Εχουν περάσει 5.000 χρόνια από την εποχή της σουμερικής γραφής, δείγματα της οποίας έχουν διασωθεί επειδή οι Σουμέριοι έγραφαν σε πήλινους πίνακες και δέλτους. Αντιθέτως, η αιγυπτιακή γραφή, αν και σύγχρονη της σουμερικής, δεν διασώθηκε διότι οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν ως μέσον γραφής τον πάπυρο, υλικό ευαίσθητο και διόλου ανθεκτικό. Οι βιβλιοθήκες είναι το αποτέλεσμα της συσσώρευσης και οργάνωσης των γραφών και η ιστορία τους ξεκινά από την αρχαία Εγγύς Ανατολή, την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη.


Το βιβλίο Οι βιβλιοθήκες του αρχαίου κόσμου του Λάιονελ Κέισον, καθηγητού Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, είναι η πρώτη ολοκληρωμένη έρευνα για τις βιβλιοθήκες του αρχαίου κόσμου. Προϋπήρξαν πολλές σχετικές μελέτες, όπως οι Kalimachos: The Alexandrian Library and the Beginnings of Bibliography του R. Blum (Madison, 1991), Ptolemaic Alexandria του Ρ. Fraser (Oxford, 1972), Bibliotheques των F. Cabrol και Η. Leclercq (Paris, 1925), τις οποίες αναφέρει ο Κέισον στις σημειώσεις του, αλλά εκείνο που έκανε ο συγγραφέας ήταν να περιγράψει με λεπτομέρειες την εξέλιξη των βιβλιοθηκών, το σύστημα με βάση το οποίο λειτουργούσαν, τα βιβλία που διέθεταν καθώς και ποιοι ήταν οι χορηγοί τους. Επίσης απαντά σε μια σειρά σοβαρά ερωτήματα όπως: Τι συνδέει την ανάπτυξη της ανάγνωσης, της γραφής και της παιδείας με την εξάπλωση των βιβλιοθηκών; Ποιοι ήταν οι παράγοντες που συνέδραμαν στην ανάπτυξη των δημόσιων βιβλιοθηκών και ειδικότερα της μεγάλης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας; Τι περιείχαν οι αρχαίες βιβλιοθήκες; Πώς αποκτούσαν τα βιβλία τους; Ποια ήταν η φύση των εκδόσεων στον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο; Πώς ο χριστιανισμός μεταμόρφωσε τη δομή και το περιεχόμενο των βιβλιοθηκών;


Το βιβλίο του Κέισον είναι οργανωμένο σε εννέα κεφάλαια, με χάρτες και εικονογράφηση, με σχέδια και φωτογραφίες, με σημειώσεις και βιβλιογραφία. Κατ’ αρχήν ο συγγραφέας εξετάζει τον χώρο της αρχαίας Εγγύς Ανατολής. Το 1980, στη Συρία, εκεί όπου στην αρχαιότητα άκμαζε η πόλη τής Εμπλα, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν το κεντρικό δωμάτιο των ανακτόρων όπου βρίσκονταν αρχειοθετημένες 2.000 πήλινες δέλτοι από το 2300 ως το 2250 π.Χ., χρονολογία κατά την οποία κατακτητές είχαν πυρπολήσει τα ανάκτορα. Οι περισσότερες από τις δέλτους περιείχαν πληροφορίες διοικητικής φύσεως, ενώ περίπου 100 είχαν σχέση με δημητριακά, ελαιόλαδο, αγροτεμάχια και κτηνοτροφία. Αλλά υπήρχαν και 60 δέλτοι, πολύ διαφορετικές, στα σουμερικά, με τα ονόματα των ασκούντων διάφορα επαγγέλματα, με γεωγραφικά τοπωνύμια και ονομασίες πτηνών και ψαριών. Είκοσι οκτώ δέλτοι ήταν δίγλωσσοι κατάλογοι στα σουμερικά και στη γλώσσα τής Ελμπα. Αυτή είναι η πρώτη βιβλιοθήκη του αρχαίου κόσμου που ήλθε στο φως.



Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στις βιβλιοθήκες του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Πρόκειται για ιδρύματα πλήρη βιβλίων, με ανοιχτές τις πόρτες σε αναγνώστες με ποικιλία ενδιαφερόντων. Και πάλι οι αρχαιολόγοι, του 19ου αιώνα, έφεραν στο φως ανάκτορα της εποχής από το 1600 ως το 1200 π.Χ., όπου βρέθηκαν πήλινες δέλτοι με συλλαβικές γραφές των πρώιμων ελληνικών. Οι δέλτοι αυτές, όπως και της Μεσοποταμίας, περιείχαν γραφές διοικητικής φύσεως. Αργότερα, τον 9ο αιώνα π.Χ., «σηκώθηκε η αυλαία, που ήταν προορισμένη να μας δώσει το δράμα, την ιστορία, τη φιλοσοφία και άλλα επιτεύγματα του πνεύματος των Ελλήνων». Το αποτέλεσμα των επιτευγμάτων αυτών είναι η βιβλιοθήκη-προπομπός της σημερινής της μορφής.


Η αλφαβητική γραφή που πρώτοι οι Ελληνες σχεδίασαν με περίπου 24 σημεία ικανά να αποδίδουν πιο σύνθετες έννοιες άνοιξε τον δρόμο για εύκολη και γρήγορη ανάγνωση και γραφή. Αυτό ήταν και το αρχικό βήμα, μας λέει ο Κέισον. Σχολεία ιδρύθηκαν για να διαδώσουν τη γνώση του «αλφαβητισμού». Οσον αφορά το κατά πόσον διαδεδομένες ήταν η ανάγνωση και η γραφή, την απάντηση μας δίνουν οι τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, οι οποίες από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. βρέθηκαν στο επίκεντρο της πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής της Αθηναϊκής πολιτείας. Οσοι πιστεύουν ότι η ανάγνωση και η γραφή την εποχή εκείνη ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες ισχυρίζονται ότι εκείνοι που πήγαιναν στο θέατρο ήξεραν και να διαβάζουν και να γράφουν. Αλλά και τα έργα του Ομήρου και άλλων ποιητών διαβάζονταν τον 5ο αιώνα π.Χ. Οι ελληνικοί αμφορείς το αποδεικνύουν αυτό. (Βέβαια, τόσο η Ιλιάδα όσο και η Οδύσσεια πέρασαν στη γραπτή τους μορφή δύο αιώνες μετά τον Ομηρο.)


Με το τέλος του 2ου αιώνα π.Χ. υπήρχαν και άλλες βιβλιοθήκες εκτός εκείνης της Αλεξάνδρειας. Φημισμένες ήσαν η βιβλιοθήκη των Σελευκιδών στην Αντιόχεια και των Αττάλων στην Πέργαμο. Από τις έρευνες που έχουν γίνει προκύπτει ότι τα έργα του Ομήρου ήταν τα «μπεστ σέλερ» της εποχής, ενώ ακολουθούσε ο Ευριπίδης. Είναι επίσης πιθανόν ότι τα έργα και των δύο αυτών αρχαίων Ελλήνων διετίθεντο σε βιβλιοπωλεία της Αλεξάνδρειας. Ενα βιβλιοπωλείο του 2ου αιώνα π.Χ. δεν είχε βιβλία στα ράφια του όπως σήμερα, αλλά διέθετε το πρωτότυπο κείμενο ενός έργου και ο πελάτης το παράγγελνε. Ενας «γραφέας» αντέγραφε το βιβλίο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που αφορούσαν σπάνια βιβλία, ο γραφέας έσπευδε στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και το αντέγραφε εκεί. Ο Κέισον σημειώνει ότι οι Ελληνες με τις λεπτολόγες μεθόδους και το σύστημα καταλογοποίησης εφηύραν τη βιβλιοθηκονομία.


Το βιβλίο του, που σταματάει στο 612 μ.Χ., είναι πολλαπλά ωφέλιμο τόσο για τον ειδήμονα όσο και για τον απλό αναγνώστη καθώς περιέχει μια πληθώρα άγνωστα στοιχεία για τις βιβλιοθήκες του αρχαίου κόσμου.


Ο κ. Ντίνος Σιώτης είναι διευθυντής του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας του προξενείου της Ελλάδας στη Βοστώνη και εκδότης του περιοδικού «Mondo Greco».