«Από πού είσαι;» ρωτούν σε ένα βιντεάκι του Instagram ένα κορίτσι, το πολύ δέκα-δώδεκα ετών. «Από την Ελλάδα» απαντά. «Τι ωραία! Μπορείς να μας πεις μια φράση στα ελληνικά;». «Ναι, είσαι μ….ας!». «Για πες το ξανά». «Είσαι μ….ας!».
Στα σχόλια αποθεώνουν τη μικρή για το χαριτωμένο(;) θράσος της. Σε άλλη ανάρτηση, όταν ρωτούν μια φοιτητοπαρέα Ελλήνων, αγόρια και κορίτσια που βολτάρουν σε κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, να πουν κάτι στα ελληνικά, η «λέξη από μι» είναι πάλι η πρώτη που ξεπηδά από τα χείλη τους. Σύντεκνοι, τα καταφέραμε. Την κάναμε διεθνή.
Την περιφέρουμε τώρα και στα reels, στα TikTok και στα stories μας σαν ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πολιτιστικά εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας: «You know what malakas is?». Γελάμε με την καρδιά μας· μαζί και οι ξένοι, που έχοντας περάσει πέντε μέρες στην Κρήτη και δύο στη Μύκονο νιώθουν ότι έχουν εντρυφήσει στη βαθύτερη ουσία της ελληνικής ψυχής. Απολαμβάνουμε να τους βλέπουμε να την προφέρουν, να γελούν, να μας μιμούνται, σαν να έχουμε καταφέρει κάτι σπουδαίο: Οτι τους κάναμε «δικούς μας». Οτι τους μάθαμε πόσο χαλαρό, αλέγκρο και «χύμα» είναι να είσαι Ελληνας.
Και όλα αυτά χάρη σε μια λέξη που περιγράφει την ανεπάρκεια, τη βλακεία, την αποβλάκωση, την ποταπότητα, την κουταμάρα. Είμαι μ….ας, είσαι μ….ας, είναι μ….ας, είμαστε μ….ες, όλοι μαζί ενωμένοι κάτω από τον ίδιο ουρανό. Το προφέρουμε χαϊδευτικά για τους δικούς μας ή με οργή όταν κάποιος μας εκνευρίσει στον δρόμο και γεμίζει το στόμα μας.
Είναι η απόλυτη λέξη-πασπαρτού, που μπορεί να αντικαταστήσει όλες τις άλλες, ακόμα και τα ονόματα. Εδώ και δεκαετίες έχουμε σταματήσει να αποκαλούμε τους κολλητούς μας με τα βαφτιστικά τους, τώρα όλοι απαντούν στο ίδιο προσκλητήριο: «Ελα, ρε μ….α».
Μια φίλη μού έλεγε πόσο ενοχλείται όταν ακούει τη λέξη από τα στόματα των κοριτσιών. Γιατί; Οταν τη χρησιμοποιούν τα αγόρια ακούγεται καλύτερη; Δεν είναι θέμα φύλου, είναι θέμα ήθους. Δεν είναι λέξη που μας κάνει διεθνώς αναγνωρίσιμους, είναι λέξη που μας κάνει μικρούς, απλοϊκούς, προβλέψιμους, χυδαίους. Η «λέξη από μι» δεν είναι απλώς μία ακόμα βρισιά· έτσι όπως την περιφέρουμε – ως εθνικό μας emoji, ως διαβατήριο της «cool» ταυτότητάς μας – είναι καθρέφτης της πολιτισμικής και ηθικής μας ένδειας. Κακά τα ψέματα, πλούσια γλώσσα έχουμε, δεν μας λείπουν οι λέξεις.
Μας λείπει ο αυτοσεβασμός, η διάθεση να γίνουμε λίγο καλύτεροι, να μιλήσουμε με χιούμορ χωρίς να προσβάλλουμε, να αυτοσαρκαζόμαστε χωρίς να αυτοϋποτιμούμαστε. Προτιμήσαμε όμως για σημαία μας τη λέξη που αποδομεί, όχι εκείνη που χτίζει. Τη λέξη που προδίδει, ίσως, την ανάγκη να προλάβουμε εμείς οι ίδιοι να γελοιοποιηθούμε προτού μας γελοιοποιήσει κάποιος άλλος.
Κι έτσι, κάθε φορά που την ξεστομίζουμε με καμάρι, πιστεύοντας ότι δείχνουμε αστείοι, χαριτωμένοι και «ακομπλεξάριστοι», στην πραγματικότητα επιβεβαιώνουμε το ακριβώς αντίθετο: ότι μας τρομάζουν η σιωπή, το μέτρο, η ευγένεια· ότι έχουμε ξεχάσει πως η γλώσσα είναι εργαλείο δημιουργίας, όχι άμυνας. Οσο συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε τη «λέξη από μι» σαν να ‘ναι παράσημο εξωστρέφειας, τόσο πιο καθαρά θα ηχεί η αμηχανία πίσω από το γέλιο μας. Δεν είναι εκείνη που έγινε διεθνής, είμαστε εμείς που μικραίνουμε μαζί της.
