχαναλυτικής υφής, όπου συμβάντα και συναισθήματα δεν ιεραρχούνται. Τον μονόλογο διακόπτουν διαλογικές νουθεσίες εις εαυτόν και παρενθετικές απορίες σαν μετέωρες. H ηρωίδα είχε ζήσει για ένα διάστημα στο Παρίσι με κάποιον αγαπημένο της, που την εγκατέλειψε, αποκτώντας, όπως και η συγγραφέας, ένα βρέφος το οποίο δεν επέζησε. Επανερχόμενη, συχνάζει στα ίδια μέρη, με σκιώδεις παρέες. Χωρίς χρονική αλληλουχία τα παρελθοντικά γεγονότα παρεμβαίνουν στο παρόν της αφήγησης, με το ίδιο σαφές περίγραμμα και συντακτική ευταξία. Αποσπασματική η αφήγηση, δεν επιδιώκει την ένταση ούτε κάποια κορύφωση. Ελλειπτική στην παράθεση των σκηνών, συγχέει παρελθοντικά με παροντικά αισθήματα, προβάλλοντας αλλοτινούς βιαστές σε ανούσιες παρουσίες του παρόντος, όπως το ζιγκολό που ονειρεύεται ένα λείψανδρο Λονδίνο.


Αδόκιμο αλλά κατανοητό


Με το Καλημέρα, Μεσάνυχτα η Ρυς συμπλήρωσε την πρώτη συγγραφική της περίοδο, που διήρκεσε από το 1927 ως το 1939 και αριθμεί μία συλλογή διηγημάτων και τρία μυθιστορήματα. Μόλις το 1966 εξέδωσε το θεωρούμενο ως καλύτερο βιβλίο της, H πλατιά θάλασσα των Σαργάσσων, περιστρεφόμενο γύρω από έναν δευτερεύοντα χαρακτήρα του μυθιστορήματος της Σαρλότας Μπροντέ Τζέην Εϋρ, την κρεολή πρώτη σύζυγο του γοητευτικού κυρίου Ρότσεστερ, που, στο μυθιστόρημα της Ρυς, αποκαλύπτει ένα διαφορετικό πρόσωπο. Με αυτό το μυθιστόρημα πρωτοεμφανίστηκε η Ρυς στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, Ιούλιο 1987, από τις εκδόσεις Γνώση, σε μετάφραση N. Μαγιάκου, για να ακολουθήσουν, το επόμενο έτος, τα μυθιστορήματα Ταξίδι στο σκοτάδι και Καλημέρα, Μεσάνυχτα, καθώς και η συλλογή διηγημάτων Οι τίγρεις είναι πιο όμορφες, και τα τρία από τις εκδόσεις Γλάρος, σε μετάφραση Δ. Κωστελένου.


Απορούμε γιατί αυτές οι παλαιότερες εκδόσεις αποσιωπώνται. Εστω κι αν οι εκδοτικοί οίκοι εξέπνευσαν, παραμένει γεγονός ότι εξέδωσαν ορισμένα ενδιαφέροντα βιβλία ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, σε αξιοπρεπείς μεταφράσεις. Υστερα, η παλαιότερη μετάφραση θα μπορούσε να αποβεί βοηθητική, αποτρέποντας ασαφείς και στρυφνές εκφράσεις. Λ.χ., σε μια συζήτηση περί Αγγλίας και έρωτος, υπάρχει η διατύπωση: «Εχουμε τα εθνικά μας τριαντάφυλλα μόνο και μόνο γιατί τα φύλλα τριανταφυλλιάς είναι ένα ήπιο καθαρτικό». Ενώ ο Κωστελένος μεταφράζει: «Εχουμε βέβαια το ποσοστό μας σε «αγάπες και λουλούδια», αλλά μόνο επειδή όλο αυτό είναι ένα ήπιο ηρεμιστικό». Τουλάχιστον η δεύτερη εκδοχή παράγει νόημα. Ή ακόμη, τι σημαίνει «ο τρόπος που κλαίω με πληγώνει κάθετα»; Ενώ το «κλαίω μ’ ένα τρόπο που σου πληγώνει τα μέσα σου», αδόκιμο μεν, αλλά κατανοητό. Κατά τα άλλα, η μετάφραση είναι μάλλον ρέουσα, καθ’ όσον και πεζογράφος η Αργυρώ Μαντόγλου, ενώ αναπαράγονται τα βιογραφικά τής Ρυς και η σύνοψη της υπόθεσης, με τη νεανική φωτογραφία της συγγραφέως να μεταφέρεται από το οπισθόφυλλο στο εμπροσθόφυλλο.