«Δεν μπορεί να υπάρξει πιο ξεκάθαρη επίθεση στην ακαδημαϊκή ελευθερία από μια προσπάθεια επιβολής του περιεχομένου του προγράμματος σπουδών, των ερευνητικών προτεραιοτήτων, των προσλήψεων και των κριτηρίων εισαγωγής. Ενώ οι οικονομικές κυρώσεις που απειλεί να επιβάλει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα περιόριζαν δραστικά το μέλλον του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, η αποδοχή της ιδέας ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία, η διακυβέρνηση και η αποστολή είναι διαπραγματεύσιμες θα ήταν εξίσου καταστροφική».
Αυτή ήταν η κατηγορηματική θέση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας (ΠΚ) στις 3 Οκτωβρίου 2025. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΠΚ, Τζέιμς Μπ. Μίλικεν, το πανεπιστήμιο αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη απειλή στα 157 χρόνια της ιστορίας του. Πράγματι η πολιτική του Τραμπ απέναντι στα αμερικανικά πανεπιστήμια, με εργαλείο τη διακοπή ή τον περιορισμό της χρηματοδότησης, έχει δημιουργήσει μια τεράστια κρίση που πλήττει την έρευνα και την επιστημονική καινοτομία και υπονομεύει τον ρόλο των ΗΠΑ ως της χώρας που συγκέντρωνε στα πανεπιστήμιά της τα καλύτερα μυαλά παγκοσμίως.
Κυρίως όμως η πολιτική αυτή πλήττει την ανεξαρτησία και τις δημοκρατικές παραδόσεις των πανεπιστημίων. Είναι σαφές ότι για κάθε αυταρχικό ηγέτη ο κίνδυνος αμφισβήτησής του προέρχεται από χώρους χειραφέτησης της σκέψης και ελευθερίας του λόγου όπως τα πανεπιστήμια. Για τον λόγο αυτόν, ο έλεγχος του πανεπιστημίου θεωρείται ως κύριο μέσο για την αποτροπή αντιπολιτευτικών δράσεων και δυνάμει επαναστατικής αλλαγής. Και βεβαίως δεν υπάρχει αποτελεσματικότερος τρόπος ελέγχου από την οικονομική εξάρτηση. Οι απόψεις του Τραμπ για τα αμερικανικά πανεπιστήμια ως χώρους ακραίας woke κουλτούρας και αντισημιτισμού βρίσκουν πρόθυμους υποστηρικτές σε ευρέα στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας, ενώ η ηχώ τους φθάνει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου η κρίση της εμπιστοσύνης στην επιστήμη και την ακαδημαϊκή «ελίτ» συναντά τον λόγο του ακροδεξιού λαϊκισμού.
Ωστόσο, οι απειλές προς την ακαδημαϊκή ελευθερία δεν προέρχονται μόνο από την ακροδεξιά αμφισβήτηση ή τις αυταρχικές πολιτικές. Η αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση της ερευνητικής δραστηριότητας, η αλλοίωση των κριτηρίων αξιολόγησης και των ποιοτικών χαρακτηριστικών του επιστημονικού έργου, η αγωνιώδης επιδίωξη της «απήχησης» των δημοσιεύσεων αποτελούν έμμεσους και κρυφούς τρόπους περιορισμού της ελευθερίας της έρευνας. Ολα αυτά τα έχει περιγράψει ο Πίτερ Φλέμινγκ στο αρκετά απαισιόδοξο έργο του Dark Academia: How Universities Die (εκδ. Pluto Press, 2021), όπου εξετάζει τα συμπτώματα αυτού που αντιλαμβάνεται ως μια ανίατη ασθένεια του ιδιωτικοποιημένου, εμπορευματοποιημένου και εκχρηματισμένου πανεπιστημίου. Χρησιμοποιεί τον όρο «edu-factory» (πανεπιστήμιο-εργοστάσιο) για να περιγράψει τη στροφή στην ακαδημαϊκή κουλτούρα που συμβαίνει από τη δεκαετία του 1980 και συνίσταται στην από τα πάνω επιβολή μιας διαχείρισης τύπου μάνατζερ και της ποσοτικοποίησης του ακαδημαϊκού έργου.
Εντοπίζει επίσης μια αυταρχική στροφή που ανιχνεύεται στην αλλαγή στις διοικήσεις των πανεπιστημίων, οι οποίες πλέον περνούν από τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας στα χέρια εξωπανεπιστημιακών στελεχών. Στο «σκοτεινό πανεπιστήμιο» του Φλέμινγκ οι πανεπιστημιακοί αναγκάζονται να κάνουν μια «δουλειά λάσπης», όπως την ονομάζει, που περιλαμβάνει δραστηριότητες όπως η συμπλήρωση εντύπων και η τήρηση διαδικασιών που προκαλούνται από την υπερ-γραφειοκρατικοποίηση, απορροφώντας σημαντικό μέρος του χρόνου τους, που θα μπορούσε να αφιερώνεται στην έρευνα και τη διδασκαλία.
Η αλήθεια είναι ότι τα πανεπιστήμια έχουν υποχρεωθεί – και βεβαίως οφείλουν – να προσαρμοστούν στη «μεγάλη επιτάχυνση» που σαρώνει τον σύγχρονο κόσμο, αλλάζοντας προγράμματα σπουδών, μεθόδους και αντικείμενα έρευνας και διδασκαλίας ώστε να υπηρετούν τις ανάγκες της κοινωνίας, να προσφέρουν καινοτόμες λύσεις στα σύγχρονα προβλήματα και να προετοιμάζουν τις νέες γενιές για ένα όλο και πιο πολύπλοκο και απαιτητικό εργασιακό περιβάλλον. Ως προς αυτό, δηλαδή την ευελιξία, την προσαρμοστικότητα, την πρωτοπορία και τη συμμετοχή στη διαμόρφωση του μέλλοντος, δεν έχουν απομακρυνθεί από την αποστολή που τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια είχαν αναλάβει ήδη από τον 19ο αιώνα. Και αξίζει να θυμόμαστε κάποιες από τις αξίες που έχουν καλλιεργήσει οι πανεπιστημιακοί θεσμοί και να μη τις θυσιάζουμε στο όνομα μιας «προόδου» που δεν συνάδει με την ακαδημαϊκή πολιτειότητα.
Τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια λειτουργούσαν ως μια «πολιτεία των γραμμάτων», εξελισσόμενα, με την παρέμβαση του Φον Χούμπολτ, σε θεσμούς που δεν καλλιεργούσαν τόσο τη λογιοσύνη όσο τη διανοητική περιέργεια και τη γνώση που προσανατολιζόταν στη λύση προβλημάτων. Η βασική ιδέα που διέπει το χουμπολτιανό πανεπιστήμιο είναι η ατομική ακαδημαϊκή ελευθερία, μια αρχή που έχει κληροδοτηθεί στο σημερινό πανεπιστήμιο και που οφείλουμε να υπερασπιστούμε απέναντι στις κάθε είδους απειλές.
Είναι πιθανό, όπως επισημαίνουν πολλοί αμερικανοί πανεπιστημιακοί, ιδεολογικοί δογματισμοί και η επιμονή στην πολιτική ορθότητα από την πλευρά των «φιλελευθέρων», να άνοιξαν τον δρόμο για την πολιτική του Τραμπ, με θύμα την ακαδημαϊκή ανεξαρτησία. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι στην πραγματικότητα αυτό υπήρξε πρόσχημα για τη φίμωση των αντίθετων απόψεων και την κατάργηση της δημοκρατίας. Τα πανεπιστήμια δεν είναι απλώς χώροι παραγωγής και διάδοσης της επιστημονικής γνώσης αλλά και πολιτικοί παίκτες, και έτσι τους αντιμετωπίζουν η κοινωνία και η πολιτική ηγεσία.
Υπό την έννοια αυτή, η ευθύνη τους είναι ακόμη μεγαλύτερη, σε εποχές που θέτουν μεγάλες προκλήσεις, να αντέξουν σε απειλές και επιθέσεις, να διαφυλάξουν τις δημοκρατικές αξίες και να εξασφαλίσουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Οι πανεπιστημιακοί δεν μπορούν να επαναπαύονται στην ασφάλεια του «γυάλινου πύργου» τους γιατί, όπως δείχνει το παράδειγμα της Αμερικής, δεν υπάρχει «υγειονομική ζώνη» γύρω από το πανεπιστήμιο.
*Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι ιστορικός, πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου.
