Τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βιβλία του 1929 (έναν χρόνο μετά την αυτοχειρία του Καρυωτάκη) θεωρούνται το Ελεύθερο πνεύμα του Γ. Θεοτοκά και η Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στ. Δούκα. Το «ρωμάντσο» της άγνωστης ακόμη και σήμερα Ντόρας Ρωζέττη (NP) H Ερωμένη της, δημοσιευμένο την ίδια χρονιά, δεν μνημονεύεται πουθενά, ειμή σε μια ενθουσιώδη κριτική του Ξενόπουλου στη Νέα Εστία. Και όμως το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να είχε πάρει ιδιαίτερη θέση στη νεοελληνική πεζογραφία για τον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας εκθέτει την τολμηρή – ακόμη και για τις μέρες μας – ιστορία του ομόφυλου, γεμάτου πάθος έρωτά της. Θα έβρει εντέλει το βιβλίο τη θέση του μέσα στον ούτως ή άλλως συζητήσιμο Κανόνα της νεοελληνικής πεζογραφίας; Αγνωστο. Το γεγονός ωστόσο ότι το ανέσυρε από τη λήθη και το επανεξέδωσε η φιλέρευνος Χριστίνα Ντουνιά (XN) μάς προσφέρει την ευκαιρία να το διαβάσουμε και, έστω και καθυστερημένα, να το αξιολογήσουμε με τη σειρά μας.


Φοιτήτρια της Χημείας


Την ταυτότητα της Ντόρας Ρωζέττη δεν τη γνωρίζουμε και ενδεχομένως να μη τη μάθουμε ποτέ. Στο Επίμετρό της η XN καλά κάνει και δεν καταφεύγει σε βιαστικές υποθέσεις. Αν η έρευνά της ικανοποιήσει την περιέργειά μας, όπως το ελπίζουμε, έχει καλώς. Ομως ακόμη κι αν τελικά μείνει άγνωστη η συγγραφέας αυτής της ομόφυλης ιστορίας δεν πειράζει. H «quasi αυτοβιογραφία», όπως αποκαλεί το βιβλίο ο Ξενόπουλος, μας αποκαλύπτει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα φοιτήτρια της Χημείας (νησιωτοπούλα στην Αθήνα, τέλος δεκαετίας του ’20), πολιτικά και λογοτεχνικά υποψιασμένη, μέλος μιας άτυπης φιλολογικής «Λέσχης», φίλη λογοτεχνών και, κυρίως, ικανή αφηγήτρια, που, μολονότι συντάσσει ένα πρωτόλειο, δίνει στην ιστορία της και πνοή αυθεντικότητας και έντονο ρυθμό – τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της. Δεν πρέπει να μας διαφύγει επίσης η περιγραφόμενη (για τις ανάγκες της ιστορίας) τοπογραφία της Αθήνας και ειδικότερα το όλο κλίμα της εποχής, οι φοιτητικές παρέες και εκδρομές, όπως άλλωστε και η πεισιθάνατη και συνάμα μποέμικη διάθεση των νεαρών διανοούμενων με τους οποίους συγχρωτίζεται η συγγραφέας.


Σωστά (ως ένα μεγάλο βαθμό) η XN συσχετίζει την Ερωμένη με τις αυτοβιογραφικές Εξι νύχτες στην Ακρόπολη – που συντάσσονται την ίδια περίπου εποχή (1926-1930) – και με την Αργώ που κυκλοφορεί λίγο αργότερα. Οι πρωταγωνίστριες στις Εξι νύχτες και στην Ερωμένη, η Μπίλιω ή Σαλώμη του Σεφέρη και η Αστάρτη (και Σαλώμη επίσης!) της Ρωζέττη φαίνονται να μοιάζουν και μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί αν οι δύο συγγραφείς συναντήθηκαν ποτέ στον περιορισμένο λογοτεχνικό χώρο τής τότε Αθήνας. Ομως ο ερωτισμός στις Εξι νύχτες είναι περισσότερο υποδόριος, το υλικό της ιστορίας ετερόκλιτο (ένα είδος κέντρωνα) και προφανής ο εγκεφαλισμός. Στην Ερωμένη ο έρωτας ανάμεσα σε δυο κορίτσια διασαλπίζεται απερίφραστα, σχεδόν επιθετικά. Εδώ έγκειται και η πρωτοτυπία του βιβλίου και παρά το γεγονός ότι η εποχή αυτή (σαφώς πιο φιλελεύθερη από όσο δέκα χρόνια αργότερα, μεταξικό καθεστώς, παραμονές Πολέμου κ.λπ.) ευνοεί το αντισυμβατικό και το «ανορθόδοξο», η Ερωμένη είναι μοναδικό δείγμα αυτής της τάξεως του ερωτισμού.


Το βιβλίο χαρακτηρίζεται στο εξώφυλλο της 1ης έκδοσης «ρωμάντσο» (ο Κοραής θα έλεγε «ρωμανόν»), όρος που χρησιμοποιείται για να δηλωθούν, εκτός από τον «ρομαντικό» χαρακτήρα της ιστορίας, και οι ατέρμονες περιπέτειες και χωρισμοί των εραστών, προτού η μοίρα συναινέσει στο happy end ενός γάμου. Για τούτο και δεν είναι περίεργο ότι στην Ερωμένη (σελ. 45) γίνεται λόγος και για τη νύχτα του γάμου τους! Οι σημερινές συζητήσεις για τη «συζυγική» αποκατάσταση ομόφυλων εραστών έχει ρίζες παλαιές, όπως φαίνεται. Υποπτεύομαι λοιπόν πως ο προσδιορισμός της Ερωμένης ως ρομάντσου γίνεται συνειδητά από τη συγγραφέα για να προσδώσει στον όρο νέα, ευρύτερη και πιο ενδιαφέρουσα σημασία. Φευ όμως! Ογδόντα χρόνια μετά Ελληνες συγγραφείς ακολουθούν ανίδεοι την πεπατημένη των κλασικών και εν πολλοίς ακίνδυνων ρομάντσων.


Ερωτες και χωρισμοί


Οπως όλα δείχνουν η Ερωμένη είναι πρωτόλειο αλλά με τόσες εγγενείς λογοτεχνικές αρετές, πέρα βέβαια από την τολμηρότητά του. Το βιβλίο απορρέει από την τακτοποίηση ημερολογιακού τύπου σημειώσεων που κρατά η συγγραφέας γύρω στα τρία χρόνια (από το 1926 ως τις αρχές του 1929) όσο διαρκεί και η ιστορία των ερώτων και των χωρισμών. H σημασία της «γραφής» και «εγγραφής» των δεδομένων είναι ομολογημένη από τη NP, άλλο ένα δείγμα πως δεν είναι ανυποψίαστη. Οι διάλογοί της είναι κάποτε ζωηροί, όμως προτιμώ την περιγραφή και την εξιστόρηση των συμβάντων. Οι παθιασμένες και συνάμα «ρομαντικές» περιπτύξεις των κοριτσιών διατηρούν τη χάρη του απροσποίητου, αγκαλά η βιάση να εκτεθούν, ως έχουν, τους αφαιρεί κάποτε μυστήριο και δραματικότητα. Αναρωτιόμαστε τι βιβλίο θα είχαμε, αν η νεαρή Ρωζέττη αντί να εκθέτει παρατακτικά τις περιπέτειές της, τις οργάνωνε διαφορετικά και, κυρίως, αν έπαιρνε λίγα ακόμη μαθήματα από το πρότυπό της, τη Σαπφώ. Παραταύτα δεν είναι άτοπο να συγκρίνουμε κάποια πράγματα. H διάσημη σκηνή λ.χ. στην οποία η ποιήτρια κοιτάζει την αγαπημένη της να συζητά με άλλον και η συνακόλουθη περιγραφή, πρώτη στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, της ερωτικής παθολογίας (Fr. 31 LP.) επανεμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές (βλ. π.χ. σελ. 66-67) και στην Ερωμένη.


Ομως, όπως έχουμε υπαινιχθεί, εκείνο που κάνει το βιβλίο μοναδικό για την ιστορία των γραμμάτων μας είναι η πρόθεση της συγγραφέως: να αφηγηθεί χωρίς περιστροφές μια ιστορία που συνήθως παραμένει ιδιωτική. H τροπή του ιδιωτικού σε δημόσιο δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Ειδικά όταν πρόκειται για τέτοιου είδους θέματα. H ίδια γνωρίζει πως αυτό που κάνει (αυτό που γράφει εντέλει) είναι «αλλόκοτο», έχει πλήρη συνείδηση της ιδιαιτερότητάς της, αντιλαμβάνεται τη θέση της μέσα στο περιβάλλόν της, όμως επιμένει να διαλαλεί τον έρωτά της, χωρίς ενοχές, με απόλυτη φυσικότητα και παρρησία, χωρίς φεμινιστικές θεωρίες. Χωρίς καν να αισθάνεται πως πρέπει να δικαιολογηθεί. Πόσοι Ελληνες συγγραφείς έχουν επιδείξει τόση γενναιότητα και ανεξαρτησία και μάλιστα τόσο νωρίς στα γράμματά μας;


Είναι προφανές ότι η Ερωμένη δεν καταγράφεται στα ευπώλητα του 1929 και αν δεν ήσαν ο Ξενόπουλος και η Χριστίνα Ντουνιά, ίσως δεν θα μαθαίναμε ποτέ την ύπαρξή της. Ομως για την ίδια τη συγγραφέα τι γνωρίζουμε; Για την ώρα μόνο ένα που ίσως αρκεί: πως η N. Ρωζέττη (τι ψευδώνυμο κι αυτό!) κάθησε μια μέρα και έβαλε σε τάξη την αυθάδη, αιρετική και προκλητική ιστορία της. Μάλλον χωρίς τη συνδρομή κανενός και χωρίς να περιμένει τίποτε. Μόνο κριτήριό της η αίγλη της προσωπικής της αυθαιρεσίας. Με μοναδικό γνώμονα, όπως και η Σαπφώ, τον δικό της έρωτα. Και να χαθεί λοιπόν ξανά η μποτίλια που πέταξε μια μέρα στο πέλαγος η άγνωστη Ρωζέττη, δεν έχει σημασία. Ας περιφέρεται στα κύματα της ιστορίας. Ετσι κι αλλιώς, μερικά βιβλία δεν πρόκειται να αγαπηθούν ποτέ απ’ τους πολλούς.


Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.