Ηταν ένα ασυνήθιστο Σαββατοκύριακο, ακόμη και για τα βερολινέζικα δεδομένα. Αργά το βράδυ του Σαββάτου 19 Ιουλίου, στην περιοχή Γκεζουντμπρούνεν της πρωτεύουσας, ένας νεαρός άνδρας τραυματίστηκε θανάσιμα από χτυπήματα με μαχαίρι σε συμπλοκή με άλλους περίπου 50 νέους.
Η αστυνομία, που έσπευσε στο σημείο της επίθεσης, δεν μπόρεσε να αποτρέψει το μοιραίο. Λίγο αργότερα ακούστηκαν πυροβολισμοί σε κοντινό καφέ με πολλούς τραυματίες. Περίπου την ίδια ώρα σημειώθηκαν επιθέσεις με μαχαίρια στα Κρόιτσεμπεργκ, Νόικελν και Σαρλότενμπουργκ. Τα άτομα που συμμετείχαν στις συμπλοκές δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, ήταν μέλη οργανωμένων συμμοριών. Η βία των συμμοριών εξελίσσεται πλέον απροκάλυπτα σε δημόσιους χώρους της Γερμανίας και κυρίως στο Βερολίνο.
Στην Αλεξάντερπλατς οι συμμορίες είναι αυστηρά διαχωρισμένες ανά εθνικότητα – Αφγανοί, Σύροι, Βιετναμέζοι. Οταν πέφτει το σκοτάδι, αρχίζουν οι συγκρούσεις κυρίως με μαχαίρια, άλλοι έχουν κι όπλα. Μα τι γίνεται; Μετατράπηκε το Βερολίνο σε Φαρ Ουέστ;
Αραβικές μεγαλοοικογένειες
«Δεν είναι νέο φαινόμενο, το βιώνουμε ανά κύματα εδώ και δεκαετίες κυρίως κάθε Σαββατοκύριακο στις μητροπόλεις, αλλά εντονότερα στο Βερολίνο» λέει στο «Βήμα» ο Μπένγιαμιν Γιέντρο, εκπρόσωπος από το 2016 του συνδικάτου της αστυνομίας του Βερολίνου.
Ο ίδιος δεν είναι αστυνομικός. Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στο Πότσνταμ και για έναν χρόνο εργάστηκε ως αστυνομικός ρεπόρτερ στην «Bild» και στην «BZ». Τον συναντήσαμε στα κεντρικά γραφεία του συνδικάτου, επί της Κούρφιρστ. «Είμαστε μια διεθνής μητρόπολη, υπάρχουν όλα τα φαινόμενα εγκληματικότητας, από διακίνηση ναρκωτικών, πορνεία κι εκβιασμούς για προστασία μέχρι διακίνηση αρχαιοτήτων.
Εχουμε όμως και πολλούς τομείς οργανωμένου εγκλήματος, όπου αντίπαλες συμμορίες τακτοποιούν τις διαφορές τους με βία στους δρόμους, με μαχαίρια, ματσέτες, μπαστούνια του μπέιζμπολ, ακόμη και όπλα. Έχουμε περίπου 20 αραβικά σόγια, δεν σημαίνει ότι όλα τα μέλη είναι εγκληματίες, αλλά πολλά εμφανίζονται πολύ συχνά στα αρχεία».
Πρόκειται για μεγάλες αραβικές οικογένειες κουρδικής, παλαιστινιακής ή λιβανέζικης καταγωγής με κλειστές δομές που έχουν εγκατασταθεί στο Βερολίνο αλλά και σε άλλες γερμανικές πόλεις. Ειδικά στο Βερολίνο το 25% του οργανωμένου εγκλήματος βρίσκεται στα χέρια τους.
Ζουν σε έναν παράλληλο κόσμο δυσπρόσιτο στην αστυνομία, με τους δικούς του κανόνες. Επί πολλά χρόνια η πολιτεία υποτίμησε το πρόβλημα. Στο μεταξύ έχουν γραφτεί και βιβλία που ρίχνουν φως στις δομές τους, όπως «Η δύναμη των σογιών» από δύο ρεπόρτερ του «Spiegel» και μια αυτοβιογραφία του Μαχμούτ αλ Ζαΐν, επικεφαλής ενός μεγαλοσογιού, με τίτλο «Ο νονός του Βερολίνου».
Σε άλλο βιβλίο με τίτλο «Στον δρόμο ισχύει ο νόμος μας» ο Χ.Ο., πρώην μέλος αραβικής μεγαλοοικογένειας, διηγείται ότι τον δρόμο προς την εγκληματικότητα ανοίγουν συνήθως οι μεγαλύτεροι στην ηλικία συγγενείς. «Στη Βηρυτό έκλεβα μόνο ψωμί, δεν υπήρχε κάτι άλλο, αλλά το Βερολίνο είναι παράδεισος, όλα σε αφθονία». Ποινικές διώξεις; «Στις περισσότερες περιπτώσεις ξέφευγα, κι όταν με έπιαναν, η υπόθεση σταματούσε».
Hotspot βίας και ανομίας
Είναι πρόβλημα μετανάστευσης; ρωτάμε τον συνομιλητή μας. «Διαπιστώνουμε ότι μεταξύ των δραστών, τόσο το ποσοστό των αλλοδαπών όσο και το ποσοστό των ατόμων με μεταναστευτικό υπόβαθρο είναι υψηλό», μας λέει. «Για να είμαστε όμως ειλικρινείς, είναι πολύ εύκολο να πούμε ότι είναι μόνο ο Μοχάμεντ και ο Αλί που βγαίνουν το Σαββατοκύριακο με ένα μαχαίρι, είναι και ο Κέβιν και ο Αλεξάντερ, δεν μπορούμε να τα διαχωρίσουμε.
Στο Βερολίνο το 40% των ανθρώπων που ζουν εκεί έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο. Είμαστε μια πολυπολιτισμική κοινωνία». Εκτός από ομάδες με μακρά «παρουσία» στον υπόκοσμο, όπως η ρωσική και η βιετναμέζικη μαφία, έχουν μπει κι άλλοι παίκτες με ασαφείς ιεραρχίες, όπως μας λέει ο Γιέντρο. Η νέα βία είναι ανοιχτή, σκληρή, απρόβλεπτη. «Πρόκειται π.χ. για Τσετσένους, που έχουν πολεμική εμπειρία και είναι πολύ βίαιοι, για Σύρους, αλλά υπάρχει οργανωμένο έγκλημα που δεν το έχουμε στο ραντάρ μας, όπως η ιταλική μαφία, που είναι περισσότερο παρούσα στη Βάδη-Βυρτεμβέργη και στη Θουριγγία.
Εχουμε επίσης συμμορίες από την Ανατολική Ευρώπη με κλοπές κυρίως αυτοκινήτων, πορνεία με διακινητές από τον ασιατικό χώρο. Επειτα, έχουμε τις κλασικές περιπτώσεις εγκληματικότητας, όπως συμμορίες ροκάδων και μοτοσικλετιστών, αλλά και ομάδες της Ακροδεξιάς που διακινούν ναρκωτικά. Ομως οι μεγάλοι παίκτες στα ναρκωτικά λειτουργούν διεθνώς. Η κοκαΐνη που διακινείται στο πάρκο Γκέρλιτς δεν μεγαλώνει στα δέντρα αλλά προέρχεται από τη Νότια Αμερική και μπαίνει στη Γερμανία κυρίως μέσω των λιμανιών, Αμβούργο και Ρότερνταμ».
Ο δημόσιος χώρος στο Βερολίνο έχει αλλάξει μορφή τα τελευταία χρόνια και ορισμένες περιοχές έχουν μετατραπεί σε hotspot βίας και ανομίας, όπου οι περαστικοί φοβούνται να πλησιάσουν και παίρνουν άλλους δρόμους για να φτάσουν σπίτι τους. Υπάρχουν σημεία στη γερμανική πρωτεύουσα, όπως ο σταθμός Γκέρλιτσερμπάνχοφ στο Κρόιτσεμπεργκ, όπου οι διακινητές στην πέφτουν κανονικά. Και η αστυνομία; «Ως συνδικαλιστική οργάνωση της αστυνομίας ζητάμε εδώ και καιρό προσωπικό, αλλά δεν υπάρχει» λέει ο Γιέντρο.
«Η αστυνομία είναι από καιρό υποστελεχωμένη λόγω χρόνιας λιτότητας. Επιπλέον, δεν είναι μόνο το οργανωμένο έγκλημα. Στο Βερολίνο γίνονται πολλές και μεγάλες διαδηλώσεις, πολλές φορές ως και 50, το Σαββατοκύριακο. Ολες οι διεθνείς συγκρούσεις, Ρωσία, Ουκρανία, Γάζα, έχουν αντίκτυπο στο Βερολίνο. Γι’ αυτό πρέπει να προτεραιοποιήσουμε τα καθήκοντά μας, δεν είναι δυνατόν να ασχολούμαστε με απλά τρακαρίσματα, με καταγραφή ζημιών σε λαμαρίνες αυτοκινήτων και να δουλεύουμε για τις ασφαλιστικές εταιρείες ή να καταγράφουμε κλοπές ποδηλάτων. Πρέπει να επικεντρωθούμε στα βασικά. Η εσωτερική ασφάλεια είναι θεμελιώδης αποστολή του κράτους προς τους πολίτες του».
«Δεν είμαστε Μπογκοτά»
Παρ’ όλα αυτά το Βερολίνο είναι μια ασφαλής πόλη σε σύγκριση με άλλες μητροπόλεις. Μπορεί να αυξάνεται η εγκληματικότητα και να αλλάζει η μορφή της, αλλά δεν σημαίνει ότι όταν βγει κάποιος στον δρόμο κινδυνεύει να μη γυρίσει σπίτι του ζωντανός ή να πέσει θύμα ληστείας.
«Δημιουργείται μια τέτοια εντύπωση από την περιγραφή της βίαιης εγκληματικότητας στους δρόμους, ότι όλα είναι άσχημα. Σε μια πόλη σχεδόν 4 εκατομμυρίων είχαμε πέρυσι 90 ανθρωποκτονίες. Θα έλεγε κανείς ότι είναι πολλές, αλλά στις 75 το θύμα γνώριζε τον θύτη. Ναι, έχουμε πολλά προβλήματα, η βίαιη εγκληματικότητα έφτασε το 2024 σε νέο ιστορικό υψηλό, αλλά δεν είμαστε Μπογκοτά…».
