Γιατί εγκαταλείπουν όλοι τα ερευνητικά ιδρύματα; – Απογοήτευση και αδιέξοδα

Εικόνες παρακμής στα ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστήμια - Πώς περιγράφουν οι επιστήμονες τη ζωή τους μέσα στην αβεβαιότητα και το άγχος για το αν θα πληρωθούν ή αν θα συνεχιστεί το πρόγραμμα - Τι λένε οι ομογενείς συνάδελφοί τους στις ΗΠΑ και πώς αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο επαναπατρισμού

Γιατί εγκαταλείπουν όλοι τα ερευνητικά ιδρύματα; – Απογοήτευση και αδιέξοδα

Το κυλικείο στο Ιδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών (ΙΙΒΕΑΑ) κάποτε έσφυζε από ζωή. Σχεδόν όλη την ημέρα ήταν γεμάτο με νεαρές και νεαρούς ερευνητές και υποψήφιους διδάκτορες, ενώ η ουρά για καφέ και φαγητό ήταν κάποιες ώρες άσκηση υπομονής. Τώρα είναι χαρακτηριστικά ήσυχο τις περισσότερες ώρες της ημέρας.

Περίεργο πράγμα η παρακμή! Αυτή η «βαθμιαία μείωση, η φθορά της ακμής, της ανάπτυξης, της ισχύος και, κατ’ επέκταση, της αξίας και του κύρους», όπως μας πληροφορούν τα λεξικά, δεν γίνεται αμέσως αντιληπτή. Ακριβώς επειδή είναι βαθμιαία. Επιφέρει όμως αλλαγές που κάποια στιγμή γίνονται απολύτως φανερές, με σημαντικότερη την απουσία ζωής, την απουσία ανθρώπων. Φανταστείτε ένα εγκαταλελειμμένο καρνάγιο όπου οι βάρκες σαπίζουν ή τα καταστήματα με λουκέτο στην όχι και τόσο μακρινή περίοδο της ελληνικής οικονομικής κρίσης.

Αυτή την αίσθηση παρακμής αποπνέει εδώ και κάποια χρόνια η ελληνική έρευνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άλλοτε εμβληματικό ΙΙΒΕΑΑ, το προσωπικό επίτευγμα του αείμνηστου γιατρού και ακαδημαϊκού Γρηγορίου Σκαλκέα (1928-2018). Η επιβλητικότητα των κτιριακών εγκαταστάσεων – πρόκειται για ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα, καλά «κρυμμένο» πίσω από το Νοσοκομείο Σωτηρία – δεν αρκεί για να ξεγελάσει τις εντυπώσεις. Το σιωπηλό κυλικείο και η ελάχιστη – σε σχέση με το παρελθόν – κίνηση στους διαδρόμους μεταξύ των εργαστηρίων μαρτυρούν την καθοδική πορεία, την ταχύτητα της οποίας, ευτυχώς, ανακόπτουν ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις επιστημόνων.

Απογοήτευση και αδιέξοδα

Βεβαίως, το ΙΙΒΕΑΑ είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση, καθώς μετά τον θάνατο του Γρηγορίου Σκαλκέα (και ίσως και λίγο νωρίτερα, όταν η υγεία του είχε αρχίσει να κλονίζεται) οι, φανερές και υπόγειες, μάχες διαδοχής επιβεβαίωσαν το ρητό που θέλει να υποφέρουν τα βατράχια όταν τσακώνονται τα βουβάλια. Μη διαβλέποντας καμία δυνατότητα επαγγελματικής εξέλιξης, απογοητευμένοι ερευνητές οι οποίοι είχαν επαναπατριστεί για να εργαστούν στο ΙΙΒΕΑΑ πήραν και πάλι τον δρόμο για το εξωτερικό, ενώ νεαρότεροι επιστήμονες εγκατέλειψαν την έρευνα και κινήθηκαν προς άλλες επαγγελματικές επιλογές.

Το να εγκαταλείψει κανείς την έρευνα για άλλα επαγγελματικά μονοπάτια δεν είναι απαραίτητα κακό (και μιλώ μετά λόγου γνώσεως!). Αρκεί να είναι προσωπική επιλογή και όχι αναγκαστική λύση, κάτι που συμβαίνει ολοένα και περισσότερο σε πολλά ελληνικά ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστήμια.

Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις ερευνητών προερχόμενων από ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστήμια, οι οποίοι, αφού ολοκλήρωσαν τη διδακτορική διατριβή τους και εργάστηκαν ως μεταδιδακτορικοί σε ερευνητικά προγράμματα, παίρνουν την άγουσα για τη μέση εκπαίδευση ή τον ευρύτερο τομέα του Δημοσίου, όπου καταλαμβάνουν θέσεις για τις οποίες δεν απαιτούνται ούτε τα μισά από τα προσόντα που διαθέτουν αφού, όπως μαρτυρούν, «κουράστηκα να μην ξέρω αν και πότε θα πληρωθώ».

Το «ξήλωμα» του ερευνητικού ιστού

Πράγματι, όπως εκμυστηρεύθηκε στο «Βήμα» ερευνήτρια πρώτης βαθμίδας (δηλαδή, το αντίστοιχο του καθηγητή πανεπιστημίου) σε μεγάλο ερευνητικό ίδρυμα της χώρας, η οποία προτιμά να διατηρήσει την ανωνυμία της, «η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο! Μόλις τον περασμένο μήνα έχασα την καλύτερη μεταδιδακτορική συνεργάτιδα που είχα ποτέ. Την καταλαβαίνω: με δύο παιδιά και σε ηλικία 40 ετών, δεν μπορούσε να ζει σε εργασιακή ανασφάλεια και αποφάσισε να ενταχθεί στη μέση εκπαίδευση. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι η αδυναμία της κυβέρνησης να αξιολογήσει το μέγεθος τέτοιων απωλειών που τείνουν να γίνουν ο κανόνας τα τελευταία χρόνια. Οι μεταδιδάκτορες αποτελούν ζωτικούς κρίκους στην ερευνητική αλυσίδα και η απώλειά τους σημαίνει ότι διαρρηγνύεται ο ιστός. Σημαίνει επίσης τεράστια απώλεια κεφαλαίου, αφού ξοδεύτηκαν εργατοώρες και χρήμα για την εκπαίδευσή τους και τους δείχνουμε την πόρτα της εξόδου τώρα που θα απέδιδαν στο σύστημα πολλαπλάσια οφέλη, αφενός επειδή βρίσκονται στο απόγειο των ερευνητικών δυνατοτήτων τους και αφετέρου επειδή ο ρόλος τους στο εργαστηριακό οικοσύστημα είναι να εκπαιδεύουν τους νεότερους».

Αντίστοιχες ιστορίες διαδραματίζονται και σε πανεπιστημιακά νοσοκομεία, όπου οι απώλειες έχουν συχνά και μεγάλο κοινωνικό αντίκτυπο. Κομβικής σημασίας εργαστήρια, στα οποία εκτός από τις αναλύσεις διενεργείται και ερευνητικό έργο, χάνουν δυναμικό λόγω συνταξιοδοτήσεων χωρίς αντικατάσταση, ενώ παράλληλα έχουν υπάρξει υποστελεχωμένα για χρόνια. «Ανησυχώ για το μέλλον» μας είπε επικεφαλής εργαστηρίου μεγάλου πανεπιστημιακού νοσοκομείου, η οποία συνταξιοδοτείται σύντομα, προσθέτοντας: «Στους επόμενους μήνες φεύγουμε δύο άνθρωποι με σύνταξη και όχι μόνο δεν υπάρχει ακόμη πρόβλεψη για τη δική μας αντικατάσταση, αλλά, παρά τις εκκλήσεις μας εδώ και χρόνια, δεν έχει υπάρξει νέο αίμα στο εργαστήριο. Θα έπρεπε να είναι ήδη εδώ η νέα γενιά για να προλάβουμε να την εκπαιδεύσουμε πριν συνταξιοδοτηθούμε».

Πώς (πρέπει να) λειτουργεί η έρευνα

Οι παραπάνω ιστορίες καταδεικνύουν, αν όχι την αδιαφορία των κυβερνώντων για την έρευνα, σίγουρα την αδυναμία τους να αντιληφθούν το πώς αυτή λειτουργεί. Φοιτητές, λίγο προτού αποφοιτήσουν από το πανεπιστήμιο, παίρνουν το ερευνητικό βάπτισμα του πυρός πραγματοποιώντας διπλωματικές εργασίες, υπό την καθοδήγηση υποψήφιων διδακτόρων και μεταδιδακτόρων. Κάποιοι από αυτούς που θα νιώσουν την έλξη προς το ερευνητικό ενέργημα γίνονται η επόμενη γενιά υποψήφιων διδακτόρων και αφού ολοκληρώσουν τη διδακτορική διατριβή τους συνεχίζουν το ερευνητικό έργο ως μεταδιδακτορικοί. Τυπικά, σε ένα εργαστήριο, ο επικεφαλής ερευνητής (ή καθηγητής, όταν πρόκειται για πανεπιστημιακό εργαστήριο, ο οποίος είναι και ο μόνος με εξασφαλισμένο μισθό) έχει το γενικό πρόσταγμα και συνήθως είναι αυτός που έχει δώσει την ερευνητική κατεύθυνση του εκάστοτε εργαστηρίου. Ωστόσο η ερευνητική δουλειά γίνεται από τους νεότερους και δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι σε χώρες όπου ανθεί η έρευνα, η χρηματοδότηση του έργου τους είναι τακτική και καλά οργανωμένη. Δηλαδή, γνωρίζουν όλοι, και μάλιστα με ορίζοντα πενταετίας, πόσες φορές τον χρόνο θα προκηρυχθούν διαγωνισμοί για τη χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων, πότε θα είναι η καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή των προτάσεων, πότε θα δοθούν οι απαντήσεις και πότε θα εκταμιευθούν τα χρήματα.

Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στη χώρα μας, όπου ουδείς γνωρίζει αν και πότε θα προκηρυχθούν ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) δεν έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει προγράμματα. Οσο για τα περιβόητα προγράμματα ΕΣΠΑ, αυτά είναι παροιμιώδη ως προς τις καθυστερήσεις. Οπως περιέγραψε μιλώντας στο «Βήμα» η δρ Μαρία Κωνσταντοπούλου, διευθύντρια Ερευνών στον «Δημόκριτο» και πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Ερευνητών (ΕΕΕ), «υπήρξαν περιπτώσεις όπου από την προκήρυξη μέχρι την τελική εκταμίευση περνούσαν πάνω από δύο χρόνια!».

«Προσωπική» επίθεση

Μπορεί τα ελληνικά ερευνητικά τεκταινόμενα να μην είναι ανθηρά, αλλά για πρώτη ίσως φορά στα χρονικά η Ελλάδα μοιάζει ελκυστικότερη από τις ΗΠΑ, εξαιτίας του πολέμου που έχει κηρύξει ο Τραμπ στην επιστήμη. Η κυρία Γεωργία Μαυρομάτη, η οποία είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Οικολογικής Οικονομίας στη Σχολή Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης στη Βοστώνη, βίωσε προσφάτως τα αποτελέσματα αυτού του πολέμου: «Μέσα σε μία εβδομάδα 10 εκατ. δολάρια κόπηκαν από τη χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου, οι 700.000 εκ των οποίων από τη δική μας Σχολή» μας είπε, προσθέτοντας πως «παρά το γεγονός ότι περικόψαμε τα προγράμματα στο μισό και καταφέραμε, περικόπτοντας τις δικές μας αποδοχές, να δώσουμε χρήματα στους υποψήφιους διδάκτορες ώστε να έχουν να πληρώσουν το ενοίκιό τους μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό δεν είναι βιώσιμη λύση. Ξέρουμε ότι δεν θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε να κάνουμε έρευνα. Ξέρουμε ότι οι αιτήσεις χρηματοδότησης που έχουμε καταθέσει δεν θα αξιολογηθούν καν!».

Η ελληνίδα καθηγήτρια αισθάνεται πολύ προσωπική την επίθεση Τραμπ στην επιστήμη, καθώς «αυτή κατευθύνεται σε πολύ συγκεκριμένα πεδία, μεταξύ των οποίων και αυτό της περιβαλλοντικής έρευνας, η οποία θέτει όρια στις οικονομικές δραστηριότητες. Είναι μια επίθεση καθαρά ιδεολογική, και αυτό είναι πολύ στενάχωρο, καθώς μειώνοντας τη δουλειά μας και χαρακτηρίζοντάς την άχρηστη και μη άξια χρηματοδότησης υπονομεύει την ίδια μας την ύπαρξη».

Ωρα αποφάσεων

Εδώ και λίγο καιρό η κυρία Μαυρομάτη και ο επίσης επιστήμονας σύζυγός της εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο του επαναπατρισμού τους, «πράγμα που θα ήταν καλό και για την επτάχρονη κόρη μας, αφού θα μεγαλώσει στην πατρίδα της και θα βλέπει συχνότερα την ευρύτερη οικογένειά της». Και φαίνεται πως δεν είναι οι μόνοι. Οπως περιέγραψε μιλώντας στο «Βήμα» η κυρία Αφροδίτη Ξύδη, εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου Πολιτικής «Δέον» (πρόκειται για δεξαμενή σκέψης της Διασποράς), «πέρυσι το καλοκαίρι διενεργήσαμε μια έρευνα μεταξύ των επιστημόνων της ελληνικής διασποράς που κατέχουν ακαδημαϊκές θέσεις, ζητώντας να μάθουμε αν θα εξέταζαν το ενδεχόμενο να επαναπατριστούν στο κοντινό μέλλον και με ποιες προϋποθέσεις. Πάνω από τους μισούς απάντησαν θετικά, ενώ το ποσοστό μεταξύ των γιατρών σχεδόν άγγιξε το 80%. Τα ποσοστά αυτά, τουλάχιστον μεταξύ των επιστημόνων που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ, πιθανότατα θα έχουν τώρα αυξηθεί».

Το Ινστιτούτο Πολιτικής «Δέον» έχε ήδη κάνει εισηγήσεις στην ελληνική κυβέρνηση αναφορικά με τον επαναπατρισμό των ελλήνων επιστημόνων. «Είμαστε πολύ χαρούμενοι που κάποιες εισηγήσεις μας έγιναν δεκτές, με τελευταία την υπουργική απόφαση που υπέγραψε ο κ. Γεωργιάδης προκειμένου να αναγνωρίζεται αυτομάτως η εξειδίκευση των γιατρών που επιστρέφουν στη χώρα από τις ΗΠΑ» μας είπε η κυρία Ξύδη.

Βεβαίως, είναι κατανοητή η μεγαλύτερη προθυμία των γιατρών να επαναπατριστούν, καθώς αυτοί μπορούν να ασκήσουν ελεύθερο επάγγελμα. Τι γίνεται ωστόσο με εκείνους που ασχολούνται αμιγώς με την έρευνα; Η δρ Μαρία Κωνσταντοπούλου εξηγεί ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, καθώς «για τους ερευνητές από το 2017 και μετά δεν αναγνωρίζεται η προϋπηρεσία τους στο εξωτερικό» και εκτιμά ότι, αν δεν γίνουν ριζικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο για την έρευνα, οι ερευνητές θα συνεχίσουν να αισθάνονται όπως ο μεγάλος Γεώργιος Παπανικολάου (του Παπ τεστ), ο οποίος δήλωνε ότι «στην Ελλάδα όταν λέω ότι είμαι ερευνητής, με παίρνουν για απατεώνα».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version