Κορυφαία πόλη στην ελληνική λογοτεχνία η Αθήνα και μια φιλότιμη σταχυολόγηση σχετικών χωρίων, όπως τα ανθολόγια που γίνονται τελευταία για άλλες πόλεις της χώρας, θα απλωνόταν σε περισσότερους του ενός τόμους. Το κατ’ εξοχήν άστυ για την Ελλάδα, η Αθήνα, βάρυνε καθοριστικά στο δίπολο πόλης – υπαίθρου, σχεδόν μονοπωλώντας το ενδιαφέρον της αστικής λογοτεχνίας από το 1834, οπότε ορίστηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, και εδώθε. Πολυπρόσωπη η λογοτεχνική Αθήνα, όπως εμφανίζεται στα διηγήματα και στα μυθιστορήματα των παλαιοτέρων, παραμερίζοντας, κάποτε και εκτοπίζοντας, ήρωες και ηρωίδες, δείχνει να παίζει το κρυφτούλι με το κλεινόν άστυ και την ιστορία του. Μια λογοτεχνική πόλη ούτε αόρατη ούτε φανταστική, φαινομενικά επαληθεύσιμη, εν τέλει όμως μόνο αληθοφανής, όπως εξηγούσε μετά φιλολογικής γλαφυρότητας η Λ. Τσιριμώκου, Σεπτέμβριο 1984, βάζοντας θεμέλιο λίθο στη γραμματολογία της πόλης, την οποία και εν μέρει στερέωσε με το ενδιαφέρον βιβλιάριό της Λογοτεχνία της πόλης, που έκτοτε αναμένει τη συνέχειά του.


H Γ. Γκότση επικεντρώνει τη συζήτηση στην Αθήνα των δύο τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, όταν παιζόταν η διελκυστίνδα Τρικούπη – Δηλιγιάννη και κυριαρχούσε η γενιά του 1880, με μάχιμους ακόμη κάποιους προδρόμους και εκκολαπτόμενους τους επόμενους. Προετοιμάζοντας το έδαφος αναπτύσσει τις περιπέτειες της λέξης ηθογραφία κατά τις νοηματικές και συνάμα αξιολογικές μεταμορφώσεις της, καθώς και την παρατηρούμενη ρευστότητα των αφηγηματικών ειδών, από τα καθαρόαιμα ως τα υβριδικά, που όλως ιδιαιτέρως τίμησε η αθηναιογραφία. Με πλατιά βιβλιογραφική ενημέρωση, η μελετήτρια επιστρατεύει τις προσεγγίσεις ξένων θεωρητικών για την καλύτερη ερμηνεία της πεζογραφικής μας παράδοσης, που αφορμάται από τους ευρωπαίους κλασικούς ή και τον E.A. Πόε. Μέσα από αυτά τα ενισχυμένα ματογυάλια προβάλλουν ο ηθικός ζόφος στον Μωραϊτίδη, το υποβαθμισμένο άστυ, το επιδεχόμενο ωστόσο αναμόρφωση, στον Ροΐδη ή το ασφυκτικό αίσθημα του εγκλεισμού στον Παπαδιαμάντη, αν και από μια άλλη άποψη, ελάχιστα διερευνημένη, δεν είναι και τόσο «μαύρα» τα αθηναϊκά του διηγήματα.


Διαφορετικά τα λογοτεχνικά προσωπεία της Αθήνας, άλλοτε αποσπασματικά, ως εικόνες και σκίτσα, περιορίζονται σε γειτονιές, κάποτε και σε ένα μόνο οίκημα ή αυλή, ενώ άλλοτε διαθέτουν μεγαλύτερο προοπτικό βάθος. Ειδικότερα η μυθιστορηματική Αθήνα αρχικά δείχνει να εξαντλείται στη χωροταξική περιγραφή της και μόνο με τους «Αθλιους των Αθηνών» του Κονδυλάκη έρχεται στο προσκήνιο, έστω και με τρόπο ηθικοδιδακτικό, η αστική εμπειρία. H πλασματική Αθήνα ενός συγγραφέα εξαρτάται από τον αφηγητή που αυτός υιοθετεί. Αλλη η θέαση του παντεόπτη και άλλη του πλάνητα, που περιδιαβάζει παρατηρώντας. Καθοριστικό, ωστόσο, αποβαίνει το ύφος, το οποίο και παραμένει από τα δυσκολότερα προσεγγίσιμα στοιχεία. Γι’ αυτό και τα αθηναϊκά διηγήματα του Μητσάκη χαρακτηρίζονται πρωτότυπα και ιδιόρρυθμα. Ωστόσο στο τελευταίο κεφάλαιο η Γκότση προχωρά σε μια μάλλον παρακινδυνευμένη ερμηνεία. Γνωστές οι οικονομικές στενοχώριες του Μητσάκη, όπως και του Παπαδιαμάντη. Ο πρώτος έφερε βαρέως τη χειρωναξία της δημοσιογραφίας, ενώ ο Σκιαθίτης παραπονούνταν για τον μεταφραστικό φόρτο. Κατά τη μελετήτρια, ο Μητσάκης, στη «Φλογέρα», προβάλλει «τη βασανιστική τριβή ανάμεσα στην αυτόνομη δημιουργία και τις απαιτήσεις που επιβάλλει η νεωτερική κοινωνία, μέσα στην οποία παράγει τα έργα του», ταυτιζόμενος με τον αυλήτη Ρουμελιώτη και αντιστοίχως ο Παπαδιαμάντης με τον «ξεπεσμένο δερβίση». Σαθρή και περιοριστική η ταύτιση, ωστόσο δίνει την ευκαιρία να σχολιαστεί με ευαισθησία η μουσικότητα του ύφους στους δύο συγγραφείς. Γενικότερα το μελέτημα, κατά τον συγκερασμό απόψεων και την ανάλυση των παραδειγμάτων, διατηρεί το θέλγητρο της αφήγησης.