Και παλαιότερα ο Γ. Γιατρομανωλάκης είχε δείξει, ιδιαίτερα στα ποιητικά του, μια κάποια παιγνιώδη διάθεση, καθώς και ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ, με τα δύο ωστόσο τελευταία βιβλία του μεταμορφώνεται σε σατιριστή ιερών και οσίων: το πολύστιχο ποίημα Ελίνας κλέος, που εξέδωσε το Πάσχα του 2002 (εκδόσεις Αγρα), και το πρόσφατο έβδομο μυθιστόρημά του, συνυπολογίζοντας στα μυθιστορήματα ή έστω στις μυθιστορίες το προ δεκαετίας εκδοθέν Βιβλίον καλούμενον ερωτικόν, που συγγενεύει με το καινούργιο ως προς την υφολογική εκζήτηση. Εμπαικτική παρωδία θα χαρακτηριζόταν το ποίημα, με αντικείμενο τα πατριωτικά ποιήματα, όπως δηλώνει και ο υπότιτλος. Παρομοίως, το μυθιστόρημα και με τον υπότιτλο «ένα ιστορικό μυθιστόρημα» αποκαλύπτει ευθύς εξαρχής την πρόθεση του συγγραφέα να διακωμωδήσει το τόσο προσφιλές όσο και τιμημένο στις ημέρες μας είδος του ιστορικού μυθιστορήματος. Οπως και στο ποίημα, ο συγγραφέας δεν αρκείται στη σκωπτική μίμηση ύφους και θέματος, αλλά συνδυάζει την παρωδία με τη σάτιρα.


Λεκτική δεξιότητα


Και στα δύο βιβλία, ποιητικό και πεζογραφικό, ο Γιατρομανωλάκης επέλεξε ως κυρίως ρητορικό τρόπο την υπερβολή, επιδεικνύοντας για μία ακόμη φορά τη λεκτική του δεξιότητα, την σήμερον σπάνιο χάρισμα για έναν μυθιστοριογράφο. Από μια άποψη θα μπορούσε να πει κανείς πως η σχεδόν λοιδορός παρωδία ιστορικού μυθιστορήματος που φτιάχνει «σπάζει το φράγμα της πεζογραφικής μας μετριότητας», για να επαναλάβουμε μετά 23 συναπτά έτη τη διατύπωση με την οποία εκλεκτός πανεπιστημιακός δάσκαλος είχε υποδεχθεί την εκ των υστέρων και βραβευθείσα Ιστορία, τρίτο πεζογραφικό του Γιατρομανωλάκη.


Μια παρωδία λοιπόν ιστορικού μυθιστορήματος φαινομενικώς με θέμα τα έργα και τις ημέρες του Ελευθέριου Βενιζέλου, ενώ ως απώτερος στόχος των 300 μυθιστορηματικών σελίδων προβάλλει, όπως και των 13 ποιητικών, η σχεδόν εμπαθής γελοιοποίηση του κλέους της Ελλάδος και συνάμα του άλλοτε ποτέ χριστιανού ορθόδοξου ελληνόπαιδος. Αν τώρα ο παππούς του μυθιστορήματος παλεύει με το Κακό, ο συγγραφέας δίνει τη δική του μάχη με δύο γίγαντες ή έστω με έναν γίγαντα, τον θείο Πλάτωνα, και ένα μαύρο πρόβατο της αμερικανικής λογοτεχνίας, όπως ο ίδιος ξεγελιέται πως είναι το μαύρο πρόβατο της ελληνικής, τον Τζέρομ Ντέιβιντ Σάλιντζερ. Παρεμπιπτόντως, για την πάλη του συγγραφέα με τον αθηναίο φιλόσοφο και το εξ Αμερικής alter ego του είμαστε προϊδεασμένοι ακόμη πριν από την έκδοση του βιβλίου, καθώς ο ίδιος ο συγγραφέας στη μεγαθυμία του, γνωρίζοντας πως οι κριτικοί του δεν τυγχάνουν Γερμανοί αλλά Ελληνες και δη απαξάπαντες μη Κρητικοί, άρα περιορισμένης παιδείας, φρόντισε να το εξομολογηθεί στους δημοσιογράφους επί της υποδοχής καινούργιων πονημάτων. Πάντως, εκ των υστέρων, διαπιστώσαμε ότι πολύ θα πρέπει να απασχόλησαν τον συγγραφέα οι αντιληπτικές ικανότητες του γηγενούς αναγνωστικού κοινού, οδηγώντας τον σε επεξηγήσεις επί επεξηγήσεων, πέραν των αναγκών της παρωδίας, σε βάρος της οικονομίας του συνόλου.


Ενα σεβαστό σύνολο 30 κεφαλαίων, ισοκατανεμημένων σε τρία μέρη, με τον αυτόν ακριβώς αριθμό σελίδων έκαστο, στο ύψος ενός ιστορικού μυθιστορήματος. Αντί ωστόσο της τριτοπρόσωπης, υποτίθεται πραγματολογικής, αφήγησης του παρωδούμενου προτύπου, η πρωτοπρόσωπη του συναισθηματικά εμπλεκόμενου εγγονού, διακοπτόμενη από τον λόγο του παππού αυτολεξεί, όπως τον αντιγράφει ο μικρότερος Γεώργιος από το τετράδιο που του άφησε πολύτιμη κληρονομία ο πρεσβύτερος. Γεώργιος ή και Γεωργάκης και ο παππούς και η σχέση με τον συνονόματό του εγγονό στενότατη, όπως καλή ώρα παππού και εγγονού στο διήγημα του Βιζυηνού, και αυτοί Γεώργηδες. Αδιευκρίνιστης ηλικίας ο εγγονός, το πιθανότερο μεσήλικος στο παρόν της αφήγησης, ωστόσο ο συγγραφέας στο πλάσιμο του εμφανιζόμενου ως προφορικού λόγου του πήρε ως πρότυπο τον λόγο του έφηβου Χόλντεν Κώλφηλντ από το μυθιστόρημα Ο φύλακας στη σίκαλη του Σάλιντζερ.


Αλλωστε οι χρονολογίες συνεχώς μεταβάλλονται και η διάρκεια των γεγονότων άλλοτε συρρικνώνεται και άλλοτε διογκούται, κατά την υποκειμενική αντίληψη του αφηγητή, και προς παρώδηση της ακρίβειας και πιστότητας ενός παραδοσιακού ιστορικού μυθιστορήματος.


Ως την αυτομαστίγωση


H διήγηση ξεδιπλώνεται ως αυτοβιογραφικός μονόλογος, με τον εγγονό να αυτοσαρκάζεται, φθάνοντας προς το τέλος του βιβλίου στην αυτομαστίγωση. Σύντομες και ατελείς προτάσεις αποδίδουν τις ανεπαρκώς επεξεργασμένες σκέψεις του γύρω από όσα του ανιστορούσε παιδιόθεν ο παππούς του. Οι αναδρομές και οι απανωτές αυτοαναιρούμενες επεξηγήσεις επαυξάνουν την εντύπωση της αβεβαιότητας και σύγχυσης. Ενώ επαναλαμβάνοντας ορισμένα επίθετα αόριστης φύσεως, όπως παλαβός ή τρομερός, δείχνει την αδυναμία του να κυριολεκτήσει, όπως άλλωστε και οι βοηθητικές εκφράσεις, και ούτω καθεξής ή κλπ. κλπ. Με παραδειγματική πιστότητα, εν τέλει μάλλον υπερβολική, προς το αμερικανικό πρότυπο, ο συγγραφέας πλαγιογραφεί προς έμφαση ορισμένες λέξεις ή δημιουργεί σύνθετες. Ολα αυτά, μορφικά τερτίπια του Σάλιντζερ, για να δείξει τον αυτοκαταστροφικό αμερικανό έφηβο της δεκαετίας του ’50. Με τα ίδια και μερικά πρόσθετα δικής του έμπνευσης ο Γιατρομανωλάκης πλάθει τον προσφυή για την παρωδία του αφηγητή. Αγαθιάρης, με παιδαριώδη συμπεριφορά, είναι η καρικατούρα του άλλοτε ποτέ ελληνόπαιδος που θήτευε επί μακρόν στο Κατηχητικό, ενώ η σχολική παιδεία φρόντιζε για τη σφυρηλάτηση των πατριωτικών του αισθημάτων.


H έντεχνη συρραφή των δύο λόγων επιτρέπει στον συγγραφέα μια ειρωνική περιδιάβαση στην περιοχή των ιδεών, που διαμόρφωσαν την Ελλάδα του 20ού αιώνα. Κρητικοί και ορκισμένοι βενιζελικοί, παππούς και εγγονός, ανακατεύοντας την ιστορία με τις θρυλικές εκδοχές της, αντιφωνούν στους Παλαιοελλαδίτες, όπου στον γεωγραφικό προσδιορισμό λανθάνει καταλλήλως ο υβριστικός. Ενας διασκεδαστικός εμπαιγμός, στον βαθμό που απέχει της καταγγελίας. Και έτσι περνούμε από τον Σάλιντζερ στον θείο Πλάτωνα που, ως γνωστόν, ακόμη και στους ημιμαθείς Ελληνες ανέπτυξε την περί ιδεών θεωρία του λόγου της βαθιάς δυσαρέσκειάς του προς την αθηναϊκή δημοκρατία και την άνευ σοβαρότητος διαγωγή των συμπολιτών του. Παρομοίως, το μυθιστόρημα του Γιατρομανωλάκη πιστεύουμε ότι πηγάζει από τη βαθύτατη απέχθεια ενός γνησίου τέκνου της Μεγαλονήσου προς «το Κράτος των Αθηνών» αλλά και τη θορυβώδη στάση των ομοτέχνων του, ιδίως των συγγραφέων ευπώλητων ιστορικών μυθιστορημάτων, των Κρητικών μη εξαιρουμένων. Ενώ όμως ο αθηναίος φιλόσοφος θεώρησε υψίστη την ιδέα του Καλού, ο κρητικός εξ αγχιστείας συγγενής του προτίμησε την έννοια του Κακού ως πλέον ταιριαστή στον ανατέλλοντα 21ο αιώνα, μεταφέροντας mutatis mutandis πλείστα όσα πλατωνικά, που άλλα τα καταλάβαμε από μόνοι μας και άλλα τα διαβάσαμε, όπως προείπαμε, στις συνεντεύξεις του συγγραφέα. Πάντως, η Κρητική Πολιτεία στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα, αναμφιβόλως, προβάλλει εσαεί στα μάτια ενός Κρητικού με την αίγλη της πλατωνικής ουτοπίας. Οσο για τη συνομιλία παππού και εγγονού, που ακολουθεί «τη μέθοδο της ζωντανής διδασκαλίας», θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως παρωδία μαιευτικής μεθόδου. Κατά τα άλλα, γίνεται πολύς λόγος περί ψυχών και αγγέλων, προσθέτοντας σελίδες που, όπως και στο παλαιότερον Ερωτικόν, διαβάζονται αυτές καθεαυτές ευχάριστα, προφανώς από τον επιρρεπή σε παρόμοιες απολαύσεις αναγνώστη.


Μεγαλόπνευστες μεταφορές


H ιδιαίτερη αδυναμία (με τη δισημία της λέξης) του Γιατρομανωλάκη είναι οι επιδιωκόμενες, πάντοτε μεγαλόπνευστες, μεταφορές. Μένουμε με την εντύπωση πως ό,τι κερδίζει η παρωδία το χάνει ο μεταφορικός λόγος, καθώς σε μια άσκηση ύφους προσπαθεί να παραβάλει, επιστρατεύοντας τις λεκτικές συνδηλώσεις, τρία διαφορετικά επίπεδα. Στο πεδίο της ιστορίας, ως Μεσσίας ο Βενιζέλος αναλαμβάνει τιμονιέρης της χώρας. Στο επίπεδο της μικροϊστορίας, ο παππούς, τύπος πρωτοποριακός και συνομήλικος του Χένρι Φορντ, καταπιάνεται με μηχανές εσωτερικής καύσεως, αποκτά μια Φορντ και ανοίγει δρόμους στη Μεγαλόνησο. Λίγο σαν να πλατειάζουν οι περιπέτειές του, όμως μέσω αυτών διεκτραγωδούνται μεταφορικώς δικτατορίες, εκλογικές αναμετρήσεις και αναθέματα. Ευτυχώς υπάρχει ένα συγγραφικό εύρημα που απογειώνει τη μεταφορά στη σφαίρα της παρωδίας· η βαθιά πίστη παππού και εγγονού στα θεία και ως γελοιογράφηση της ελληνικής θεοσέβειας που εισάγει στην ιστορία αγίους και οσίους, σπρώχνοντάς την στο γκροτέσκο. Τέλος, σε ένα τρίτο επίπεδο, ο εγγονός «ξεπατικώνει τις βόλτες των ιστορικών αφηγήσεων» του παππού του, οδηγώντας τη δική του αφήγηση στα κακοτράχαλα μονοπάτια των ιστορικών μυθιστορημάτων. Σχετικώς να σημειώσουμε ότι ο αφηγητής συνομιλεί νοερώς με παλαιοελλαδίτη φίλο του, ονόματι Στέφανο, όπως γράφτηκε στον Τύπο, επιλογή όχι τυχαία αλλά παραπεμπτική σε πρόσφατο ιστορικό μυθιστόρημα. Από λογοτεχνικής πλευράς αδιάφορο, αφού πάντοτε οι παρωδίες γράφονται με συγκεκριμένο στόχο, μακροημερεύουν όμως, όταν μακροημερεύουν, ανεξάρτητα από την τύχη του παρωδούμενου.