Η Συνταγματική Αναθεώρηση ούτε αναγκαία, ούτε ενισχυτική των θεσμών

Στα τέλη Μαρτίου, σε τηλεοπτική του συνέντευξη – άρα ίσως όχι με τον πιο πρόσφορο θεσμικά τρόπο -, ο Πρωθυπουργός ανήγγειλε ότι, «αν και εφόσον επανεκλεγεί η Νέα Δημοκρατία», θα προτείνει αναθεώρηση του Συντάγματος στην επόμενη Βουλή – στην πραγματικότητα, μετά την 25η Νοεμβρίου 2024, οπότε και συμπληρώνεται η απαραίτητη πενταετία από την προηγούμενη αναθεώρηση. Η αναγγελία έγινε αμέσως μετά το τρομερό δυστύχημα στα Τέμπη κι ενώ η χώρα είχε μπει σε άτυπη – από σήμερα πλέον είναι επίσημη – προεκλογική περίοδο, κάτι που δείχνει ότι η αναθεώρηση μάλλον αντιμετωπίζεται, όχι για πρώτη φορά, ως «θεσμικός αντιπερισπασμός». Ο Πρωθυπουργός, επιπλέον, δημοσιοποίησε δύο τομείς στους οποίους κρίνει απαραίτητη την αναθεώρηση: «αλλαγή του άρθρου 16 για τα πανεπιστήμιά μας» (με προσθήκη του αινιγματικού «αλλά όχι μόνο») και «επιτελικό κράτος», νοούμενο ως «μηχανισμός προγραμματισμού, λογοδοσίας και αξιολόγησης».

Να το πω όπως το νιώθω ως συνταγματολόγος και ως πολίτης: η κίνηση αναθεωρητικής διαδικασίας, το συντομότερο δυνατό μετά την προηγούμενη, δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε ενισχυτική των θεσμών.

Κατά πρώτον, η πεποίθηση ότι το Σύνταγμα πρέπει να αναθεωρείται διαρκώς είναι, στην ελληνική τουλάχιστον περίπτωση, τριπλά λανθασμένη. Το Σύνταγμά μας είναι ένα σε γενικές γραμμές άρτιο κείμενο χωρίς μείζονα προβλήματα. Οι συνεχείς αναθεωρήσεις δεν ταιριάζουν ούτε με τον «αυστηρό» χαρακτήρα του Συντάγματος ούτε με τη «βαριά» διαδικασία αναθεώρησης στην ελληνική εκδοχή της (άρθρο 110 Συντάγματος). Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες θεσμικές δυσλειτουργίες και οι αντίστοιχες πολιτικοκοινωνικές ανάγκες (συμμετοχή του πολίτη, ανεξαρτησία των εξουσιών, ουσιαστική προστασία των δικαιωμάτων) δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά μέσω αλλαγών στο Σύνταγμα, αλλά μέσω αλλαγών νομοθεσίας, εφαρμογής και, κυρίως, νοοτροπίας.

Κατά δεύτερον, τα εξαγγελθέντα ως θεμέλια του αναθεωρητικού διαβήματος δεν μπορούν, αντικειμενικά, να παίξουν αυτόν τον ρόλο. Η δημιουργία «ιδιωτικών πανεπιστημίων» θα μπορούσε να συζητηθεί, εάν είχαν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συγκλίσεις σε επίπεδο κοινωνίας και κομματικών συσχετισμών – όπως είναι τα πράγματα σήμερα, αυτή η αλλαγή δεν συνιστά προτεραιότητα για τη βελτίωση της Παιδείας (το είδος της διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και η βελτίωση των δομών και των συνθηκών στα δημόσια πανεπιστήμια προηγούνται με διαφορά), ενώ είναι αδύνατο να συγκεντρώσει την απαραίτητη, είτε στην «προτείνουσα» είτε στην «ψηφίζουσα» Βουλή, πλειοψηφία των 180 ψήφων. Οσον αφορά το «επιτελικό κράτος», η εσωτερική δομή της Διοίκησης, πόσω μάλλον των εκάστοτε κυβερνητικών επιτελείων, δεν είναι ορθό να «κλειδώσει» συνταγματικά, ενώ οι -εντελώς απαραίτητες – πρακτικές της λογοδοσίας, της αξιολόγησης και της αξιοκρατίας δεν θα υλοποιηθούν μόνο λόγω της προσθήκης αντίστοιχων συνταγματικών αρχών. Και χωρίς τέτοια πρόβλεψη, κάθε κυβέρνηση θα μπορούσε – θα έλεγα: θα όφειλε – να τις κάνει πράξη, νομίζω δε, και πάλι όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, ότι η απερχόμενη κυβέρνηση έχασε αυτή την ευκαιρία.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχει, και μέσω του Συντάγματος, χώρος για θεσμική βελτίωση. Ομως, σε πολιτειακό επίπεδο, αυτός, κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ περιορισμένος και αμφιλεγόμενος. Μετά τα δύο ουσιώδη αναθεωρητικά διαβήματα – του 1986, που στερέωσε και ξεκαθάρισε τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, και του 2001, που εκσυγχρόνισε συνολικά το Σύνταγμά μας -, πιστεύω πως οι αναγκαίες, ή έστω κρίσιμες, αλλαγές χωρίζονται σε δύο αρκετά στενές κατηγορίες. Αφενός, στην εξάλειψη των εξαιρετικά περιορισμένων «θεσμικών αναχρονισμών» του ισχύοντος Συντάγματος: σε αυτούς θα έβαζα τον αμοιβαία επωφελή χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, την πληρέστερη και αρτιότερη υποδοχή του ενωσιακού/ευρωπαϊκού κεκτημένου και την εγκαθίδρυση της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής ως κεντρικού, και «οριζόντιου», στόχου δημόσιας πολιτικής. Αφετέρου, σε ορισμένα «μεγάλα», αλλά χωρίς καθαρή λύση, ζητήματα: ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, διαφοροποίηση του τρόπου επιλογής των επικεφαλής των ανώτατων δικαστηρίων, απαγόρευση διάλυσης της Βουλής με κυβερνητική πρωτοβουλία, απλοποίηση της αναθεωρητικής διαδικασίας. Μόνο μια αναθεώρηση που θα άγγιζε, έστω και μόνο για να συζητήσει, τους δύο αυτούς «καυτούς» κύκλους, θα είχε, κατά τη γνώμη μου, νόημα σήμερα.

 

Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρώην ευρωβουλευτής.    

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.