Στο νησί που μεγάλωσα οι πορείες ήταν κάτι εξωτικό, κάτι ξένο, ένα προνόμιο της πόλης. Και είναι απολύτως λογικό. Όταν νιώθεις πως το κράτος αγνοεί την ύπαρξή σου στον χάρτη, δεν βρίσκεις νόημα να φωνάξεις. Έτσι, τις παρακολουθούσαμε από την τηλεόραση σαν να παρατηρείς κορμοράνους στο φυσικό τους περιβάλλον. Η μόνη πορεία που κατάφερε να φιλοξενήσει το νησί ήταν στις αρχές του ’90 για το Μακεδονικό. Είχαν κατεβάσει όλους τους μαθητές στην κεντρική πλατεία και από τα ηχεία έπαιζε το «Μακεδονία ξακουστή». Δεν είχε παλμό, δεν είχε τίποτα. Ήταν περισσότερο διαδικαστική όπως ο εκκλησιασμός την ημέρα των Τριών Ιεραρχών. Και πώς να έχει άλλωστε; Δεν μπορείς να εξηγήσεις στο δωδεκάχρονο την εξωτερική πολιτική όταν με το ζόρι καταλαβαίνει το αρχαίο κείμενο της Οδύσσειας. Και δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να την κατανοήσει.

Εγώ κατάλαβα τι σημαίνει πορεία όταν στα δεκαοχτώ μου βρέθηκα στην πόλη. Άλλοτε διαμαρτυρόμενη για κάποιον πόλεμο κι άλλοτε για εγκλήματα κατά της ζωής. Ποτέ όμως για εργασιακά θέματα. Μικρή σημασία έχει. Οι ψιλές στην πλάτη, τα δάκρυα στα μάτια και το κάψιμο στον λαιμό δεν ξεχωρίζουν αιτήματα. Φυσικά όταν έπιασα δουλειά, οι πορείες έγιναν πάλι κάτι εξωτικό. Πήραν ξανά την θέση τους στην οθόνη. Νομίζω πως όποιος έχει εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα ως μισθωτός υπάλληλος καταλαβαίνει τι εννοώ. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου το διάλειμμα για φαγητό θεωρείται η μεγαλύτερη επανάσταση κατά του κεφαλαίου.

Βέβαια θα μου πείτε πως ο φόβος της απόλυσης είναι το εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσει ο εργαζόμενος. Θα συμφωνήσω. Το καταφέρνεις όμως διαδηλώνοντας; Μακάρι, αλλά αν οι πορείες άλλαζαν τον κόσμο, τότε θα είχαμε σκάψει τη Σταδίου με τα πόδια για να γίνουμε Ελβετία. Οι πορείες αλλάζουν τον κόσμο μόνο αν οι άνθρωποι που συμμετέχουν σε αυτές σκοπεύουν να πάνε αρκετά πιο πέρα από το προγραμματισμένο σημείο τερματισμού. Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι δικές μας διαλύονται στο Σύνταγμα αν και συχνά με τρόπο που σου φέρνει δάκρυα και λιγότερα ουσιαστικά αποτελέσματα από τα προσδοκώμενα.

Τώρα θα με ρωτήσετε τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν οι άνθρωποι που βλέπουν τις ζωές τους να τσαλακώνονται, ίσως και να μικραίνουν. Εδώ είναι και το δικό μου πρόβλημα. Γιατί δεν ξέρω τι να σας απαντήσω. Δεν ξέρω καν αν υπάρχει μοναδική και σωστή απάντηση με την οποία να συμφωνήσουμε όλοι. Θυμάμαι πως ο Καμύ στον Μύθο του Σισύφου γράφει ότι ο κόσμος της γάτας δεν είναι ο κόσμος του μυρμηγκοφάγου. Και ίσως εκεί βρίσκεται η βάση της απάντησης. Ενώ βιώνουμε την ίδια κατάσταση, δεν αντιλαμβανόμαστε όλοι το ίδιο πράγμα. Και αυτό αποτυπώνεται στον αριθμό των διαδηλωτών στις πορείες. Το ερώτημα λοιπόν είναι πώς καταφέρνεις να συναντηθούν αυτοί οι δύο κόσμοι;