«Εγώ το ερωτεύτηκα αυτό το σύστημα, τη γεωργία ακριβείας. Είναι διευκόλυνση, γιατί ξέρεις ακριβώς τα κτήματά σου», λέει με ενθουσιασμό στο «Βήμα» ο Σάββας Μαχαιρόπουλος, αγρότης από την περιοχή της Πτολειμαΐδας.
Πολλοί δε γνωρίζουν τι είναι η «γεωργία ακριβείας» και πώς μπορεί αυτή η τεχνική να μπορεί να δημιουργεί τέτοια θετικά συναισθήματα, την ώρα που την επικαιρότητα μονοπωλούν οι αγροτικές κινητοποιήσεις και το αίσθημα θυμού απέναντι στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά και την πολιτική δυσκαμψία όσον αφορά τα αιτήματα του πρωτογενούς τομέα παραγωγής.
Ο αγροτικός τομέας επιχειρεί να περάσει σε μία ψηφιακή εποχή και στην Ελλάδα, όμως τα βήματα που έχει να διαβεί, για να φτάσει τα επίπεδα της Ευρώπης είναι πολλά.
Νέα εργαλεία, νέες και καινοτόμες τεχνολογικές λύσεις εμφανίζονται, ώστε να συμβάλλουν στην καλύτερη και γρηγορότερη παραγωγή. Δορυφόροι, GPS, αισθητήρες και αλγόριθμοι εντάσσονται στη γεωργία και κατά μία έννοια, μετατρέπουν τον αγρότη σε έναν διαχειριστή δεδομένων.
Οι πρακτικές αυτές παρουσιάζονται ως ένας αυτόματος μηχανισμός, ο οποίος κάνει τον κάθε παραγωγό να λύνει άμεσα τα όποια προβλήματα μπορούν να προκύψουν με το πάτημα ενός κουμπιού, την ώρα που η πίεση στην ύπαιθρο είναι αφόρητη.
Το υψηλό κόστος της ενέργειας, οι καθυστερημένες επιδοτήσεις, αλλά και αποζημιώσεις, δημιουργούν μία αβεβαιότητα σε όσους ασχολούνται είτε με την καλλιέργεια, είτε με την κτηνοτροφία, τόσο για το εισόδημά τους, όσο και για το μέλλον στον κλάδο τους εν γένει.
Η «έξυπνη γεωργία», ή κοινώς η «γεωργία ακριβείας», καλείται να λειτουργήσει ως ένας αντίποδας σε αυτές τις δύσκολες περιστάσεις. Παραπλεύρως υπάρχει και ένα κράτος που προβάλλει τον ψηφιακό μετασχηματισμό ως έναν στρατηγικό στόχο, χωρίς όμως να προσφέρει αρκετά κίνητρα. Μάλιστα, πολλές φορές οι όποιες πρωτοβουλίες φαίνονται απομακρυσμένες από τις πραγματικές ανάγκες που έχει ο κάθε αγρότης.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν οι αγρότες μπορούν να εντάξουν τις νέες τεχνολογίες στην καθημερινότητά τους.
Από την τσάπα στον δορυφόρο και από εκεί στο ράφι
«Με τον παλιό τρόπο παραγωγής ο αγρότης μπορούσε να καλλιεργεί 500 στρέμματα, πλέον με τις καινούργιες τεχνολογίες μπορεί στον ίδιο χρόνο να κάνει 100 στρέμματα. Με τα νέα μέσα οι εκτάσεις του μπορούν να διπλασιαστούν, ακόμα και να τριπλασιαστούν», εξηγεί ο Σωκράτης Βοϊτσίδης, αγρότης και παραγωγός από την Πτολεμαΐδα.
GPS, δορυφόροι, αλλά και drones, αποτελούν τον «πυρήνα» του σύγχρονου αυτού μοντέλου καλλιέργειας της γης. Αυτά τα εργαλεία συμβάλλουν στη μείωση της εκπομπής ρύπων, στην κατανάλωση λιγότερης ενέργειας, αλλά και φυσικών πόρων, καθώς και στις εργατοώρες που θα χρειαστεί να περάσει ένας παραγωγός στο χωράφι του.
«Η γεωργία ακριβείας συνδέεται με δορυφόρους και σου δίνει απόλυτη ακρίβεια. Με αυτόν τον τρόπο εξοικονομείς χρόνο, εργασία, καύσιμα, αλλά και σπόρους. Παραδείγματος χάριν τα λιπάσματα πάνε ακριβώς εκεί που πρέπει», συμπληρώνει ο Νίκος Αγερίδης, αγρότης επίσης από την Πτολεμαΐδα.
Ο Κωνσταντίνος Κωστούλης, ο οποίος είναι αγρότης και γεωπόνος από τη Λάρισα, και έχει διακριθεί για τη δουλειά του με τον τίτλο «Αγρότης της Χρονιάς», επισημαίνει πως αυτές οι διαδικασίες μπορούν να δώσουν ένα πολύ καλύτερο αποτέλεσμα, ένα πιο ποιοτικό προϊόν.
Για αυτό και οι εταιρείες που αγοράζουν από τους παραγωγούς και τα συσκευάζουν, για να τα διοχετεύσουν στα ράφια του σούπερ μάρκετ, δίνουν μία προτεραιότητα στους αγρότες που εφαρμόζουν τη γεωργία ακριβείας, όπως αναφέρουν οι καλλιεργητές.
Αγώνας δρόμου για τον έλληνα αγρότη να φτάσει στην Ευρώπη
«Ολοι πλέον οι αγρότες είναι ενημερωμένοι για τη γεωργία ακριβείας», λέει στο «Βήμα» ο αγρότης και γεωπόνος, Γιάννης Σκουμπρής, από τη Λάρισα. Ο ίδιος προσθέτει πως πλέον οι καλλιεργητές έχουν τη δυνατότητα να ραντίζουν με τη χρήση drones, όμως στην Ελλάδα αυτό είναι κάτι αρκετά πρώιμο.
«Οι αγρότες μπορούν να φτάσουν στον αντίστοιχο εκσυγχρονισμό με την Ευρώπη», σημειώνει ο Σωκράτης Βοϊτσίδης. Όμως, όπως παρατηρεί ο Νίκος Αγερίδης οι έλληνες αγρότες βρίσκονται στο επίπεδο που ήταν οι ευρωπαίοι πριν από 10 χρόνια.
Όπως λένε οι ίδιοι οι παραγωγοί το κόστος για αυτόν τον ψηφιακό μετασχηματισμό είναι κάτι που επωμίζονται εκείνοι. «Δεν επιδοτούνται αυτά, απλά μοριοδοτούνται κάποια προγράμματα», διευκρινίζει ο Νίκος Αγερίδης.
Ο Κωνσταντίνος Κωστούλης εξηγεί πως: «επιδοτούνται κάποια επιχειρησιακά προγράμματα, αλλά είναι λίγα και καταφέρνουν να μπουν ακόμα πιο λίγοι». «Είναι οικονομία του εαυτού μας», υπογραμμίζει ο Σάββας Μαχαιρόπουλος.
Από τη μία πλευρά δηλαδή, οι αγρότες καλούνται να προχωρήσουν σε μία αλλαγή και να περάσουν από την παραδοσιακή παραγωγή σε μία σύγχρονη μέθοδο, η οποία διευκολύνει τους ίδιους, αλλά μειώνει και τους πόρους που μπορεί να χρειάζονται, όπως στο νερό και τα καύσιμα. «Το αποτέλεσμα είναι άψογο, δεν κάνεις ζημιές στην καλλιέργεια», συμπεραίνει ο Σάββας Μαχαιρόπουλος. Από την άλλη πλευρά, η υιοθέτηση αυτών των πρακτικών είναι κάτι που εμπίπτει στη δική τους ευχέρεια και δυνατότητα. «Δεν υπάρχουν τρελά κίνητρα», σχολιάζουν οι παραγωγοί.
«Ο αγροτικός κόσμος υποφέρει από την ακρίβεια στο ρεύμα, και το πετρέλαιο έχει ξεφύγει», παρατηρεί ο Σωκράτης Βοϊτσίδης. Υπό αυτές τις συνθήκες τα οικολογικά λιπάσματα, το εξελιγμένο αυτόματο σύστημα ύδρευσης, ακόμα και το GPS που η τιμή του αγγίζει τα 25.000 ευρώ περίπου, είναι μία πρόκληση.
Ποιος θα φέρει τον εκσυγχρονισμό στην αγροτική παραγωγή;
Το πέρασμα της αγροτικής παραγωγής σε μία ψηφιακή μετάβαση και υιοθέτηση των καινοτομιών στην καθημερινότητα του κάθε δεν είναι απλώς μία επιλογή. Είναι μία λύση για την ποιότητα των ίδιων των προϊόντων, αλλά και για τις καλύτερες συνθήκες του ίδιου του καλλιεργητή. Όμως, όπως όλα τα νέα εργαλεία δεν μπορούν να εφαρμοστούν ούτε οριζόντια, ούτε να υλοποιηθούν αυτόματα.
Η ενσωμάτωση των προηγμένων, αλλά και οικολογικών τεχνολογιών, στη γεωργία είναι ένα ζήτημα που απαιτεί ένα σύνολο αποφάσεων και προτάσεων σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Και όπως συμβαίνει με κάθε απόφαση, για κάποιους είναι δίκαιη, και ίσως για κάποιους άλλους άδικη.
Τα επόμενα βήματα του πρωτογενούς τομέα και η επιβίωσή του δεν κρίνονται μόνο από τα ψηφιακά εργαλεία που θα μπορούσε ο κάθε καλλιεργητής να χρησιμοποιεί στη γη του. Κρίνεται από το αν είναι εφικτό για τον καθένα ξεχωριστά να προχωρήσει στην ενσωμάτωση τέτοιων πρακτικών. Αν μπορεί η τεχνολογία να είναι ένα βοήθημα, ή απλώς ακόμα ένα τροχοπέδη για τον αγροτικό κλάδο και όσους δεν μπορούν να την αξιοποιήσουν.
Εν τέλει, το παιχνίδι κρίνεται από το εάν μπορεί ο καθένας ξεχωριστά να έχει ένα βιώσιμο μέλλον. Και να μπορεί να παραμείνει στην εργασία που έχει μάθει να κάνει και να αγαπά. Γιατί τελικά χωρίς αγρότες που μπορούν να αντέξουν και να παραμείνουν στην ύπαιθρο και στα χωράφια τους, δε θα υπάρχει ανάγκη να υφίσταται «γεωργία ακριβείας».
Χωρίς μία πολιτική που να μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να βλέπει πέρα από τις προτροπές και τις προτάσεις, η καινοτομία κινδυνεύει να μείνει στα «χαρτιά». Μία όμορφη ιδέα, αλλά που καταλήγει ένα άπιαστο όνειρο.
