Υπάρχουν περιθώρια για νέο κόμμα δεξιά της ΝΔ;

Η ΝΔ έχει ενσωματώσει στις τάξεις της τα πιο εκλογικά επιδραστικά στελέχη της ευρύτερης ακροδεξιάς.

Υπάρχουν περιθώρια για νέο κόμμα δεξιά της ΝΔ;

Τα κομματικά συστήματα είναι δυναμικές οντότητες που μεταβάλλονται μέσα στον χρόνο. Το ελληνικό κομματικό σύστημα στη Μεταπολίτευση υπήρξε κατά βάση ένα δικομματικό σύστημα. ΝΔ και ΠαΣοΚ εναλλάσσονταν στην εξουσία για τρεις δεκαετίες, ενώ ένας περιορισμένος αριθμός μικρότερων κομμάτων εκπροσωπείτο στη Βουλή, χωρίς να διαδραματίζει ρόλο στη διακυβέρνηση.

Αν και ο δικομματισμός άρχισε να φθίνει πριν από την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης, η κατάρρευσή του επισπεύσθηκε με την κορύφωσή της. Ο εκλογικός σεισμός του 2012 σηματοδότησε τη θεαματική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού: την κατάρρευση του ΠαΣοΚ, τη μετεωρική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, την είσοδο της εξτρεμιστικής Χρυσής Αυγής στη Βουλή, τη συγκυβέρνηση του εθνικο-λαϊκιστικού μορφώματος των ΑΝΕΛ με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Εκτοτε, ο αριθμός των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή παραμένει μεγαλύτερος σε σχέση με τη «χρυσή περίοδο» του δικομματισμού. Ομως, η σημαντικότερη μεταβολή αφορά στην απουσία ενός σαφούς κέντρου βάρους στο κομματικό σύστημα. Η περιοχή της κομματικής σκηνής που εκτείνεται από το κέντρο έως και την άκρα δεξιά έχει διευρυνθεί σημαντικά. Στις εκλογές του Ιουνίου 2023, η υποπεριοχή από τη ΝΔ έως τους «Σπαρτιάτες», συγκέντρωσε αθροιστικά 53 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ ο αντίστοιχος χώρος από το κέντρο μέχρι την άκρα αριστερά άθροισε 43 μονάδες.

Η ασυμμετρία αυτή αποτυπώνει μια δομική μετατόπιση του συστήματος προς τα δεξιά, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο εύρος του δεξιού φάσματος να δημιουργεί κινητικότητα για την έκφραση ρευμάτων εντός της ΝΔ που νιώθουν ότι η παρούσα φυσιογνωμία της δεν ενσωματώνει επαρκώς πρόσωπα που έχουν ακολουθήσει την «κλασική» παραταξιακή διαδρομή.

Παρά τη διεύρυνση του δεξιού πόλου και τις κατά καιρούς προσπάθειες για νέες κομματογενέσεις, η ελληνική άκρα δεξιά δεν έχει αναπτύξει την εκλογική δυναμική που παρατηρείται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Ενώ στην Ευρώπη κόμματα της λαϊκιστικής ριζοσπαστικής δεξιάς συχνά συγκεντρώνουν διψήφια ποσοστά δημιουργώντας εμπόδια στη λήψη αποφάσεων και ενίοτε διεκδικώντας κεντρικό ρόλο στη διακυβέρνηση, στην Ελλάδα η επίδοση των αντίστοιχων σχηματισμών παραμένει σημαντικά χαμηλότερη με ασταθή πορεία και γρήγορη φθορά. Η Χρυσή Αυγή, αν και αποτέλεσε μια σκοτεινή εξαίρεση, εν τέλει αντιμετωπίστηκε θεσμικά, ενώ τα κόμματα που εμφανίστηκαν στα δεξιά της ΝΔ μετά την πτώση της Χρυσής Αυγής δεν κατάφεραν να συγκροτήσουν μια συνεκτική εκλογική βάση.

Το αποτέλεσμα είναι ένας διαρκής κατακερματισμός του χώρου, με κόμματα που εκτινάσσονται πρόσκαιρα και στη συνέχεια υποχωρούν, χωρίς ικανότητα διεύρυνσης πέραν ενός περιχαρακωμένου και μη επιδραστικού ακροατηρίου. Σε αυτό το περιβάλλον, η ΝΔ λειτουργεί ως ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα που στεγάζει δυνάμεις από ολόκληρο το φάσμα της δεξιάς παράταξης: από φιλελεύθερους κεντροδεξιούς έως παραδοσιακούς συντηρητικούς και ψηφοφόρους με εθνικιστικά αντανακλαστικά. Αυτή η υψηλή ενδοπαραταξιακή απορροφητικότητα της ΝΔ μειώνει τις ευκαιρίες για τη συγκρότηση ενός συνεκτικού ακροδεξιού χώρου και εξηγεί την ιστορική αδυναμία της ελληνικής άκρας δεξιάς στη Μεταπολίτευση να αποκτήσει μόνιμη και ευρεία εκλογική βάση.

Η συζήτηση γύρω από το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός νέου κόμματος στα δεξιά της ΝΔ αναζωπυρώθηκε μετά και τις πρόσφατες δημόσιες παρεμβάσεις του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, αλλά και λόγω της αμυντικής έως φοβικής στάσης της ΝΔ απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Παρά το γεγονός ότι η ΝΔ βρίσκεται στην εξουσία επί έξι συναπτά έτη, διάστημα που εύλογα παράγει φαινόμενα κυβερνητικής κόπωσης και εκλογικού κορεσμού, εξακολουθεί να διατηρεί ικανοποιητική απήχηση. Η εκλογική αυτή ανθεκτικότητα της επιτρέπει να παραμένει ο κυρίαρχος πόλος της δεξιάς κομματικής σκηνής.

Επιπλέον, η ΝΔ έχει ενσωματώσει στις τάξεις της τα πιο εκλογικά επιδραστικά στελέχη της ευρύτερης ακροδεξιάς. Η απορρόφηση αυτή λειτουργεί ως πρόσθετος μηχανισμός σταθεροποίησης του δεξιού χώρου και καθιστά δυσκολότερη την ανάδυση μιας ανταγωνιστικής δύναμης στα δεξιά της. Ωστόσο, δεν λείπουν οι ρωγμές στο εκλογικό της ακροατήριο και το θάμπωμα της εικόνας της, στοιχεία που δυνητικά ανοίγουν παράθυρα ευκαιρίας για δυνάμεις που κινούνται δεξιότερά της.

Το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός νέου κόμματος από τον πρώην πρωθυπουργό δεν αφορά μόνο τον ίδιο, αλλά έχει να κάνει με τις υπάρχουσες συνθήκες στην πλευρά τόσο της «προσφοράς» όσο και της «ζήτησης». Σε ό,τι αφορά την πλευρά της προσφοράς, ο κ. Σαμαράς διαθέτει υψηλή αναγνωρισιμότητα και ένα εθνικά υπερσυντηρητικό ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται. Ωστόσο, το πολιτικό του παρελθόν λειτουργεί ως σημαντικός περιορισμός.

Η παραίτησή του από βουλευτής της ΝΔ τον Οκτώβριο του 1992 και η μετέπειτα ίδρυση της ΠΟΛΑΝ, ένα εγχείρημα που δεν ευδοκίμησε και τον οδήγησε σε πολυετή περιθωριοποίηση, έχουν αφήσει ένα ισχυρό υπόστρωμα καχυποψίας στο εκλογικό σώμα. Για μια κρίσιμη μερίδα ψηφοφόρων της ΝΔ που κινητοποιείται εκλογικά με βάση ιστορικές κληρονομιές, μια δεύτερη ρήξη από τον πρώην πρωθυπουργό μπορεί εύκολα να εκληφθεί ως πράξη αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης, έννοια που έχει βαρύ συμβολικό φορτίο για το εκλογικό σώμα συνολικά.

Σε ό,τι αφορά την πλευρά της ζήτησης, παρά τη διεύρυνση του δεξιού φάσματος, η εκλογική δεξαμενή δεξιότερα της ΝΔ παραμένει περιορισμένη. Η εμπειρία της Χρυσής Αυγής λειτουργεί αποτρεπτικά για ένα ευρύ τμήμα του εκλογικού σώματος, ενισχύοντας την επιφυλακτικότητα απέναντι σε σχηματισμούς της άκρας δεξιάς.

Παράλληλα, η ΝΔ εξακολουθεί να συγκρατεί μεγάλο μέρος των παραδοσιακών συντηρητικών ψηφοφόρων, οι οποίοι τείνουν να αποφεύγουν κινήσεις που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη δεσπόζουσα θέση της στην πολιτική αρένα. Οι ψηφοφόροι που θα μπορούσε δυνητικά να διεκδικήσει ο κ. Σαμαράς έχουν ήδη διαθέσιμες επιλογές εντός του κυρίαρχου δεξιού φάσματος, και η προσέλκυσή τους θα απαιτούσε είτε ένα ισχυρό αφήγημα διαφοροποίησης είτε μια βαθιά κρίση στο εσωτερικό της ΝΔ, συνθήκες που δεν φαίνεται να υφίστανται.

Επιπλέον, η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι η ίδρυση νέων κομμάτων από πολιτικούς που έχουν καταλάβει ανώτατα αξιώματα, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν εγγράφεται ως επιτυχία. Ο Ματέο Ρέντσι στην Ιταλία αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα: μετά την αποχώρησή του από το Δημοκρατικό Κόμμα συμμετείχε στην ίδρυση του Italia Viva, που παραμένει καθηλωμένο εκλογικά, με τον ίδιο να έχει απομακρυνθεί από την κεντρική πολιτική σκηνή.

Παλιότερα ο Οσκαρ Λαφοντέν στη Γερμανία, παρότι αποχωρώντας από το SPD συμμετείχε στην ίδρυση της WASG που συνασπίστηκε με τo Die Linke, δεν αποτέλεσε τον καταλύτη της επιτυχίας της και ο ίδιος δεν επέστρεψε σε ηγετικό ρόλο. Στη δεξιά πλευρά του ευρωπαϊκού φάσματος, εγχειρήματα αποσχίσεων, όπως του Γιεργκ Χάιντερ στην Αυστρία – ίδρυσε το BZÖ διασπώντας το FPÖ –, είχαν βραχεία διάρκεια χωρίς σημαντική επιρροή. Συνολικά, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι πρώην κορυφαίοι πολιτικοί που εγκαταλείπουν το κόμμα που τους ανέδειξε, δεν επιβραβεύονται εύκολα εκλογικά από τους πάλαι ποτέ ψηφοφόρους τους και το ευρύτερο εκλογικό σώμα.

Συνολικά οι κινήσεις στην περιοχή δεξιότερα της ΝΔ έχουν ένα σχεδόν «ρετρό» χαρακτήρα που δεν δείχνει να δημιουργεί ένα πολιτικό ενδιαφέρον εκτός μιας στενής υποπεριοχής της πολιτικής αρένας, κάτι που δεν είναι αρκετό για να αποτελέσει όχημα μιας ουσιαστικής επιτυχίας για έναν νέο κομματικό φορέα.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version