«Ο κύριος Αζναβούρ»: Κατάδυση στον ψυχισμό ενός θρύλου της μουσικής

Το βιογραφικό δράμα «Ο κύριος Αζναβούρ», το οποίο θα προβάλλεται από την Πέμπτη στους ελληνικούς κινηματογράφους, είναι μια κατάδυση στον ψυχισμό ενός δημιουργού που δεν έπαψε ποτέ να τραγουδάει και, παρότι έχει πλέον φύγει από τη ζωή, έχει εξασφαλίσει την αιωνιότητα μέσα από την τέχνη του.

«Ο κύριος Αζναβούρ»: Κατάδυση στον ψυχισμό ενός θρύλου της μουσικής

«Οι ατέλειές μου είναι η φωνή μου, οι χειρονομίες μου, το ύψος μου, η απουσία καλλιέργειας και παιδείας, η ειλικρίνειά μου και η έλλειψη προσωπικότητας». Ετσι είχε πει κάποτε ο τραγουδιστής και ηθοποιός Σαχνούρ Βαγκινάγκ Αζναβουριάν, κατά κόσμον Σαρλ Αζναβούρ (1924-2018), ένας θρύλος της γαλλικής και όχι μόνο ποπ κουλτούρας που ξεκίνησε κυριολεκτικά από το πουθενά για να φθάσει, τελικά, στον ουρανό.

Από τις επιτυχίες μέχρι τις αποτυχίες του, από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη, ο Γαλλοαρμένιος Αζναβούρ ήταν ένας καλλιτέχνης που εδραιώθηκε ως μία από τις πιο δημοφιλείς και αγαπημένες προσωπικότητες στη Γαλλία, μένοντας ως τον θάνατό του, την 1η Οκτωβρίου 2018, σε ηλικία 94 ετών, αφοσιωμένος στην τέχνη του.

Από την προσεχή Πέμπτη 10 Ιουλίου η κινηματογραφική βιογραφία του με τίτλο «Ο κύριος Αζναβούρ», που σκηνοθέτησαν σε συνεργασία οι Μεχντί Ιντίρ και GCM (Grand Corps Malade), έρχεται και στα ελληνικά σινεμά (από την Danaos Films και τη Rosebud.21) για να φωτίσει την απίστευτη διαδρομή αυτού του πολυσχιδούς καλλιτέχνη, από τα δύσκολα παιδικά χρόνια του ως τη δόξα των μουσικών σκηνών του κόσμου. Γιος αρμένιων προσφύγων, με βραχνή φωνή και εξαιρετικά μικρoκαμωμένος, ο Σαρλ Αζναβούρ δεν φαινόταν να έχει «προδιαγραφές» επιτυχίας.

Απέδειξε όμως ότι καμιά φορά οι προδιαγραφές δεν έχουν σημασία. Κατάφερε να ανεβεί εκεί που λίγοι φθάνουν: στην κορυφή. Και το κατάφερε χάρη στο πείσμα και τη σκληρή δουλειά που συνέβαλαν ώστε το πηγαίο ταλέντο του να καλλιεργηθεί καλύτερα. Κατάφερε έτσι να γίνει ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους τραγουδιστές όλων των εποχών και ένας μύθος της γαλλικής ποπ κουλτούρας.

Ο Σαρλ Αζναβούρ ερμηνεύει ένα τραγούδι σε στιγμιότυπο της θρυλικής γαλλικής τηλεοπτικής εκπομπής «La Joie de Vivre». Photo Ina via AFP-Visualhellas

Επιτυχίες του όπως τα τραγούδια «La Bohème», «She», «For Me Formidable» και «Hier Encore» βοήθησαν ώστε το διεθνές αποτύπωμα του Αζναβούρ να μείνει ανεξίτηλο. Ακόμα και σήμερα, στο ραδιόφωνο, σχεδόν σε καθημερινή βάση, ακούμε αυτές τις διαχρονικές μελωδίες, από τις πιο σημαντικές του 20ού αιώνα.

Aξίζει εδώ να σημειωθεί ότι το 1998 ο Αζναβούρ επιλέχθηκε ως «Entertainer of the Century» από το CNN και τους χρήστες του Time Online από όλον τον κόσμο. Αναγνωρίστηκε μάλιστα ως ο εξαιρετικός ερμηνευτής του αιώνα με σχεδόν το 18% των συνολικών ψήφων, ξεπερνώντας τους Ελβις Πρίσλεϊ, Μπομπ Ντίλαν και Φρανκ Σινάτρα!

Μέσα από τη μουσική του Αζναβούρ – που σημαίνει περισσότερα από 1.200 τραγούδια σε εννέα γλώσσες και πωλήσεις περί των 180 εκατομμυρίων δίσκων –και μέσα από το «ταξίδι ζωής» του σε διάφορες πόλεις του πλανήτη, η ταινία «Ο κύριος Αζναβούρ» αποτυπώνει ταυτοχρόνως το πέρασμα των εποχών, παρουσιάζοντας τις ιστορικές και κοινωνικές αλλαγές με τις οποίες ο καλλιτέχνης «συμβάδισε».

Πολλά και τα πρόσωπα που συνεργάστηκαν μαζί του και που επίσης ανήκουν στις τεράστιες διεθνείς προσωπικότητες του γαλλικού πολιτισμού, από την Εντίθ Πιάφ ως τον Σαρλ Τρενέ και τον Τζόνι Χάλιντεϊ.

Η παράλληλη κινηματογραφική πορεία

Βραχύσωμος, «σφιχτός» και με χαρακτηριστικά προσώπου μάλλον κοινά, ο Σαρλ Αζναβούρ δεν ήταν αυτό που λέμε φτιαγμένος από την πάστα του κινηματογραφικού σταρ. Κατάφερε ωστόσο να αξιοποιήσει την ιδιαίτερη περσόνα του και στον κινηματογράφο, ακριβώς επειδή ήταν… ιδιαίτερη! Ο Αζναβούρ είχε κάνει κάποιες σύντομες κινηματογραφικές εμφανίσεις τη δεκαετία του 1930, όταν ήταν ακόμη παιδί («La Guerre des gosses», «Les disparus de Saint-Agil»), αν και οι ρόλοι του τότε ήταν σύντομα περάσματα.

Ως επαγγελματίας, ο Σαρλ Αζναβούρ άρχισε να φλερτάρει με τον κινηματογράφο στα μέσα της δεκαετίας του 1950, παίζοντας μάλιστα τον εαυτό του στην ταινία «Une gosse “sensass”», μια μουσικοχορευτική κωμωδία του 1957 με πρωταγωνιστές τον Ζαν Μπρετονιέρ και τη Ζενεβιέβ Κερβάν.

Την ίδια χρονιά κράτησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Paris Μusic Ηall» και σύντομα φάνηκε ότι είχε τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε ηθοποιό κύρους. Η ζωή του έκλεισε με περισσότερες από 80 εμφανίσεις στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, με τελευταία την «Une revanche à prendre» που προβλήθηκε το 2023, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι σκηνοθέτες Αντρέ Καγιάτ και Φρανσουά Τριφό επέλεξαν τον Σαρλ Αζναβούρ ως πρωταγωνιστή σε δύο ταινίες που διανεμήθηκαν το 1960 και έγραψαν ιστορία στον γαλλικό κινηματογράφο. Στο «Πέρασμα του Ρήνου», μια σπουδαία ταινία-μελέτη των συνεπειών του πολέμου, ο Αζναβούρ υποδύεται έναν βετεράνο του Β’ Παγκοσμίου που πιάνει δουλειά ως εργάτης σε γερμανική φάρμα.

Από την πλευρά του ο Τριφό έδωσε στον Αζναβούρ τον βασικό ρόλο στο «Πυροβολήστε τον πιανίστα», τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά τα «400 χτυπήματα». Εκεί, ο Αζναβούρ πετυχαίνει μακράν την πιο αξιομνημόνευτη ερμηνεία της κινηματογραφικής καριέρας του: αυτή του ντροπαλού, μελαγχολικού πιανίστα με το μυστηριώδες παρελθόν, ο οποίος θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του βοηθώντας τον απελπισμένο απατεώνα αδελφό του να ξεφύγει από τους διώκτες του.

Βεβαίως, η καριέρα του Αζναβούρ στον κινηματογράφο δεν είχε ποτέ το εκτόπισμα της μουσικής σταδιοδρομίας του. Παρότι το Χόλιγουντ ενδιαφέρθηκε για αυτόν, ταινίες του όπως το «Candy» του 1968 (δίπλα στον Μάρλον Μπράντο και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον) ή οι «Επικίνδυνοι τυχοδιώκτες» (μια μεγάλη παραγωγή του 1970, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Χάρολντ Ρόμπινς) δεν σημείωσαν ιδιαίτερη επιτυχία.

Στη διάρκεια των 70s ο Αζναβούρ περιορίστηκε στην Ευρώπη και, μεγαλώνοντας, κρατούσε ως επί το πλείστον β’ ρόλους σε ταινίες όπως οι «Δέκα μικροί Ινδιάνοι» του 1974 (από το ομότιτλο μυθιστόρημα της Αγκαθα Κρίστι) ή τους «Καβαλάρηδες των ουρανών» (1976), όπου μάλιστα υποδύεται έναν έλληνα αστυνομικό με το επώνυμο Νικολίδης.

Ηταν εξαιρετικός δίπλα στον Μισέλ Σερό στην ταινία «Οι δαίμονες του πιλοποιού» (1982) του Κλοντ Σαμπρόλ, καθώς επίσης, πολλά χρόνια αργότερα, στο πολυβραβευμένο «Αραράτ» (2002) του Ατόμ Εγκογιάν, μια ταινία για τη γενοκτονία των Αρμενίων.

Σε αρκετές ταινίες όπου ο Αζναβούρ δούλεψε ως ηθοποιός δεν ξέχασε την πρώτη του αγάπη. Εγραψε τη μουσική σε περισσότερες από δέκα, ενώ στο «Gosse de Paris» εμφανίζεται ως συν-σεναριογράφος μαζί με τον σκηνοθέτη Μαρσέλ Μαρτέν.

Η ταινία «Ο κύριος Αζναβούρ» έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα της τον περασμένο Απρίλιο στο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου και έτυχε θερμής υποδοχής, όπως θερμή ήταν και η κριτική αντιμετώπισή της από τον Τύπο της Γαλλίας όταν διανεμήθηκε εκεί.

«Ενα βιογραφικό έργο αντάξιο ενός θρύλου της γαλλικής μουσικής» αναφέρει το περιοδικό «L’Obs», «πλούσια, συγκινητική και γεμάτη ρυθμό ταινία» την αποκαλεί η «Le Parisien». Η εφημερίδα «Le Monde» εστίασε στη «συναρπαστική ερμηνεία» του Ταχάρ Ραχίμ και η «Le Point» εντοπίζει «την ειλικρίνεια, την τόλμη και το συναίσθημα» του φιλμ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version