Γενικώς οι πυρκαγιές δεν είναι ιδιαίτερα ευγενικές. Δεν χτυπούν πόρτες, δεν ζητούν άδειες – απλώς εμφανίζονται, σαν θείοι της δεκαετίας του ’90 που απλώς περνούσαν απέξω απ’ το σπίτι ένα πρωί, έλεγαν να πουν ένα γεια και έφευγαν κατά τις εννιά το βράδυ έχοντας μπερδέψει γερμανικό φραπέ με τσίπουρο και ουίσκι και αφήνοντας τη μάνα σου να τραβάει τα μαλλιά της πάνω από βομβαρδισμένους νεροχύτες και νυσταγμένα παιδιά που κανείς δεν πρόφτασε να τα διαβάσει για την επομένη. Κάπως έτσι είναι οι πυρκαγιές – αιφνίδιες σαν αλλαγή διάθεσης και συνάμα αρχαίες σαν θέσφατο. Η υλική αποτύπωση της ιδέας πως όταν εσύ κάνεις σχέδια κάποιος Εκεί Πάνω γελάει.
Το παράξενο είναι ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν καταγράφει μονάχα τον κίνδυνο. Παρατηρεί και την ομορφιά – συχνά προτού θυμηθεί ότι πρέπει να φοβηθεί. Τον καπνό που ανεμίζει σαν σκισμένο πορτοκαλί τεντόπανο στην Πατησίων, τις σπίθες που εκτινάσσονται σαν πεθαμένοι αστερισμοί, το φως του ήλιου μέσα από χάλκινα σύννεφα που αρχικά δεν είσαι βέβαιος αν είναι γεμάτα καπνιά ή καλοκαιρινή σκόνη. Σου παίρνει λίγο χρόνο ώσπου, ενοχικά, να παραδεχθείς πως δεν αγναντεύεις τα πορτοκαλιά φόντα του Φράνσις Μπέικον εδώ πέρα, αλλά μια καταστροφή.
Το καλοκαίρι είναι η εποχή της ειρωνείας. Φωτιά πάνω, φωτιά κάτω. Φωτιά στον ουρανό που αλλοιώνει ο ήλιος (μιράζ το λένε αυτό το περίεργο τρέμουλο της εικόνας), φωτιά στη γη που αλλοιώνουν οι πυρκαγιές. Ακόμα και η θάλασσα ζεστή είναι – ακούς τις ηλικιωμένες κυρίες στην παραλία, με τα φλοράλ σκουφάκια και τα μεταλιζέ ολόσωμα μαγιό τους, να λένε η μια στην άλλη περιχαρείς «α, ζεστή είναι!» και δεν ξέρεις γιατί χαίρονται.
Ακόμα και το καθαρό νερό είναι ζεστό – κάθεσαι μπροστά στον νεροχύτη με απελπισία όμοια με της μάνας σου, ανοίγεις το νερό στο παγωμένο και τα χέρια σου μουδιάζουν από μια θέρμη σαν αγάπη που σου έγινε βάρος. Εχεις πλύνει όλες τις ντάνες ώσπου να δεήσει η βρύση να βγάλει λίγο δροσερό. Δεν μπορείς να μην καταριέσαι το καλοκαίρι – αυτό το φριχτό, εξουσιαστικό πορτοκαλί, τη σκόνη, τα ώριμα ροδάκινα, την πυρκαγιά, το αίμα που χρυσίζει κάτω από το ακούσια ηλιοκαμένο δέρμα των χεριών σου κάτω από το νερό.
Υποψιάζεσαι πως το καλοκαίρι, ως προς τον μύθο του, δεν είναι καθόλου ο καλός της ιστορίας. Δεν είναι καθόλου εκείνα τα τρεις λαλούν και δυο χορεύουν ανθρωπάκια που έβλεπες στον χάρτη με τις τέσσερις εποχές στο δημοτικό. Σκέφτεσαι τους αρχαιοελληνικούς θεούς που σου μάθαιναν στην τάξη, θυμάσαι πως τους ξεχώριζες σε φοβιστικούς και μη φοβιστικούς, μα τώρα που μεγάλωσες και διάβασες πραγματάκια αρχίζεις να αναθεωρείς.
Σκέφτεσαι τον Αδη, τον θεό του Κάτω Κόσμου που τον ήξεραν ως εκείνον που δεν δέχεται, επειδή δεν του έλεγαν και πολλά οι προσφορές των θνητών. Αρχικά, σου φαινόταν απλώς ντίβα. Αργότερα κατάλαβες πως ήταν ο πιο τίμιος απ’ όλους. Ο Αδης δεν κορόιδευε κανέναν, αντίθετα από τους συμπαθητικούς θεούς, όπως τον Ερμή, τον Απόλλωνα ή τον Διόνυσο, που πέρασες τα παιδικά σου χρόνια πιστεύοντας πως ήταν κουλ.
Αντίθετα από τον ψυχοπομπό Ερμή, τον θεό των ορίων, απατεώνα από άποψη, που δεν καταλάβαινε από διαχωρισμούς ανάμεσα σε ζώντες και νεκρούς. Αντίθετα από τον Απόλλωνα, τον ιλιαδικό φορέα της πανώλης, τον λογοκριτή των νεκρικών χρησμών, που στις καταβατικές λατρευτικές πρακτικές της Ασίας οι άνθρωποι τον επικαλούνταν για να ενισχύσει κατάρες. Αντίθετα από τον Διόνυσο, τον second-in-command στον Κάτω Κόσμο, που κομματιαζόταν στα ορφικά μυστήρια και αναγεννιόταν, για να δείξει πως το ταξίδι εκεί κάτω δεν αφορά μονάχα την ψυχή, μα και τη σάρκα. Αντίθετα απ’ αυτόν τον παρανοϊκό θεό, πιο χθόνιο από καθέναν. Το καλοκαίρι είναι κάπως έτσι. Συγκρουσιακό. Είναι η άβολη για εμάς στιγμή της Γης που υπενθυμίζει ότι η καταστροφή και η κάθαρση πηγαίνουν αντάμα.
Οι καλοκαιρινές φωτιές της κουβαλούν μια αφηρημένη ηθική, γκρίζα σαν την καπνιά. Από τριάντα χιλιόμετρα μακριά, μια πυρκαγιά μοιάζει βγαλμένη από πίνακα του Τέρνερ – τραγική, ναι, αλλά συνθετικά αψεγάδιαστη. Τη βλέπεις και αναρωτιέσαι αν το γεγονός ότι η καταστροφή φέρει ομορφιά σημαίνει πως η ομορφιά είναι ανάξια εμπιστοσύνης. Τα ζώα, βέβαια, για κακή τους τύχη, δεν σκαμπάζουν από αισθητική. Απλώς φεύγουν. Ενα ελάφι πηδάει τις μπάρες ενός αυτοκινητόδρομου, μια αλεπού πηδάει έναν μικρό φράχτη, τα πουλιά σκορπίζουν σε ασχημάτιστες κατευθύνσεις. Αναρωτιέσαι αν τα ζώα έχουν την ικανότητα να θυμούνται τη φωτιά. Μάλλον όχι. Ο άνθρωπος μόνο κουβαλάει το βάρος της μνήμης. Τα ζώα, αν δεν απανθρακωθούν, κερδίζουν την πολυτέλεια της αμνησίας.
Η εκκένωση είναι μια τελετουργία παράλογης οικειότητας. Οι άνθρωποι στριμώχνουν τις ζωές τους – στις πρόχειρα γεμισμένες βαλίτσες που κουβαλούν εγκαταλείποντας φλεγόμενους οικισμούς (άραγε τι έχουν χώσει εκεί μέσα – ρούχα, σημαντικά έγγραφα, κάδρα με παλιά στέφανα γάμου πίσω από θαμπωμένο γυαλί;), σε πρόχειρα στοιχισμένα σώματα πάνω σε φεριμπότ, τραβηγμένοι μέσα απ’ τη θάλασσα όπου είχαν καταφύγει.
Πάνω από τις σκηνές του χάους, ακούγονται τα καναντέρ και τα ελικόπτερα. Πετούν, ρίχνουν, εξαφανίζονται. Καμιά φορά βλέπεις να κρέμεται από κάτω τους κάτι που, λόγω της απόστασης, σου μοιάζει με κουβαδάκι. Αναρωτιέσαι πόσο νερό χωράει εκεί μέσα. Οι πιλότοι και οι πυροσβέστες σού μοιάζουν είτε με ήρωες είτε με συνεργεία καθαρισμού (ανάλογα με το ποσοστό ρομαντικοποίησης που επιτρέπεις στον εαυτό σου). Καθαρίζουν λεκέδες στο μέγεθος περιφερειών.
Κι αφού η ιστορία τελειώσει, ξαναρχίζει. Μόνο η Ιστορία δεν ξαναρχίζει άπαξ και τελειώσει. Κάποτε η φωτιά ήταν θεότητα – την προσέγγιζαν με φόβο, δέος και προσφορές. Σήμερα είναι μια γραμμή σε κάποιο excel με τίτλο «Φυσικές Καταστροφές» ή «Διαχείριση Κρίσεων», θέμα συζήτησης σε συναντήσεις υποεπιτροπών, ανάμεσα σε προϋπολογισμούς και κόφι μπρέικς. Η ορολογία της «αντιπυρικής περιόδου» είναι κάπως γελοία. Σαν να λέμε, καλοκαίρι ίσον τουρισμός, τρούφες, πυρκαγιές. «Κατεύθυνση του ανέμου» όπως «δημοφιλής προορισμός». Καμένες γαίες όπως μακιγιάζ πάνω σε, αχρηστεμένες πια, λευκές ξενοδοχειακές πετσέτες. Αυτά καλό είναι να μη γίνονται, αλλά τι να κάνεις – θα αγοράσεις άλλες.
Πάντως, ας μην είμαστε υποκριτές. Τα καλοκαίρια μάς μοιάζουν κάπως εμάς των ανθρώπων. Ετσι κι εμείς ανεβάζουμε θερμοκρασίες μέχρι κάτι να μας ωθήσει να κάνουμε το μπαμ. Κι εμείς επίσης ξέρουμε να καίμε σε λεπτά ό,τι χτίστηκε σε χρόνια. Κι εμείς αφήνουμε πίσω μας τοπία αγνώριστα και ερείπια. Μετά ξεχνιόμαστε, ασχολούμαστε με άλλα, με άλλες εποχές, με άλλες κρίσεις και φυσικές ή μεταφυσικές καταστροφές, ώσπου να ξανακαούμε. Κάποιος κακοπροαίρετος θα έλεγε πως έχουμε βαλτώσει σε λάθος τύπου μπαμ. Πως καιγόμαστε για όλους τους λάθος λόγους, με όλους τους λάθος τρόπους. Αλλά αυτό δεν είναι το θέμα με τους ανθρώπους; Ισως κάποιος μάς φύτεψε σ’ αυτόν τον πλανήτη για να μπορεί ν’ αγναντεύει την παραπλάνηση της ομορφιάς. Ούτως ή άλλως, κάποτε κι αυτός θα σβήσει.
Κοινωνικά κλειστά κυκλώματα
Οι ανελκυστήρες των πολυκατοικιών μοιάζουν με εργαστήρια κοινωνικών πειραμάτων. Αγνωστοι-που-γνωρίζονται μπαίνουν, αλληλοζυγιάζονται σαν να κατεβάζουν νοητά λογισμικά γειτνίασης και προσαρμόζουν στάση, απόσταση, βλέμμα. Κάποιοι κάνουν ουδέτερες παρατηρήσεις (καιρός, υγεία, πιτσικαρισμένη πόρτα εισόδου), άλλοι γδέρνουν τον πάγο με αστεϊσμούς. Διανομείς, γονείς με καροτσάκια, βαριεστημένοι έφηβοι λειτουργούν σαν απρόβλεπτες μεταβλητές, απαιτώντας διαρρυθμίσεις.
Παρακολουθείς σχηματισμούς δυναμικών: ποιος στέκεται πλάι σε ποιον, ποιος αποφεύγει την οπτική επαφή. Παρακολουθείς ανακουφισμένα πρόσωπα τις Δευτέρες, τις Παρασκευές και τις εορταστικές περιόδους, που υπάρχουν διαθέσιμα λόγια προκάτ («καλή εβδομάδα», «καλό Σαββατοκύριακο», «τι θα κάνετε τα Χριστούγεννα;») και δεν χρειάζεται σκέψη.
Ενίοτε βλέπεις την αμφιταλάντευση ανάμεσα στη θέρμη («μάλλον πρέπει να κάνουμε bonding τώρα») και στο ψύχος («ήλπιζα να μην πιάσω κουβέντα σήμερα»). Βγαίνοντας, δεν ξέρεις αν διάβασες βιβλίο του Γκίντενς ή αν παρακολούθησες Discovery Channel, ενώ η διαφορά ανάμεσα στο «κοινωνικό» και στο «προσαρμοστικό» πλανιέται αόριστα τριγύρω.
