Γκάρι Κάριον-Μουραγιάρι:«Η σκηνή της Αθήνας είναι τόσο πλούσια που δυσκολεύομαι να τη συγκρίνω με άλλη»

Mε αφορμή την επικείμενη έκθεση-συνεργασία ανάμεσα στο New Museum, το Ιδρυμα ΔΕΣΤΕ και το Μουσείο Μπενάκη, ο επιμελητής του νεοϋορκέζικου μουσείου μοιράζεται την εμπειρία του από την πολυετή σχέση του με την Αθήνα και τη διαδικασία της επιμέλειας, καθώς και τις διαπιστώσεις του για μια σκηνή που εξελίσσεται διαρκώς.

Γκάρι Κάριον-Μουραγιάρι:«Η σκηνή της Αθήνας είναι τόσο πλούσια που δυσκολεύομαι να τη συγκρίνω με άλλη»

Ο Γκάρι Κάριον-Μουραγιάρι επιστρέφει στον «τόπο του εγκλήματος», αν και, με τη χαρακτηριστική του ευγένεια και προσήνεια, δύσκολα μπορεί κανείς να του προσάψει οτιδήποτε επιλήψιμο. Μετά τη συνεπιμέλεια της έκθεσης «The Equilibrists» το 2016, στο πλαίσιο της συνεργασίας ανάμεσα στο New Museum, το Ιδρυμα ΔΕΣΤΕ και το Μουσείο Μπενάκη, επιστρέφει αυτή τη φορά μόνος, αναλαμβάνοντας την επιμέλεια του τρίτου μέρους αυτής της άτυπης τριλογίας (είχε προηγηθεί η τιτλοφορούμενη «The Same River Twice» το 2019).

Η νέα έκθεση, «In a Bright Green Field» (από τις 11/6) βρίσκει τον Κάριον-Μουραγιάρι – Kraus Family Senior Curator του New Museum στη Νέα Υόρκη – να στρέφει το βλέμμα του στη νέα γενιά καλλιτεχνών από την Ελλάδα και την Κύπρο. Πρόκειται για δημιουργούς που ζουν και εργάζονται ανάμεσα στην Αθήνα, τη Λευκωσία και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, διαμορφώνοντας μια υβριδική, διεθνή καλλιτεχνική σκηνή, με έντονους τοπικούς διαλόγους.

Ποια ήταν τα κριτήρια βάσει των οποίων κάνατε τις επιλογές σας; Τι βοήθεια είχατε ώστε να οδηγηθείτε σε αυτές;

«Με όσα συμβαίνουν στην πόλη, με τον αριθμό των καλλιτεχνών που μένει πλέον μόνιμα στην πόλη και όχι περιστασιακά, είχε νόημα να κοιτάξουμε αυτή τη νέα γενιά. Η Κύπρος, επίσης, έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια, όπως και η Αθήνα, και αυτό αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης για την έρευνά μου. Παρακολουθώ στενά την ελληνική καλλιτεχνική σκηνή από τότε που άρχισα να έρχομαι εδώ, πριν από δέκα χρόνια. Εχω πολλούς φίλους, καλλιτέχνες, επιμελητές, γκαλερίστες και συγγραφείς, και η διαδικασία μου βασίστηκε στο να συνεχίσω τις συνομιλίες που είχα ήδη. Παράλληλα, γνώρισα πολλούς νέους ανθρώπους.

Το τοπίο στην πρωτεύουσα είναι πολύ διαφορετικό τώρα: υπάρχουν περισσότερες γκαλερί, υπάρχουν επίσης ενδιαφέρουσες επιμελητικές φωνές στην Αθήνα και την Κύπρο. Η Λεμεσός, για παράδειγμα, δεν ήταν τόσο δραστήρια το 2015 όταν την επισκέφθηκα, αλλά τώρα είναι πολύ διαφορετική. Υπάρχουν πολλοί καταπληκτικοί κύπριοι καλλιτέχνες, τόσο στο νησί όσο και στην Ευρώπη. Στο ενδιάμεσο λάμβανα συστάσεις από συνεργάτες και στις δύο πόλεις και παρακολουθούσα στενά την εμφάνιση νέων χώρων. Εκανα πολλή προεργασία, επισκέψεις σε εργαστήρια, προσπάθησα να δω πολλές εκθέσεις και να συνομιλήσω με ανθρώπους που είναι ενεργοί στο πεδίο. Ηταν πολύ έντονο πρόγραμμα, κάτι που με χαροποιεί».

Είχατε κάποια σχετική επαφή με το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης;      

«Θυμάμαι όταν ήρθα για πρώτη φορά, το ΕΜΣΤ δεν είχε ανοίξει ακόμα. Πλέον παρακολουθώ κάθε έκθεση και θεωρώ ότι γίνεται εξαιρετική δουλειά, ειδικά με τις αναδρομικές εκθέσεις και τις ιστορικές παρουσιάσεις ελλήνων καλλιτεχνών, που προσφέρουν σημαντικό πλαίσιο και έμπνευση στους νεότερους καλλιτέχνες. Ξέρω πολλούς νέους δημιουργούς που στρέφονται στο ΕΜΣΤ ακριβώς για αυτό: για να δουν από κοντά έργα που μέχρι τότε γνώριζαν μόνο από βιβλία ή περιοδικά.

Ταυτόχρονα, παρουσιάζουν και διεθνείς καλλιτέχνες, ένα εγχείρημα φιλόδοξο και συναρπαστικό. Αλλά για αυτή την έκθεση, να πω την αλήθεια, δεν υπήρξε κάποιος ιδιαίτερος διάλογος με το ΕΜΣΤ».

 Αναφορικά με την τέχνη καθαυτή, τι είναι αυτό που αναζητήσατε ή βρήκατε στην πορεία;

«Οσο περισσότερο δούλευα πάνω στην έκθεση, τόσο περισσότερο άρχισε να αποκτά μια ενιαία αισθητική και θεματική κατεύθυνση. Ενα από τα βασικά θέματα που ήθελα να αναδείξω ήταν η σχέση με την οικολογία, με τη γη, και πώς αυτές οι σχέσεις επαναπροσδιορίζονται λόγω της κλιματικής αλλαγής και της βιομηχανίας. Hταν ενδιαφέρον να βλέπω πώς παρόμοιες ανησυχίες εκφράζονται μέσα από διαφορετικά μέσα, από τη γλυπτική και τον κινηματογράφο, μέχρι την κοινωνική πρακτική. Ενα παράδειγμα είναι η Ελένη Οδυσσέως, μια ζωγράφος από την Κύπρο, η οποία συνδέει την προσωπική και οικογενειακή της ιστορία με την παραδοσιακή παραγωγή μεταξιού και την αγροτική οικονομία.

Παράλληλα, με ενδιέφερε πολύ η έννοια της συλλογικότητας. Γι’ αυτό και στην έκθεση συμμετέχουν συνεργατικά σχήματα, όπως οι Ιλεάνα Αρναούτου και Ισμήνη Κινγκ, που θα δημιουργήσουν γλυπτά μαζί, ή η Νεφέλη Παπαδημούλη, της οποίας οι περφόρμανς δημιουργούν προσωρινές κοινότητες μέσα από διάλογο με τοπικές ομάδες – ήθελα να εντάξω για πρώτη φορά την περφόρμανς στην έκθεση, κάτι που θεωρώ απαραίτητο όταν μιλάμε για την αθηναϊκή σκηνή. Επίσης, με ενδιέφεραν καλλιτέχνες που κινούνται πιο κοντά στον κόσμο του κινηματογράφου, όπως η Κωνστάντζα Καψάλη και η Βέρα Χoτζόγλου, που πιστεύω ότι παράγουν έργο υψηλής σημασίας και αξίζει να τους δούμε και στο πλαίσιο των εικαστικών τεχνών».

Dream Coat (2024) της Νεφέλης Παπαδημούλη

Πρωτοήρθατε λοιπόν στην Αθήνα πριν από περίπου δέκα χρόνια για την προετοιμασία της έκθεσης «The Equilibrists». Πώς βλέπετε την πόλη και την εικαστική της σκηνή σήμερα;

«Οταν επισκεπτόμασταν την Αθήνα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, το αίσθημα ήταν τελείως διαφορετικό. Υπήρχαν τρεις ή τέσσερις γκαλερί που λειτουργούσαν σταθερά, πέρα από τις πιο παλιές. Ενας αριθμός που σίγουρα δεν επαρκούσε για να υποστηρίξει τον πλούτο των καλών καλλιτεχνών που παραδοσιακά παράγει η πόλη. Τότε δεν λειτουργούσε το ΕΜΣΤ, το ΔΕΣΤΕ δεν ήταν τόσο ενεργό, το ΝΕΟΝ μόλις ξεκινούσε και το Artworks δεν υπήρχε ακόμη. Αυτό που μας είχε εντυπωσιάσει τότε ήταν οι πολλοί και εξαιρετικοί ανεξάρτητοι καλλιτεχνικοί χώροι. Φυσικά, τέτοιες πρωτοβουλίες προϋπήρχαν, αλλά η έντονη δραστηριοποίησή τους μέσα στην κρίση, κατά τη γνώμη μου, έθεσε τις βάσεις για τη σημερινή δυναμική σκηνή.

Η πανδημία της COVID-19 επίσης άλλαξε το τοπίο. Πολλοί φίλοι μου, καταξιωμένοι καλλιτέχνες που ζούσαν στο εξωτερικό, γύρισαν πίσω στην Ελλάδα ή στην Κύπρο στη διάρκεια της πανδημίας και έμειναν. Ξαφνικά, ένα μεγάλο κομμάτι του εικαστικού κόσμου ξανασυγκεντρώθηκε εδώ. Και φυσικά, έχει αλλάξει και η οικονομική κατάσταση στην πόλη. Δηλαδή, ακόμη και όταν έρχομαι στην Αθήνα τον Δεκέμβριο, το κέντρο είναι ασφυκτικά γεμάτο. Αυτή η ζωντάνια φέρνει και προκλήσεις, γιατί, ναι, για τους νέους καλλιτέχνες εξακολουθεί να είναι δύσκολο να ζουν και να δημιουργούν εδώ».

«Στην Αθήνα, το να παρατηρείς το πώς εμφανίζεται μια εντελώς νέα γενιά καλλιτεχνών είναι πραγματικά ενθαρρυντικό»

To κάνουν όμως τελικά και είναι πολλοί οι καλοί, εξαιρετικοί καλλιτέχνες, «δυσανάλογα» πολλοί με το μέγεθος της χώρας…

«Αυτό είναι πολύ ακριβές. Ισχύει έντονα και για την Κύπρο. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε μια παρόμοια έκθεση κάθε τρία χρόνια σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες – ούτε στο Βέλγιο, ούτε στην Πορτογαλία, την Ισπανία ή την Ιταλία. Θα ήταν πολύ πιο δύσκολο. Αυτό είναι που κάνει την επιστροφή τόσο συναρπαστική, βλέπεις συνέχεια νέους καλλιτέχνες.

Στη δε Κύπρο, που είναι τόσο μικρή, είναι εντυπωσιακό. Και στην Αθήνα, το να παρατηρείς αυτή την εναλλαγή, το πώς εμφανίζεται μια εντελώς νέα γενιά καλλιτεχνών είναι πραγματικά ενθαρρυντικό. Σε πολλές περιπτώσεις, οι έλληνες καλλιτέχνες υπεραποδίδουν σε σχέση με το ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Η εμπειρία μου από τη σκηνή της Αθήνας είναι τόσο πλούσια που πραγματικά δυσκολεύομαι να τη συγκρίνω με οποιαδήποτε άλλη».

Εχετε κάποια θεωρία γιατί συμβαίνει αυτό;

«Λοιπόν, έχω μιλήσει με αρκετούς ανθρώπους σχετικά, κυρίως με Ελληνες, οι οποίοι έχουν τη δική τους άποψη για τους Κύπριους. Νομίζω ότι ένα μέρος της επιτυχίας τους οφείλεται στο εκπαιδευτικό τους σύστημα. Υπάρχει επίσης σημαντική συνεργασία μεταξύ των κύπριων καλλιτεχνών. Ολοι σχεδόν γνωρίζονται μεταξύ τους, αλληλοϋποστηρίζονται, δουλεύουν μαζί σε πρότζεκτ, και αυτό είναι πολύ θετικό. Δεν λέω ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην Αθήνα, αλλά σε μια μεγαλύτερη πόλη είναι πιο δύσκολο να υπάρξει αυτό το αίσθημα κοινότητας.

Πέρα από αυτό, πιστεύω πως υπήρξαν μερικά “κύματα” καλών καλλιτεχνών στην Κύπρο, οι οποίοι στη συνέχεια γύρισαν πίσω και στήριξαν τη νεότερη γενιά, την ενθάρρυναν, της έδωσαν ώθηση. Επίσης, αν και δεν πρόκειται για τεράστια ποσά, η κρατική στήριξη εξακολουθεί να υπάρχει. Το κυπριακό υφυπουργείο Πολιτισμού χρηματοδοτεί αρκετά πρότζεκτ κύπριων καλλιτεχνών, και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό».

«The Musicians» (2024). έργο της Ιωάννας Λημνιού

Πόσο επηρεάζουν οι θεσμικές ή πολιτισμικές διαφορές τη διαδικασία αυτής της συνεργασίας σας με το ΔΕΣΤΕ και το Μπενάκη;

«Εχουμε πολλές διεθνείς συνεργασίες, τόσο με δημόσιους οργανισμούς όσο και με ιδιωτικά ιδρύματα από όλον τον κόσμο. Αυτά τα ιδρύματα, όπως και η ΔΕΣΤΕ, συχνά νιώθουν μια ευθύνη να στηρίζουν το καλλιτεχνικό οικοσύστημα στις πόλεις τους, ιδιαίτερα επειδή η δημόσια χρηματοδότηση για την τέχνη είναι πλέον ασταθής ή εξαφανίζεται γρήγορα σε πολλές χώρες.

Για εμάς, αυτές είναι πολύτιμες συνεργασίες, επειδή όχι μόνο μας επιτρέπουν να υλοποιούμε πρότζεκτ σε διαφορετικά μέρη, αλλά μας δίνουν τη δυνατότητα να κάνουμε έρευνα σε βάθος χρόνου. Το ΔΕΣΤΕ είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, γιατί παρουσιάζει πολλούς διεθνείς καλλιτέχνες και έχει στενούς δεσμούς με τη Νέα Υόρκη. Πολλοί από τους καλλιτέχνες που έχουν εκθέσει στην Υδρα έχουν συνεργαστεί με το New Museum στο παρελθόν, ενώ το ίδρυμα είναι σταθερός υποστηρικτής του μουσείου εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ένας μικρός, ευέλικτος οργανισμός και πάντα είναι χαρά να συνεργαζόμαστε μαζί τους.

Το ίδιο ισχύει και με το Μπενάκη. Δεν πρόκειται για τις “εκθέσεις του New Museum” αλλά για συνεργασίες με θεσμούς που καταλαβαίνουν πώς δουλεύουμε και μας αρέσει πώς δουλεύουν κι εκείνοι. Υπάρχει αλληλοσεβασμός και δεν προσπαθεί κανείς να μας υπαγορεύσει τι να παρουσιάσουμε ή ποιους καλλιτέχνες να επιλέξουμε. Είναι μια σπάνια και πολύτιμη σχέση συνεργασίας που εκτιμώ βαθιά».

«Refugium» (2024) της Ελένης Οδυσσέως

Πάντως, ανέκαθεν απορούσα για το εξής: Γιατί να γίνει μια έκθεση με έλληνες και κύπριους καλλιτέχνες που έχει επιλέξει ένας αμερικανός επιμελητής στην Ελλάδα και όχι στη βάση σας, στη Νέα Υόρκη;

«Στο New Museum σπανίως κάνουμε θεματικές εκθέσεις με γεωγραφικά κριτήρια. Στις δύο προηγούμενες διοργανώσεις, αρκετοί καλλιτέχνες που συμμετείχαν στις εκθέσεις μας στην Αθήνα συμπεριελήφθησαν και σε triennale μας. Σε αυτή που επιμελήθηκα εγώ το 2018 είχα τρεις ή τέσσερις, τους Kernel, τον Μανώλη Δ. Λεμό, ενώ έχουμε δείξει δουλειά της Εύας Παπαμαργαρίτη. Δεν σημαίνει ότι ήταν “καλύτεροι” από τους υπόλοιπους. Απλώς, το πρόγραμμα του Μουσείου έχει τη δική του θεματολογία και προτεραιότητες. Πάντως, ο αριθμός των Ελλήνων που έχουν συμμετάσχει σε εκθέσεις του New Museum είναι μεγαλύτερος από οποιαδήποτε άλλη χώρα, από ό,τι ο αντίστοιχος των Γερμανών, για παράδειγμα – κάτι που λέει πολλά.

Οσο για το γιατί ένας επιμελητής από τη Νέα Υόρκη βρίσκεται εδώ, αυτό σχετίζεται με την πρόσκληση του ΔΕΣΤΕ. Αναγνωρίζω ότι η παρουσία ενός “εξωτερικού” θεσμικού προσώπου δίνει άλλο “βάρος” στην έκθεση, κάτι που δεν θα συνέβαινε απαραίτητα αν ήταν μια αμιγώς τοπική παραγωγή. Δεν σημαίνει πως δεν γίνονται εξαιρετικές εκθέσεις εδώ χωρίς τη συμμετοχή του New Museum. Αλλά θεωρώ ότι έχουμε μια ιδιαίτερη ικανότητα στο να αναδεικνύουμε πράγματα και να προτείνουμε καλλιτέχνες. Η σκηνή της Αθήνας, μιας μεγάλης πόλης, λειτουργεί σαν μικρό χωριό, αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην Κύπρο, όπου οι περισσότεροι καλλιτέχνες γνωρίζονται μεταξύ τους. Ενας εξωτερικός επιμελητής μπορεί να προτείνει πράγματα χωρίς να δεσμεύεται από τις τοπικές προσδοκίες ή από το ποιος “πρέπει” να είναι σε μια έκθεση.

Φυσικά, πάντα υπάρχουν καλλιτέχνες που είναι περισσότερο αναγνωρίσιμοι σε τοπικό επίπεδο ή που ίσως κάποιοι περίμεναν να συμμετάσχουν και τελικά δεν ήταν στο πρότζεκτ. Αλλά η εξωτερική ματιά δίνει έναν διαφορετικό τρόπο να βλέπεις τα πράγματα».

«White Narcissus, Red and White Striped Tulips and Peonies I» (2024), έργο του Δα,μνιανού Ζησίμου

Πάντως και η Νέα Υόρκη αντιμετωπίζει τη δική της κρίση, όσον αφορά το οικοσύστημα της τέχνης. Είναι πολύ δύσκολο να δημιουργήσεις με τους δικούς σου όρους, χωρίς να σκέπτεσαι συνεχώς πώς θα επιβιώσεις οικονομικά. Πού βλέπετε να διαμορφώνεται ένα εικαστικό κέντρο σήμερα;

«Σε πόλεις όπως το Σάο Πάολο στη Βραζιλία, για παράδειγμα, με απίστευτη ιστορία στην τέχνη και μια διαρκή μια έντονη δυναμική. Τα μέρη που έχουν αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια και μου φαίνονται ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι κυρίως πόλεις στην Ασία, όπως η Σεούλ και η Μπανγκόκ. Η τελευταία εξελίσσεται σε ένα περιφερειακό κέντρο: υπήρχαν πάντα εξαιρετικοί καλλιτέχνες, αλλά όχι απαραίτητα οι δομές για να τους στηρίξουν: μουσεία, εναλλακτικοί χώροι τέχνης, πρωτοβουλίες, που τώρα αρχίζουν να αναπτύσσονται.

Υπάρχουν και πόλεις που επανεμφανίζονται στον χάρτη. Πολλοί έλληνες καλλιτέχνες που γνωρίζω έχουν σπουδάσει ή ζήσει στην Ολλανδία – στο Αμστερνταμ, το Ρότερνταμ, πόλεις που είχαν περιόδους άνθησης και ύφεσης. Αλλά τα τελευταία πέντε με δέκα χρόνια, έχουν γίνει ξανά πόλοι έλξης για τους καλλιτέχνες. Οι Σχολές Καλών Τεχνών είναι εξαιρετικές και, το πιο σημαντικό: υπάρχει χρηματοδότηση. Αν είσαι καλλιτέχνης που ζει στην Ολλανδία, ανεξαρτήτως καταγωγής, θα λάβεις κρατική στήριξη για οποιαδήποτε έκθεση κάνεις. Ελάχιστες χώρες το παρέχουν αυτό».

Τα έργα «Large Red Poppy Flowers I» (2024) και «Large Red Poppy Flowers II» του Δαμιανού Ζησίμου

Μιλώντας για κρίση, πώς βλέπετε να διαμορφώνεται το εικαστικό τοπίο μετά την εκλογή του Τραμπ;

«Τα μεγαλύτερα ιδρύματα, όπως τα μουσεία στη Νέα Υόρκη, είναι κάπως πιο προστατευμένα από αυτές τις εξελίξεις, επειδή η κρατική χρηματοδότηση έχει μειωθεί δραματικά εδώ και πάνω από 40 χρόνια. Υπάρχει τόσο μεγάλη ιδιωτική υποστήριξη, που μπορείς να καλύψεις κάποια κενά.

Αλλά για τους μικρότερους οργανισμούς, οι επιπτώσεις είναι ήδη ορατές: ακυρώσεις εκθέσεων, απολύσεις, μειώσεις. Και αυτό είναι, νομίζω, ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους: δεν γίνεται η υποστήριξη της τέχνης και του πολιτισμού να περιορίζεται μόνο στα μεγάλα ιδρύματα και τις μεγάλες πόλεις. Πρέπει να επεκτείνεται και σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο».

Ποιο πιστεύετε, λοιπόν, ότι είναι το μέλλον της χρηματοδότησης των τεχνών και ποιος θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της;

«Ρεαλιστικά, η δημόσια χρηματοδότηση δεν πρόκειται να επιστρέψει, τουλάχιστον όχι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν όντως επιστρέψει, πρέπει να κατευθυνθεί πρώτα σε σχολεία, υποδομές, κοινωνική πρόνοια. Κάθε χώρα θα πρέπει να βρει τον τρόπο να στηρίξει τις τέχνες μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Σε πολλές χώρες, οι θεσμοί δυσκολεύονται επειδή δεν έχουν την εμπειρία να απευθύνονται σε ιδιώτες, να χτίζουν υποστήριξη για εκθέσεις και προγράμματα.

Η Ελλάδα, σε αυτόν τον τομέα, φαίνεται πιο εξοικειωμένη με τη δημόσια στήριξη, αλλά ταυτόχρονα έχει και μια πιο υγιή σχέση με την ιδιωτική, σε σύγκριση με χώρες όπως η Γερμανία ή το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι πηγές ιδιωτικής χρηματοδότησης είναι πολύ λιγότερες. Στην Ελλάδα, υπάρχουν ορισμένοι που έχουν θέσει το παράδειγμα: αν είσαι εύπορος πολίτης και νοιάζεσαι για τον πολιτισμό της πόλης σου, οφείλεις να τον στηρίξεις σε πολλαπλά επίπεδα. Η πρόκληση είναι πώς να συνεχιστεί αυτό και στις επόμενες γενιές, πώς να καλλιεργηθεί ένα αίσθημα ευθύνης στους νεότερους».

INFO

«In a Bright Green Field»: Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138, Αθήνα), από τις 11 Ιουνίου έως τις 13 Σεπτεµβρίου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version