To 1953, μεσούσης της αντικομμουνιστικής υστερίας και των ψυχροπολεμικών διώξεων του μακαρθισμού, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας του 20ού αιώνα, o Ρέι Μπράντμπερι, επιχείρησε να φανταστεί πώς θα έμοιαζε μια μελλοντική αμερικανική κοινωνία στην οποία τα βιβλία θα είχαν απαγορευθεί ολοκληρωτικά. Επρόκειτο αναμφίβολα για μια τρομακτική δυστοπία. Καθεστωτικές ομάδες «πυροδοτών», που ήταν επιφορτισμένες με την αναζήτηση όσων βιβλίων δεν είχαν ήδη καταστραφεί για να τα μετατρέψουν σε στάχτη, εισέβαλαν σε σπίτια, έκαναν φύλο και φτερό χώρους εργασίας, αναζητούσαν καταδότες που θα τους υποδείκνυαν ύποπτους αναγνώστες. Ο άμεσος στόχος ήταν η απαγόρευση πρόσβασης στο πιθανώς ανατρεπτικό περιεχόμενο ορισμένων συγγραμμάτων. Ο απώτερος όμως στόχος δεν ήταν άλλος από την πάταξη κάθε δυνατότητας διεύρυνσης των οριζόντων και ανάπτυξης κριτικού πνεύματος, που μπορεί να προκύψουν από την ανάγνωση ενός βιβλίου. Η αλληγορία αλλά και το μήνυμα του Μπράντμπερι ήταν προφανή. Τα βιβλία αποτελούν το νούμερο ένα «δημόσιο εχθρό» κάθε αυταρχισμού. Ο δε εμπνευσμένος τίτλος του βιβλίου αναφερόταν στη θερμοκρασία ανάφλεξης του χαρτιού (Φαρενάιτ 451).
Σύμφωνα με διάφορες, και πολλές φορές αντιφατικές, δηλώσεις του, ανάμεσα στις βασικές πηγές έμπνευσης του Μπράντμπερι ήταν οι μαζικές καύσεις βιβλίων στη ναζιστική Γερμανία, αλλά και η ιδεολογική καταπίεση των πολιτών του σοβιετικού μπλοκ. Σε αντίθεση με τους Ναζί, οι οποίοι έκαιγαν βιβλία δημοσία θέα, το σοβιετικό σύστημα ακολουθούσε πιο προσεκτικά μονοπάτια λογοκρισίας, προσπαθώντας να διατηρήσει μια επίφαση ελευθερίας. Ο φόβος της δημιουργίας επικίνδυνων ρωγμών στην ολικότητα της εξουσίας δημιουργούσε βεβαίως κάθε λογής ανορθολογικά ευτράπελα. Μια μυστική λίστα απαγορευμένων βιβλίων του 1951 περιελάμβανε 2.482 τίτλους, μεταξύ αυτών και 562 παιδικά (!) βιβλία. Κατά τα άλλα, στη «μαύρη λίστα» συναντούσε κανείς αστυνομικά μυθιστορήματα της Αγκαθα Κρίστι, που δεν έκρυβαν κανένα πολιτικό μήνυμα, ή ακόμη κι ένα βιβλίο για το πώς θα μπορούσε κάποιος να καλλιεργήσει καρότα σε ατομικούς (και όχι συλλογικούς) κήπους. Οπου παρεπιδημούν όμως τέτοιες απαγορεύσεις ευδοκιμεί και μια μοναδική επινοητικότητα στην παράκαμψή τους.
Μετά τον θάνατο του Στάλιν, κατά τη διάρκεια της λεγόμενης φιλελευθεροποίησης των σοσιαλιστικών κρατών, ο σημαντικός πολωνός κριτικός της τέχνης και επιμελητής εκθέσεων Γιάνους Μπογκούτσκι κατάφερε να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι από τη Βαρσοβία στο Παρίσι. Εκεί, περιφερόμενος σε ένα πολωνικό βιβλιοπωλείο και κοιτάζοντας τα ράφια του, το βλέμμα του σταμάτησε σε μια πολωνική μετάφραση του 1984 του Τζορτζ Οργουελ, του περίφημου βιβλίου ενάντια στον ολοκληρωτισμό, το οποίο ήταν απαγορευμένο για πολλά χρόνια στην ανατολική πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος. Μετά από έναν αρχικό δισταγμό, τράβηξε το βιβλίο με αποφασιστικότητα, το έβαλε κάτω από τη μασχάλη του και το πήρε μαζί του. Λίγες ημέρες αργότερα, πίσω στη Βαρσοβία, και αφού είχε περάσει λαθραία το βιβλίο από τα σύνορα, το έδωσε στην κόρη του Τερέσα. Παρότι μόλις 11 χρονών τότε, το «καταβρόχθισε», καθώς οι εύλογες αναλογίες του χαρτιού με την πραγματικότητα γύρω της ήταν αρκετές. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν πια η κόρη του Μπογκούτσκι είχε στρατευθεί στην πολωνική αντιπολίτευση, το ίδιο βιβλίο θα αποτελούσε μέρος της μυστικής βιβλιοθήκης της με απαγορευμένα από το καθεστώς βιβλία. Την είχε δημιουργήσει με τη συνεργασία άλλων ομοϊδεατών της, οι οποίοι με κάθε δυνατό τρόπο περνούσαν και αυτοί παράνομα βιβλία από τη Δύση ή τα έβρισκαν με κάποιον τρόπο στη χώρα.
Οπως αναφέρει ο βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Τσάρλι Ινγκλις στο βιβλίο του με τίτλο The CIA Book Club: The Best Kept Secret of the Cold War, από το οποίο προέρχεται και η παραπάνω ιστορία, αυτό που δεν γνώριζαν ούτε ο Γιάνους ούτε η Τερέσα – άγνωστο αν το είχαν υποψιαστεί – ήταν πως η γενικευμένη πρακτική λαθρο-εισαγωγής βιβλίων που ελάμβανε χώρα στην Πολωνία εκείνη την εποχή, και στην οποία συμμετείχαν και οι ίδιοι, αποτελούσε μέρος μιας μυστικής επιχείρησης της αμερικανικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA). Με κωδική ονομασία «Πρόγραμμα βιβλίων της CIA» και βασικό μότο «η αλήθεια είναι μεταδοτική», η επιχείρηση είχε ως στόχο την πολιτιστική αφύπνιση του πληθυσμού της χώρας. Το βιβλίο του Ινγκλις κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες και η εντύπωση που προκαλεί στον αναγνώστη παραπέμπει μάλλον σε ένα απίστευτο κατασκοπευτικό μυθιστόρημα παρά σε μια ιστορική μαρτυρία που σχετίζεται με πραγματικά περιστατικά.
«Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», τονίζει o βρετανός συγγραφέας μιλώντας στο «Βήμα», «οι Αμερικανοί ανησυχούσαν ιδιαίτερα για το ενδεχόμενο εξάπλωσης του κομμουνισμού στην Δυτική Ευρώπη, ιδίως στην Ιταλία και τη Γαλλία. Για αυτό και δημιούργησαν εντός της CIA μια ομάδα ψυχολογικού πολέμου και πολέμου προπαγάνδας, η οποία έμεινε στην ιστορία ως Free Europe Committee, χρησιμοποιώντας κυρίως εμιγκρέδες από την Ανατολή». Σύμφωνα με τον Ινγκλις, oι προσπάθειες της ομάδας επικεντρώθηκαν αρχικά σε μεθόδους ωμής προπαγάνδας, όπως για παράδειγμα την αποστολή εκατομμυρίων αντικομμουνιστικών φυλλαδίων με μπαλόνια στο ανατολικό μπλοκ. Δεδομένου ότι το προπαγανδιστικό υλικό δεν είχε κάποια εγγενή αναγνωστική αξία, αλλά ήταν επίσης και επικίνδυνο να το κουβαλά κάποιος πάνω του στις Λαϊκές Δημοκρατίες, οι κινήσεις αυτές δεν είχαν κάποια επιτυχία. Βαθμηδόν, όμως, η ομάδα άρχισε να πειραματίζεται με την αποστολή βιβλίων. «Μία από τις πρώτες τέτοιες απόπειρες ήταν η αποστολή, πάλι με μπαλόνια, 260.000 χιλιάδων ελαφριών εκδόσεων της “Φάρμας των Ζώων” του Τζορτζ Οργουελ το 1955. Οταν άρχισαν να στέλνουν βιβλία, συνειδητοποίησαν ότι ο κόσμος ήθελε να τα κρατήσει, ενώ πολύ συχνά ήθελε και να διαβάσει και καινούργια» τονίζει ο Ινγκλις.
Σιγά-σιγά το δίκτυο με τις λαθρο-εισαγωγές των βιβλίων άρχισε να εξαπλώνεται και να διευρύνεται. «Ενας από τους βετεράνους του προγράμματος», σημειώνει ο βρετανός συγγραφέας, «το παρομοίασε με ένα τεράστιο διεθνές δίχτυ αράχνης, το οποίο χρησιμοποιούσε διάφορους τρόπους παράδοσης. Ο βασικότερος εξ αυτών ήταν το ταχυδρομικό σύστημα. Στα πρώτα χρόνια η CIA διάλεγε κάποια ονόματα και διευθύνσεις από τους τηλεφωνικούς καταλόγους των χωρών του ανατολικού μπλοκ και τους έστελνε βιβλία. Σύντομα, όμως, καθιερώθηκαν μορφές παράδοσης “πρόσωπο με πρόσωπο”, όπως τις αποκαλούσαν. Κατά τη διάρκεια της φιλελευθεροποίησης, όπου οι πολίτες των χωρών αυτών μπορούσαν πλέον να ταξιδέψουν στο εξωτερικό, η CIA προσδιόριζε σημεία παράδοσης σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, στα οποία οι επισκέπτες έπαιρναν τρία ή τέσσερα βιβλία τη φορά, αγορασμένα από τη CIA, και τα μετέφεραν κρυφά στη χώρα τους». Οπως λέει ο Ινγκλις, η πρακτική αυτή είχε μεγάλη επιτυχία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν βιβλιοπωλεία και σημεία παράδοσης στο Λονδίνο, το Παρίσι (από ένα τέτοιο πήρε το 1984 και ο Γιάνους), το Μόναχο, τη Βιέννη, τη Ρώμη και αλλού. Η εφευρετικότητα όμως δεν σταματούσε εκεί. Από κάποιο σημείο και μετά επιστρατεύτηκε κάθε πιθανή οδός λαθρο-εισαγωγής – αποσκευές περιοδευουσών ορχηστρών, χορωδιών ή ορειβατικών ομάδων, καμπίνες γιοτ που έρχονταν από τη Σουηδία ή τη Δανία, κρυφές κρύπτες σε ειδικά διαμορφωμένα φορτηγά και βαν, ακόμη και… παιδικές πάνες – δημιουργώντας «ένα μαζικό σύστημα διανομής», όπως λέει ο Ινγκλις.
Δίπλα σε φύλλα του «Guardian Weekly» και του «New York Review of Books», η CIA προωθούσε βιβλία απαγορευμένων συγγραφέων όπως του Μπορίς Παστερνάκ, του Τσέσλαβ Μίλος και του Γιόσεφ Μπρόντσκι, έργα της Χάνα Αρεντ και του Αλμπέρ Καμί εναντίον του ολοκληρωτισμού, λογοτεχνικά συγγράμματα του Φίλιπ Ροθ ή του Κουρτ Βόνεγκατ, θεατρικά έργα του Βάτσλαβ Χάβελ και του Μπέρτολτ Μπρεχτ, κατασκοπευτικά θρίλερ του Τζον Λε Καρέ ή ακόμη τις συγγραφικές συμβουλές της Βιρτζίνια Γουλφ ή το Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν.
O ιθύνων νους πίσω από «την πιο εξεζητημένη επιχείρηση μυστικών υπηρεσιών στην Ιστορία», όπως την αποκαλεί ο Ινγκλις, ήταν ένας ρουμάνος εμιγκρές ονόματι Τζορτζ Μίντεν. Ιδιαίτερα ευκατάστατος, έφυγε από τη χώρα του μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αφού περιπλανήθηκε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης κατέληξε στη Νέα Υόρκη. «Είχε προσωπικό ενδιαφέρον για όλα τα βιβλία που αποστέλλονταν, είχε διαβάσει μάλιστα ο ίδιος πολλά από αυτά ή τα είχε επιλέξει. Μεταμόρφωσε το πρόγραμμα από ένα πρόγραμμα μιας όχι ιδιαίτερα ευφυούς προπαγάνδας σε κάτι πολύ περισσότερο πνευματικό και διανοητικό. Πολλοί το συνέκριναν με την ανθρωπιστική βοήθεια που έστελναν αμερικανοί φιλάνθρωποι. Αλλά αυτό ήταν ένα είδος πνευματικής-διανοητικής βοήθειας» σημειώνει ο Ινγκλις.
Το αντίτυπο του 1984 που έφερε λαθραία από το Παρίσι ο Γιάνους Μπογκούτσκι στα μέσα της δεκαετίας του ’50 βρίσκεται σήμερα στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Δεν θα το διακρίνει βεβαίως κάποιος με ιδιαίτερη ευκολία, καθώς αντί για το πραγματικό του εξώφυλλό του φέρει ένα εξώφυλλο τεχνικού εγχειριδίου υπολογιστών της δεκαετίας του ’70. Αυτή ήταν βεβαίως μια συνήθης πρακτική. «Από τη στιγμή που τα βιβλία έφταναν στη χώρα», αναφέρει ο Ινγκλις, «ήταν προφανώς παράνομα, καθότι δεν είχαν περάσει από τα κεντρικά. Για αυτό και οι άνθρωποι τα έκρυβαν με όποιον τρόπο μπορούσαν, τα τύλιγαν με τις σελίδες της κομματικής εφημερίδας, για παράδειγμα, ή με το εξώφυλλο κάποιου εγκεκριμένου σοβιετικού εγχειριδίου. Με τον τρόπο αυτόν τα βιβλία κυκλοφορούσαν σε διάφορες ομάδες. Ενα από τα δευτερεύοντα αποτελέσματα που είχε η κυκλοφορία τους ήταν ότι ακριβώς έφερνε κοντά ομάδες ανθρώπων, διότι οι αναγνώστες μοιράζονταν αυτά τα βιβλία με τους φίλους τους και τους συναδέλφους τους. Συχνά δε κάποιος θα έπαιρνε στα χέρια του ένα βιβλίο μόνο για μία νύχτα. Επρεπε να το διαβάσει λοιπόν σε ένα βράδυ και μετά να το δώσει σε κάποιον άλλο. Τα βιβλία αυτά θα άλλαζαν χέρια εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, φορές κατά τη διάρκεια της ζωής τους».
Η μυστική βιβλιοθήκη της Τερέσα, της κόρης του Μπογκούτσκι, έμεινε γνωστή στην πολωνική ιστορία ως «ιπτάμενη βιβλιοθήκη», καθώς τα εκατοντάδες βιβλία που την αποτελούσαν δεν βρέθηκαν ποτέ μαζί σε κάποιο ράφι για πολύ καιρό. «Ο χαρακτηρισμός “ιπτάμενη” αναφέρεται στο γεγονός ότι τα βιβλία ποτέ δεν έμεναν για πολύ σε ένα μέρος, καθώς η μυστική αστυνομία συνεχώς αναζητούσε τέτοιες συλλογές βιβλίων για να τις κατασχέσει και να συλλάβει τους ιδιοκτήτες τους» αναφέρει ο Ινγκλις. Και προσθέτει: «Τα βιβλία της “ιπτάμενης βιβλιοθήκης” διαχωρίζονταν σε πακέτα των 10 ή των 12 βιβλίων. Στη συνέχεια κάποιος θα πήγαινε σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση με ένα σακίδιο και θα παραλάμβανε ένα πακέτο. Κατόπιν θα μοίραζε τα βιβλία στους αναγνώστες, στενούς φίλους ή συνεργάτες του. Μετά από δύο εβδομάδες το πακέτο με τα βιβλία θα επιστρεφόταν σε μια άλλη διεύθυνση και ο μεταφορέας θα παραλάμβανε το επόμενο πακέτο. Τα βιβλία κινούνταν συνεχώς. Σκεφτείτε ότι ορισμένα βιβλία μπήκαν στη χώρα τη δεκαετία του ’50 και κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι για πάνω από 30 χρόνια, αλλάζοντας τις αντιλήψεις περί πολιτικής εκείνων που τα διάβαζαν».
Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά η CIA άρχισε να χρηματοδοτεί τη δημιουργία ενός παράνομου εκδοτικού δικτύου, το οποίο θα εκτύπωνε όχι μόνο τα παρανόμως εισελθέντα βιβλία, αλλά και παράνομες εφημερίδες, όπως επίσης και κάθε λογής άλλα κείμενα με ανατρεπτικό περιεχόμενο. «Στο τέλος της δεκαετίας του 1980 υπήρχε πλέον τόσος όγκος παρανόμως τυπωθέντος υλικού, που η λαβή της λογοκρισίας στην πολωνική κοινωνία χαλάρωσε εντελώς. Το καθεστώς δεν μπορούσε πλέον να ελέγξει το τι έβρισκε και τι διάβαζε ο κόσμος, οπότε όλο το σύστημα άρχισε να καταρρέει» αναφέρει ο Ινγκλις.
Δεν χρειάζεται βεβαίως να υπενθυμίσει κανείς στον υποψιασμένο αναγνώστη τον σκοτεινό ρόλο που διαδραμάτισε η αμερικανική Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών τα τελευταία 70 χρόνια. Παράνομες φυλακίσεις πολιτών, παρακολουθήσεις σε αμερικανικό έδαφος, παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επεμβάσεις στο εσωτερικό ξένων χωρών, διευκόλυνση ή και υποκίνηση πραξικοπημάτων, αλλά και διαβόητες απόπειρες δολοφονίας ξένων ηγετών, όπως τις αποκάλυψε πλήθος ερευνών του Κογκρέσου και ειδικών επιτροπών που συστάθηκαν για να ερευνήσουν ακριβώς αυτό. Πλην όμως, όπως υποστηρίζει ο Ινγκλις, η επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Πρόγραμμα βιβλίων της CIA» φαίνεται να λειτούργησε ευεργετικά για ορισμένους. «Ενα βιβλίο ήταν σαν φρέσκος αέρας. Μας επέτρεπε να επιβιώσουμε και να μην τρελαθούμε» αναφέρει σε συνομιλία που είχε με τον Ινγκλις ο πολωνός διανοητής και πολιτικός ακτιβιστής Ανταμ Μίκνικ, ο οποίος διάβασε στη φυλακή το Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ. Το βιβλίο του Σολζενίτσιν είχε φτάσει εκεί στο πλαίσιο μιας υπο-επιχείρησης της CIA με κωδικό όνομα «QRHELPFUL».
Ενας από τους πιο διορατικούς κριτικούς του υπαρκτού σοσιαλισμού στο όνομα της αυτονομίας και μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής δημοκρατίας, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, έλεγε ότι πίσω από τα αρχικά της λέξης «ΕΣΣΔ» κρύβονται τέσσερα μεγάλα ψέματα. Δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με ένωση ούτε με εργατικά συμβούλια ούτε με σοσιαλισμό ούτε, βεβαίως, με δημοκρατία. Αντιθέτως, έλεγε, είχαμε να κάνουμε με ένα νέο καθεστώς εκμετάλλευσης, τον γραφειοκρατικό καπιταλισμό, στο πλαίσιο του οποίου μια κεντρική γραφειοκρατία καρπωνόταν διά ενός ολοκληρωτικού κράτους το σύνολο του κοινωνικού οφέλους. Το ίδιο θα έλεγε πιθανότατα και για τις υπόλοιπες Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης εκείνης της εποχής.
Το σοβιετικό μπλοκ ανήκει πλέον στις σελίδες της Ιστορίας. Ισχύει άραγε το ίδιο και για τη δύναμη που μπορεί να έχει ένα βιβλίο στη σημερινή εποχή της πρωτοκαθεδρίας του ψηφιακού και του άυλου, μια εποχή στην οποία το διάβασμα μοιάζει να αποτελεί ένα είδος υπό εξαφάνιση; «Νομίζω ότι ζούμε σήμερα σε μια τελείως διαφορετική εποχή από αυτή που περιγράφω στο βιβλίο μου. Εκεί μιλώ για ένα είδος αχρήστευσης της διανοητικής λειτουργίας που οφειλόταν στη λογοκρισία. Το καθεστώς προσπαθούσε να απαγορεύσει την πρόσβαση σε συγκεκριμένες πληροφορίες, περιορίζοντας την ανάγνωση σε πολύ συγκεκριμένες ιδέες, οι οποίες ταίριαζαν με αυτά που ήθελε το καθεστώς. Σήμερα είμαστε, υπό μία έννοια, στην αντίθεση κατάσταση. Τα ψηφιακά μέσα μας προσφέρουν εκατομμύρια διαφορετικά κανάλια πληροφόρησης, την ποιότητα των οποίων, όμως, δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε. Και είναι πολύ εύκολο σε αυτόν τον νέο κόσμο να προωθήσει κανείς ψέματα, παραπληροφόρηση και συνειδητή παραπληροφόρηση» τονίζει ο Ινγκλις.
Είναι όμως άραγε η μαζική και συστηματική λογοκρισία μια υπόθεση που ανήκει ολοκληρωτικά στο παρελθόν; Ή μήπως η Δύση, και πιο συγκεκριμένα η νέα αμερικανική διοίκηση, είναι αυτή που δείχνει να ακολουθεί μια αντίστοιχη πορεία αυτή τη φορά, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι; «Υπάρχει μια μεγάλη ειρωνεία εδώ», αναφέρει ο Ινγκλις, «καθώς ο διεθνής οργανισμός για την προώθηση της λογοτεχνίας και της ελευθερίας της έκφρασης PEN America δημοσιοποίησε περίπου 10.000 τίτλους βιβλίων που έχουν απαγορευθεί στα αμερικανικά σχολεία λόγω παρεμβάσεων από πολιτικές ομάδες και ομάδες λόμπινγκ. Σε αυτή τη λίστα συναντά κανείς πολλά από τα βιβλία που οι Δυτικοί προωθούσαν κάποτε στο ανατολικό μπλοκ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Οργουελ, Βόνεγκατ, Σολζενίτσιν. Η αμερικανική Δεξιά προσπαθεί να λογοκρίνει, ισχυριζόμενη ότι υπερασπίζεται την ελευθερία του λόγου». Ισως τελικά η ροπή προς τον αυταρχισμό δεν είναι προνόμιο μόνο των «σεσημασμένων» αυταρχικών, αλλά ενδημεί σε κάθε εξουσία που, εκούσια ή ακούσια, αφήνεται ανέλεγκτη από την κοινωνία. Ακόμη, αν όχι ιδίως σήμερα, και την αποκαλούμενη δυτική-φιλελεύθερη…
