Στην Ελλάδα τελευταία γράφονται βιβλία ιστορίας για όλα, αλλά το μάτι μου δεν έχει πάρει ένα με την ιστορία των ελληνικών διακοπών. Δεν θα ήθελα να μάθω για τις διακοπές που έκαναν οι Αρχαίοι Ελληνες – για αυτούς διακοπές ήταν μάλλον να πάνε στην Ολυμπία να δουν τους Αγώνες ή στην Επίδαυρο για θέατρο: αναφέρομαι στους μοντέρνους μας καιρούς.
Σε μια αναζήτηση που είχα κάνει παλαιότερα, είχα ανακαλύψει ότι το πρώτο μεγάλο παραλιακό ξενοδοχείο στην Ελλάδα είχε δημιουργηθεί στο Νέο Φάληρο. Ο ελβετός συγγραφέας Αλέν ντε Μποτόν έχει γράψει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για τη μόδα των ταξιδιών στην Ευρώπη, στο οποίο αναφέρεται πως κάποια από τα πρώτα (τύπου) μαγιό εμφανίστηκαν σε βελγικές (αν είναι δυνατόν!) παραλίες τον 19ο αιώνα: οι Ελληνες τότε φορούσαν φουστανέλες!
Τα μαγιό στην Ελλάδα θα πρέπει να τα έφερε η βασίλισσα Αμαλία, που σύμφωνα με τους θρύλους της εποχής κατέβαινε για μπάνιο στις Τζιτζιφιές με αστυνομική συνοδεία και φίλες της από το Παλάτι. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Αλλά ότι τα μαγιό έρχονται χάρη σε μια βασίλισσα μου αρέσει ως ιδέα: είναι μια μικρή απόδειξη πως το ελληνικό καλοκαίρι έχει και με τη βούλα μια λαμπρότητα.
Αν θέλετε να δείτε την εξέλιξη του ελληνικού καλοκαιριού – και την ιστορία των ελληνικών διακοπών – δείτε φιλμ του ελληνικού κινηματογράφου. Η ταινία του 1927 με τίτλο «Ερως και κύματα», του Δημήτρη Γαζιάδη, είναι γυρισμένη σε ένα σκάφος στον Σαρωνικό: ίσα που διακρίνονται οι κολυμβητές στις παραλίες. Μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, στο θρυλικό «Δάφνις και Χλόη» του 1931, ο Ορέστης Λάσκος δείχνει στα ακρογιάλια της Λέσβου έρωτες και φιλιά.
Καθώς τα χρόνια περνούν, διακρίνονται και νέα ήθη: στην ταινία «Η κυρά μας η μαμμή» του 1958, ο Αλέκος Σακελλάριος δείχνει τους νεαρούς Δημήτρη Παπαμιχαήλ και Ξένια Καλογεροπούλου να πηγαίνουν για μπάνιο με την παρέα τους στην ερημική παραλία του χωριού τους. Οταν στο κινηματογραφικό κάδρο μπαίνουν η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Τζένη Καρέζη, έχουμε επισήμως μια νέα εποχή. Τα νησιά μας γίνονται προορισμοί.
Ο κόσμος ενδιαφέρεται να μάθει πού γυρίζονται οι ταινίες για να επισκεφθεί τις παραλίες. Η «Μανταλένα» (1960) του Ντίνου Δημόπουλου διαδραματίζεται στο φανταστικό «Ασπρονήσι», αλλά όλοι μαθαίνουν πως πρόκειται για την «άγνωστη» τότε Αντίπαρο και πολλοί τρέχουν και σε αυτή – φυσικά πρώτα στην Πάρο. Λίγο μετά, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, επιχειρώντας να κάνει διεθνή καριέρα, πείθει τον Φίνο να γυρίσει την ταινία «Aliki my Love», όπου παίζει πάλι τη νησιωτοπούλα. Το παραγωγής 1962 φιλμ δεν σκίζει, αλλά ο κόσμος που το είδε μαγεύεται από την Ιο.
Στο «Τζένη Τζένη», που προβλήθηκε το 1966, οι περιπέτειες της Καρέζη διαδραματίζονται με φόντο τις Σπέτσες: το όνομα της τοποθεσίας δεν αναφέρεται, αλλά κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα και το νησί αγαπιέται παράφορα. Οι Σπέτσες έχουν προηγηθεί ως σκηνικό και στο «Τρεις κούκλες κι εγώ» του 1960. Είναι κοντά στην πρωτεύουσα και οι Αθηναίοι σπεύδουν όχι μόνο για να περάσουν ένα καλοκαίρι εκεί, αλλά για να αγοράσουν και σπίτια – ήδη από τότε μπαίνει στο μυαλό πολλών η θερινή κατοικία.
Στο ελληνικό σινεμά καταγράφεται και ο ερχομός των πρώτων τουριστών από το εξωτερικό. Στο «Παιδί και το Δελφίνι» (1957) – που ξαναείδαμε φέτος στα θερινά – διακρίνεις ότι πολλοί έρχονται αναζητώντας περιπέτειες, εν προκειμένω στην Υδρα. Στο «Κορίτσια στον Ηλιο» (1968) η δυσκολία συνεννόησης δημιουργεί προβλήματα. Ωστόσο και η Ανδρος είναι υπέροχη.
Γιατί διάλεξα αυτές τις αναφορές; Γιατί κατά βάθος πιστεύω ότι το ελληνικό καλοκαίρι είναι μια ταινία – η ταινία του καθενός μας. Ισως να μην είναι μάλιστα μία ταινία αλλά πολλές ταινίες, απλά στο τέλος μία αγαπούμε πιο πολύ. Υπάρχει το καλοκαίρι της παιδικής μας ηλικίας, τότε που οι διακοπές ήταν μια διαδικασία υπέροχης ανεμελιάς και άλλοι αποφάσιζαν για τα σημαντικά – σχεδόν πάντα οι μεγάλοι.
Υπάρχει το καλοκαίρι που γυρνούσαμε την Ελλάδα με ένα φανελάκι που έγραφε «No problem», χωρίς κανέναν προβληματισμό πέρα από το αν τα ποτά ήταν καθαρά ή «μπόμπες». Υπάρχει το καλοκαίρι στα κάμπινγκ και στα rooms to let. Υπάρχει το καλοκαίρι που ανακαλύψαμε την πολυτέλεια. Υπάρχει το καλοκαίρι που χάσαμε την πολυτέλεια και ξαφνικά θυμηθήκαμε εκείνο το σπίτι του μπαμπά στο χωριό που ήταν μια χαρά.
Υπάρχει το καλοκαίρι της ερημικής παραλίας, το καλοκαίρι της πλατείας, το καλοκαίρι που πήραμε ένα αμάξι και γυρίσαμε τη μισή Ελλάδα, το καλοκαίρι τού «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει πουθενά». Υπάρχει το καλοκαίρι που χορεύαμε μεθυσμένοι σε πανηγύρια, το καλοκαίρι που το νερό ήταν ο καλύτερος φίλος της ρακής, το καλοκαίρι που απλά έμπαινες σε ένα πλοίο και κάπου σε έβγαζε. Ολα αυτά είναι σαν βασικές ιδέες για σενάρια από ταινίες που μόνος τα έγραψες, μόνος τα σκηνοθέτησες και κατά βάση πιστεύεις πως ήσουν και ο μόνος πρωταγωνιστής, έστω κι αν υπήρχαν και άλλοι πολλοί – κάποιοι στην πορεία μπορεί να άλλαξαν.
Οπως συμβαίνει με τις ταινίες, έτσι και με το καλοκαίρι αναζητάς πάντα το αριστούργημα, ενώ στο μυαλό σου ό,τι έχει προηγηθεί φαίνεται συνήθως πιο αθώο, πιο γλυκό, πιο ωραίο. Αν το βρεις αυτό το αριστουργηματικό ελληνικό καλοκαίρι, θες να γίνει μια λούπα χωρίς διακοπή: να σταματήσει να έχει εκπλήξεις και απρόοπτα και όλα σε αυτό να επαναλαμβάνονται με ρυθμούς αργούς αλλά σταθερούς και χωρίς διακοπή.
Η καθαρή θάλασσα, η ωραία παραλία, δυο τσίπουρα στην πλατεία που έχει δροσιά, μια μπίρα για να αντέξεις τη ζέστη. Τα γεμιστά, που γίνονται ένα είδος ιερής υποχρέωσης, όπως και εκείνη η καταπληκτική ταβέρνα με το υπέροχο ψάρι ή εκείνη η άλλη όπου μπορείς καλοκαιριάτικα να πιεις ένα κρασί που θα το θυμάσαι τον χειμώνα. Το μόνο που θες είναι η σιγουριά της επανάληψης – να μη συμβεί το απρόοπτο που όλα αυτά θα σ’ τα στερήσει.
Κάπως έτσι είναι το ελληνικό μας καλοκαίρι. Οταν είσαι μικρός, θες να σε αφήνουν απλά στην ησυχία σου να το χαρείς. Οταν μεγαλώσεις λίγο, ελπίζεις πως θα σου αποκαλύψει τα μυστικά του, πως θα το ανακαλύψεις και θα το μοιραστείς μόνο με όσους συμπρωταγωνιστές το αξίζουν.
Και κάποια στιγμή καταλαβαίνεις πως αυτό είναι ο πρωταγωνιστής και το μόνο που θες είναι ένα ρολάκι και τίποτα πιο πολύ. Δεν είσαι η Βουγιουκλάκη ή η Καρέζη, δεν είσαι καν ο Βόγλης που η Αν Λόνμπεργκ σε παρεξηγεί ενώ απλώς φωνάζεις: «Στάσου, μύγδαλα». Αλλά δεν σε νοιάζει καθόλου: θες απλώς να είσαι ένας ανέμελος κομπάρσος σε αυτό το μοναδικό σκηνικό που έρχονται να το απολαύσουν χιλιάδες άνθρωποι από τα πέρατα της οικουμένης. Για αυτούς μπορεί να είναι μια ακριβή ανακάλυψη – σε εσένα δεν συμβαίνει τίποτα καινούργιο, καθώς το έχεις ζήσει όλο το καλοκαίρι από κάθε γωνία λήψης. Αλλά αυτό το ηλιόλουστο «τίποτα» είναι υπέροχο…