Εκδότου θέλοντος, ο υποψιασμένος συγγραφέας ξεκινά το βιβλίο του από το εξώφυλλο. Ο Μ. Κουμανταρέας, για το δέκατο τέταρτο βιβλίο του, επιλέγει μια φωτογραφία από ένα λεύκωμα της πόλης του Καρκαβίτσα το οποίο είχε εκδώσει πριν από 12 χρόνια το, τελικά βραχύβιο, τοπικό περιοδικό «Εκ παραδρομής». Ο καινούργιος ταξιδιωτικός οδηγός της Ανεξερεύνητης Πελοποννήσου» διαβεβαιώνει: «Τα Λεχαινά είναι η πατρίδα του Καρκαβίτσα, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να επισκεφθείτε αυτή την άχαρη επαρχιακή πόλη». Ωστόσο εκείνο το λεύκωμα, με τα δίπατα, πέτρινα και νεοκλασικά σπίτια, έδειχνε μια πόλη που σέβεται το παρελθόν της.


Ο Μ. Κουμανταρέας κρατάει μυστική την ταυτότητα της φωτογραφίας. Μόνο στο προτελευταίο κείμενο του βιβλίου του αποκαλύπτει, και πάλι έμμεσα, ότι πρόκειται για λεχαινίτες νεαρούς γλεντζέδες του Μεσοπολέμου· μια ανδροπαρέα που χορεύει στην παραλία του Αϊ-Θανάση. Ωστόσο όποιος έτυχε να φυλλομετρήσει το λεύκωμα, αυτό το ερωτικό, όπως θα έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις, ενσταντανέ, σίγουρα θα του εντυπώθηκε. Εξήντα τόσα χρόνια μετά τη στιγμή που απαθανάτισε ο πλανόδιος φωτογράφος, ο Μ. Κουμανταρέας πλάθει μια αφήγηση με ήρωες τους νεαρούς αυτούς άντρες της φωτογραφίας, κλέβοντας από τη λεζάντα τα μικρά τους ονόματα. Με τι ασχολούνται και ποιοι είναι οι κρυφοί πόθοι τους, πώς περνάνε τις νύχτες τους και τι άραγε απόγιναν.


Η φωτογραφία θα έδενε με έναν τίτλο παραπλήσιο με του βιβλίου· «Η μέρα για τα έργα κι η νύχτα για το σώμα».


Αλλά και το βιβλίο του Μ. Κουμανταρέα φαίνεται σαν μια αντίστοιχη φωτογραφία. Μόνο που δεν είναι τραβηγμένη το ’30 αλλά «στις μαγικές εκείνες δεκαετίες του ’50 και του ’60» και δεν εικονίζει λεχαινίτες νεαρούς αλλά Αθηναίους, όχι στην παραλία αλλά στο καφενείο «Βυζάντιο» και σε άλλα στέκια. Διαδοχικά ενσταντανέ· μια παρέα, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Κρίτων Χουρμουζιάδης και ο Κουμανταρέας, νωρίτερα μια δυάδα, ο Χατζιδάκις και ο Κουμανταρέας, που τη διαδέχεται μια άλλη, ο Κώστας Ταχτσής και ο Κουμανταρέας, πολύ αργότερα μια τρίτη, ο Γιώργος Ιωάννου και ο Κουμανταρέας. Στις φωτογραφίες διακρίνονται και άλλα πρόσωπα, σε δεύτερο πλάνο.


Το 1989 ο Μ. Κουμανταρέας εξέδωσε τον «Πλανόδιο σαλπιγκτή». Δεκατέσσερα κείμενα, σαν «ημερολόγιο της λογοτεχνίας», από το 1973 ως το 1988. Το καινούργιο βιβλίο συνεχίζει, καλύπτοντας με 22 κείμενα και περισσότερες σελίδες την ενδιάμεση δεκαετία. Αφηγήματα και κείμενα κριτικής, κυρίως μνήμες από ανθρώπους και καταστάσεις που παρήλθαν. Νεκρόδειπνα που ζωντανεύουν τους φίλους ως μυθιστορηματικούς ήρωες. «Το εγώ του αφηγητή μυθοποιείται μαζί με τα βιώματα και τις μνήμες μιας εποχής» παρατηρούσε ο Κ. Χουρμουζιάδης για το προηγούμενο βιβλίο. Και στο πρόσφατο ο Μ. Κουμανταρέας μυθοποιεί, ίσως και να ωραιοποιεί, αφού η διάθεση ρέπει προς τη νοσταλγία και η μνήμη εξωραΐζει, καθώς προβλέπονται σαρωτικοί οι άνεμοι της τρίτης χιλιετίας.


Γράφει για «νύχτες βελούδινες» και σκιές του παρελθόντος. Ενας νέος άντρας, κάπως παχουλός, με μαύρη κλειστή μπλούζα ως τον λαιμό και πυρετικά μάτια, ο Χατζιδάκις. Στρουμπουλός και ευκίνητος, ευφυολόγος και θυμώδης, μονίμως σαρκαστής και αυτοσαρκαζόμενος, ο Ταχτσής. Και οι δύο, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, στάθηκαν πιο άντρες στη ζωή τους από πολλούς άλλους. Παρεμπιπτόντως, τόσα πέρασε ο Ταχτσής για το «Τρίτο στεφάνι» και αυτό έμελλε τελικά να περάσει στους νεότερους με την άνευρη τηλεοπτική εκδοχή του. Ενας εικοσάρης Θεσσαλονικιός, με αριστοκρατική εμφάνιση, εφορμά στα αθηναϊκά σαλόνια, ο Βασιλικός. Συντροφιά του ένας μειλίχιος, κάπως αποστασιοποιημένος, ο Χουρμουζιάδης, που θα πεθάνει κι αυτός στα 60 του. Τέλος, ένας ακόμη όμηρος των βιωμάτων, ο Ιωάννου, τον οποίο ο συγγραφέας θυμάται σαν εξόριστο βυζαντινό άρχοντα.


Στον «Πλανόδιο σαλπιγκτή» ο Μ. Κουμανταρέας σκιαγραφεί κάποιους από τη λεγόμενη «γενιά του ’30» τους οποίους πρόλαβε: τη Μέλπω Αξιώτη, τον Κοσμά Πολίτη, τον Δ. Χατζή. Στο πρόσφατο βιβλίο ανακαλεί έναν μακρινό συγγενή του, τον Αγγελο Τερζάκη, και έναν δεύτερο, τον οποίο ποτέ δεν γνώρισε, τον Μ. Καραγάτση. «Σημαδούρες μέσα στο χρόνο οι φωτογραφίες», γεννούν συγκρίσεις και σκέψεις. Η γνωστή φωτογραφία του Τερζάκη στη δεκαετία του ’60 έχει μεγάλη ομοιότητα με αυτήν στο αφτάκι του βιβλίου του Μ. Κουμανταρέα. Ωστόσο δεν πρόκειται μόνο για την εξωτερική ομοιότητα δύο ανθρώπων σε κοντινές ηλικίες. Η ομοιότητα υπήρξε βαθύτερη, στην ομιλία και στην κίνηση, στο χαρακτηριστικό κράτημα των αποστάσεων με τον περίγυρο. Εδώ θα ταίριαζε μια λέξη που έχει προ πολλού χάσει το βάρος της. Είναι και οι δύο αστοί.


Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται εφέτος τον Αύγουστο από τον θάνατο του Τερζάκη και μόλις ένα αφιέρωμα λογοτεχνικού περιοδικού έχει γίνει στη μνήμη του, όταν μας κατακλύζουν τα αφιερώματα. Ως αφήγημα το κείμενο του Μ. Κουμανταρέα μεταφέρει την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία έζησε ο Τερζάκης· το σπίτι της οδού Πιπίνου, το ισόγειο γραφείο στο Εθνικό Θέατρο. Απρόσιτος ο Τερζάκης, κι όμως ο Μ. Κουμανταρέας εικάζει αισθηματικές ανησυχίες κάτω από την ακύμαντη επιφάνεια.



Μας θυμίζει ακόμη εκείνη την ταινία, τη «Νυχτερινή περιπέτεια», που σκηνοθέτησε ο Τερζάκης το 1954 με μουσική Χατζιδάκι και πρωταγωνιστές την Νταίζη Μαυράκη, κατόπιν Μις Υφήλιο, και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Δικό του και το σενάριο, μια παραλλαγή στο εν πολλοίς αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «Η μενεξεδένια πολιτεία». Δεκαετία του ’30, στην τότε πλατεία Αγάμων, ξεκίνησε το ειδύλλιο του Τερζάκη με τη νεαρά Λουίζα Βογάσαρη, τη μετέπειτα σύζυγό του. Παραπλεύρως, οδός Σπάρτης 14, βρισκόταν η οικία Καραγάτση, σε ένα σπίτι που σώζεται ακόμη σήμερα. Τότε η καλή τάξη κατοικούσε ακόμη στα Πατήσια. Ωραίος άντρας ο Δημητράκης Ροδόπουλος, όπως ήταν το όνομα του Καραγάτση, με μουστάκι α λα Ντάγκλας Φέρμπανγκς, τόσο διαφορετικός από τον Τερζάκη. Δυστυχώς η διήγηση του Μ. Κουμανταρέα φθάνει και στο τελευταίο διάστημα της αρρώστιας του Τερζάκη. Εμείς πιστεύουμε πως θα έπρεπε να υπάρχει μια συνωμοσία του σιναφιού για την προστασία του ιδιωτικού χώρου ενός λογοτέχνη, όταν ο ίδιος αδυνατεί πια να τον υπερασπιστεί.


Το πρωτότυπο στην περίπτωση του Μ. Κουμανταρέα είναι ότι, ενώ δείχνει τόση προσήλωση στους παρελθοντικούς χρόνους, ταυτόχρονα μένει ανοιχτός στο μέλλον. Αισιοδοξεί και δεν θεωρεί ότι απειλείται η γλώσσα ή η λογοτεχνία. Αυτό δείχνει η μετάφραση στην καθομιλουμένη ενός διηγήματος του Παπαδιαμάντη, κυρίως όμως η στήριξη που προσφέρει σε νεότερους συγγραφείς, ενώ συχνά μέμφεται την περιορισμένη δεκτικότητα των κριτικών.


«Η όποια αυτοβιογραφία του συγγραφέα έχει ενδιαφέρον μόνο στο μέτρο που φωτίζει τις πηγές και τη φύση του έργου του» σχολίαζε ο Κ. Χουρμουζιάδης. Πράγματι η ανιστόρηση μιας περιπλάνησης στο Βερολίνο του ’72 ή των ακουστικών εμπειριών από τον πιανίστα Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, ακόμη οι σκέψεις γύρω από τον «Θάνατο στη Βενετία» στις διαδοχικές εκδοχές του, νουβέλα, ταινία, όπερα, ή και οι κριτικές παρατηρήσεις για ένα συγγραφέα υφολογικά αρκετά διαφορετικό όπως ο Δ. Νόλλας, είναι κείμενα που βοηθούν τον αναγνώστη να βρει το αισθητικό νόημα στις μυθοπλασίες του Μ. Κουμανταρέα.


Προς το τέλος του βιβλίου το «αμάρτημα» του πεζογράφου· ποιήματα, γραμμένα το καλοκαίρι του ’97, εφαρμόζοντας τη συμβουλή του Τζον Στάινμπεκ, ο οποίος πίστευε πως η ποίηση εξασφαλίζει εξαιρετική απομόνωση με τις λέξεις και συμβάλλει αποτελεσματικά στην κυοφορία πεζογραφήματος. Το οποίο, σε αυτή την περίπτωση, και αναμένουμε. Πάντως η συνέχεια με ένα τρίτο, αντίστοιχο βιβλίο ορίζεται από τον Μ. Κουμανταρέα για το 2009.


Η κυρία Μάρη Θεοδοσοπούλου είναι κριτικός λογοτεχνίας.