Κάθε χρόνο η Ταϊβάν γιορτάζει τη 10η Οκτωβρίου ως την εθνική της επέτειο. Η επέτειος αυτή μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, καθώς δεν αφορά την ίδια τη νήσο της Ταϊβάν, αλλά αναφέρεται στην Επανάσταση της 10ης Οκτωβρίου 1911 στην πόλη της Γουτσάνγκ της Κίνας (αργότερα Γουχάν). Η εξέγερση εκείνη ανέτρεψε τη δυναστεία των Τσινγκ και οδήγησε, την 1η Ιανουαρίου 1912, στην ίδρυση της Δημοκρατίας της Κίνας, της οποίας «κληρονόμος» παραμένει μέχρι σήμερα η… κυβέρνηση της Ταϊβάν.
Εξηγώ. Οι κομμουνιστές μετά την επικράτησή τους στον κινεζικό εμφύλιο, ίδρυσαν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ενώ η ηττημένη κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας υποχώρησε στην Ταϊβάν, την οποία και οδήγησε, με την προστασία και στήριξη των ΗΠΑ, στη θεαματική οικονομική ανάπτυξη και τον εκδημοκρατισμό. Μετά την προσέγγιση Νίξον – Μάο, η Δημοκρατία της Κίνας απώλεσε τη διεθνή της αναγνώριση στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (Ψήφισμα 2758 της Γενικής Συνέλευσης, 1971). Ωστόσο, το σχετικό ψήφισμα του ΟΗΕ δεν θίγει το ζήτημα της κυριαρχίας επί της Ταϊβάν.
Στις 5 Ιουνίου 1972 η ελληνική κυβέρνηση (της δικτατορίας) διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με τη Δημοκρατία της Κίνας και αναγνώρισε επίσημα τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας – άλλη μία ειρωνεία της ιστορίας. Εκτοτε οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολουθούν την «πολιτική της μίας Κίνας», που υπαγορεύει την αποκλειστική αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως της νόμιμης κινεζικής κρατικής οντότητας. Το Πεκίνο προωθεί την «αρχή της μίας Κίνας» η οποία προβάλλει την αξίωση κυριαρχίας της ΛΔΚ επί της Ταϊβάν, θέση η οποία, ωστόσο, δεν έχει γίνει αποδεκτή από τον ΟΗΕ.
Στην Αθήνα, όπως και σε πολλές άλλες πρωτεύουσες, το «Γραφείο Αντιπροσώπευσης της Ταϊπέι» (πρωτεύουσας της Ταϊβάν) διοργανώνει κάθε χρόνο εορταστική εκδήλωση για την εθνική επέτειο της 10ης Οκτωβρίου (γνωστή στα κινεζικά ως «Διπλό Δέκα»). Ελλείψει επίσημων διπλωματικών σχέσεων, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν εκπροσωπούνται θεσμικά στις εκδηλώσεις. Το υπουργείο Εξωτερικών, ωστόσο, αποστέλλει κάθε χρόνο οδηγίες με παραλήπτες όχι μόνο κυβερνητικά στελέχη και βουλευτές – κάτι εύλογο – αλλά και δημόσιους υπαλλήλους, καθώς και πανεπιστημιακούς λειτουργούς, ζητώντας τους να απέχουν. Η επίσημη αιτιολόγηση είναι ότι το να παραστούν, ακόμη και ως ιδιώτες, θα μπορούσε να εκληφθεί ως μορφή αναγνώρισης της κυριαρχίας της Ταϊβάν και να θέσει σε κίνδυνο τις σχέσεις με το Πεκίνο.
Το σκεπτικό που συχνά προβάλλεται για να δικαιολογηθεί η υπερβολική αυτή απόσταση από την Ταϊβάν είναι ότι όπως η Ελλάδα επιδιώκει τη διατήρηση της απομόνωσης του ψευδοκράτους στη Βόρεια Κύπρο, έτσι πρέπει να σέβεται την «πολιτική της μίας Κίνας». Η εξίσωση αυτή, όμως, είναι στρεβλή και δεν έχει ιστορική ή νομική βάση.
Η Ταϊβάν εξακολουθεί να αναγνωρίζεται από δώδεκα κράτη – μεταξύ αυτών και η Αγία Εδρα –, ενώ συμμετέχει σε διεθνείς οργανισμούς και διατηρεί στενές, αν και ανεπίσημες, σχέσεις με πολλές χώρες. Η Ευρωπαϊκή Ενωση διαθέτει στην Ταϊπέι το Γραφείο Οικονομίας και Εμπορίου (EETO), που λειτουργεί de facto ως πρεσβεία με διπλωμάτες από 18 κράτη-μέλη (όχι από την Ελλάδα).
Επιπλέον, περίπου 60 χώρες – μεταξύ τους όλες οι μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες – διατηρούν παρόμοιες ανεπίσημες πρεσβείες. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με ψήφισμά του τον Οκτώβριο του 2024 (RC-10-2024-0134) έκανε σαφές ότι το ψήφισμα 2758 του ΟΗΕ, δεν αναγνωρίζει κυριαρχία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στο έδαφος της Ταϊβάν και ότι ο λαός της είναι ο μόνος που μπορεί να αποφασίσει για το μέλλον του. Κοντολογίς, για την ΕΕ υπάρχει μόνο μία Κίνα – η ΛΔΚ – αλλά η κυριαρχία της επί της νήσου δεν αναγνωρίζεται.
Αντιθέτως, το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει χαρακτηρίσει το ψευδοκράτος στη Βόρεια Κύπρο επανειλημμένα ως παράνομο και έχει απαγορεύσει στα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να συνάπτουν σχέσεις μαζί του, θέση που πιστά ακολουθεί και η ΕΕ. Η Ταϊβάν δεν αποτελεί προϊόν εισβολής ή παραβίασης του διεθνούς δικαίου· είναι μια εδραιωμένη δημοκρατία, με ισχυρό κράτος δικαίου και κατοχυρωμένη την ακαδημαϊκή ελευθερία και την ελευθερία έκφρασης, με βαθιά ριζωμένους θεσμούς και πολυεπίπεδη διεθνή παρουσία υπό τους περιορισμούς της «πολιτικής της μίας Κίνας». Η εξίσωση, συνεπώς, των δύο περιπτώσεων δεν ευσταθεί.
Η Αθήνα συχνά αναφέρει ότι η ελληνική θέση για την Ταϊβάν συμπίπτει με την ευρωπαϊκή, παρότι στην πράξη ακολουθεί μια σαφώς πιο περιοριστική εκδοχή της πολιτικής αυτής σε σχέση με τους ευρωπαίους εταίρους της. Οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι περισσότεροι έλληνες ευρωβουλευτές μπλοκάρουν ή αποφεύγουν να στηρίξουν διακηρύξεις και ψηφίσματα τα οποία επικρίνουν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, όχι «μόνο» για ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και για την επιθετικότητα του Πεκίνου στα στενά της Ταϊβάν καθώς και στη Νότια και την Ανατολική Σινική Θάλασσα – όπου υπάρχουν αξιοσημείωτες αναλογίες με τον τουρκικό επεκτατισμό της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Σύμφωνα με το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, «Συνεργασία (μεταξύ Ελλάδος – Ταϊβάν) υφίσταται σε τεχνικό, κατά βάση επίπεδο, με απευθείας δράσεις μεταξύ των ενδιαφερόμενων φορέων, στους τομείς του εμπορίου, της ναυτιλίας, του πολιτισμού, του αθλητισμού και της υγείας». Η Ελλάδα, ωστόσο, υιοθετεί στην πράξη μία υπερβολικά στενή ερμηνεία «της πολιτικής της μίας Κίνας» και χάνει ευκαιρίες σε όλους αυτούς τους τομείς.
Η ξαφνική και αδικαιολόγητη ακύρωση, το 2016, της απευθείας αεροπορικής σύνδεσης Αθήνας – Ταϊπέι από την ελληνική πλευρά, που θα μπορούσε να ενισχύσει τον τουρισμό και τις επιχειρηματικές επαφές, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Επιπλέον, δεν είναι τυχαίο ότι από τα σχεδόν 80 δισ. ευρώ του ετήσιου, κατά μέσο όρο, εμπορίου μεταξύ ΕΕ και Ταϊβάν την τριετία 2022–2024, η χώρα μας καταγράφει ετησίως μόλις 280 εκατ. ευρώ.
Η υπερβολική – και πέραν όσων ορίζει η «πολιτική της μίας Κίνας» – επιφυλακτικότητα της ελληνικής πολιτείας αναστέλλει την ανάπτυξη θεσμικών και κοινωνικών διασυνδέσεων με την Ταϊβάν. Παρότι η Ταϊβάν είναι Εταίρος του Erasmus+, οι ακαδημαϊκές συνεργασίες ανακόπτονται από την εσφαλμένη εντύπωση ότι οι επαφές με ταϊβανικούς φορείς απαγορεύονται. Πώς να αναλάβει ένας ακαδημαϊκός πρωτοβουλία συνεργασίας, όταν αποθαρρύνεται από τις οδηγίες του ΥΠΕΞ για να μετέχει σε μία εκδήλωση εορταστικού χαρακτήρα; Το ίδιο ισχύει και για φορείς της κοινωνίας των πολιτών.
Οι εταίροι μας στην ΕΕ, ακόμα και τα μικρότερα κράτη, έχουν βρει τρόπους να συνεργάζονται συστηματικά με φορείς από την Ταϊβάν σε όλους τους τομείς, χωρίς οι ενέργειές τους να αμφισβητούν την «πολιτική της μίας Κίνας». Η Ελλάδα, αντίθετα, με την υπερβολικά επιφυλακτική στάση της τελικά περιορίζει τη δική της διεθνή ελευθερία κινήσεων ακόμη και σε τομείς που ούτε το Πεκίνο θεωρεί πολιτικά ευαίσθητους.
Η «πολιτική της μίας Κίνας» δεν αποκλείει τις επαφές με φορείς της Ταϊβάν. Αντιθέτως, υπάρχει άφθονος χώρος για συνεργασία στην τεχνολογία, στο εμπόριο, στον τουρισμό, στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό. Είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των σχέσεων των χωρών της ΕΕ με τη νήσο. Η χώρα μας έχει πολλά να κερδίσει αν πάψει να βλέπει το θέμα μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα μιας λανθασμένης αναλογίας, και αν αξιοποιήσει τον χώρο που της προσφέρει η διεθνής πρακτική.
Ο κύριος Κωνσταντίνος Τσιμώνης είναι επίκουρος καθηγητής Κινεζικής Πολιτικής στο Πάντειο.
