Η Βουλή ψήφισε χωρίς εκπλήξεις τον προϋπολογισμό του 2026, η κλασική πενθήμερη αντιπαράθεση των κομμάτων εξελίχθηκε και αυτή χωρίς εκπλήξεις, οι αγρότες ψάχνονται να βρουν μια ηγεσία που θα κωδικοποιήσει τα αιτήματά τους ώστε να ξεκινήσει ο διάλογος με την κυβέρνηση και να φύγουν από τους δρόμους και σε ένα παράλληλο σύμπαν δύο νέες πολιτικές πρωτοβουλίες διαγκωνίζονται ποια θα ανακοινωθεί πρώτη για να κερδίσει το momentum και τις εντυπώσεις.
Αυτή είναι η εικόνα μερικές ημέρες πριν από τις γιορτές και, όπως είναι φυσικό και λογικό, τα βλέμματα όλων στρέφονται στις δύο πολιτικές πρωτοβουλίες: του κ. Τσίπρα και της κυρίας Καρυστιανού, οι οποίες – και οι δύο, κατά τους επικεφαλής τους – θα έχουν κινηματικό χαρακτήρα.
Πρόκειται για μια άλλη εκδοχή της πολυφορεμένης «αυτοοργάνωσης», η οποία εξακολουθεί να στοιχειώνει μισό αιώνα τώρα το πολιτικό σύστημα, καθώς ποτέ κανείς δεν κατάφερε σε αυτές τις πέντε δεκαετίες που μεσολάβησαν να επαναλάβει το θαύμα του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠαΣοΚ.
Θα παρατηρήσει κάποιος ότι οι συνθήκες είναι διαφορετικές, ότι ο κόσμος έχει αλλάξει, η πολιτικοποίηση της κοινωνίας είναι στο ναδίρ και η ενασχόληση με την πολιτική δεν είναι trendy, κατά την έκφραση της εποχής. Ισχύουν όλα αυτά. Αλλά ισχύει και κάτι ακόμη: ότι για να επιτύχει ένα τέτοιο εγχείρημα, χρειάζεται ο ηγέτης που θα εμπνεύσει. Που έχει όραμα για τη χώρα, έχει λύσεις στα προβλήματα της κοινωνίας, διακρίνεται για χαρίσματα στον λόγο και την επικοινωνία, διαθέτει ισχυρό υπόβαθρο και βαρύ έρμα. Ολα αυτά συνθέτουν την προσωπικότητα ενός ηγέτη, ο οποίος ζητάει από τον λαό να τον ακολουθήσει και να τον καταστήσει συμμέτοχο και κοινωνό στην προσπάθεια να αλλάξει τη χώρα. Και ο λαός, συνεπαρμένος, ακολουθεί.
Το ότι σε αυτόν τον μισό αιώνα από τη Μεταπολίτευση βρέθηκε ένας για να το καταφέρει, ο Ανδρέας Παπανδρέου, δείχνει και το άτοπο των προθέσεων αυτών που αποπειρώνται να τον μιμηθούν. Και ταυτόχρονα προδικάζουν την αποτυχία των εγχειρημάτων που βρίσκονται στα σκαριά.
Είναι βεβαίως άσκοπο και άκυρο να προσπαθήσει κάποιος να κάνει προσομοίωση των συνθηκών που γέννησαν το 1974 το ΠαΣοΚ με τις σημερινές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες θα επιχειρήσουν να κάνουν καριέρα τα «κινήματα» του κ. Αλ. Τσίπρα και της κυρίας Μ. Καρυστιανού.
Την ακυρότητα της προσομοίωσης όμως τη βλέπουμε όλοι οι άλλοι εκτός αυτών των δύο. Ο πρώτος με όχημα ένα βιβλίο-αυτοαγιογραφία επιχειρεί να πείσει ότι είναι η ενδεδειγμένη πρόταση για να σωθεί, εκ νέου, η χώρα – η ίδια αυτή χώρα την οποία βούλιαξε ο ίδιος. Με καταστροφικό απολογισμό ένα τρίτο, και χειρότερο, μνημόνιο, το οποίο υποθήκευσε τα «ασημικά» του «σπιτιού» μέχρι το τέλος του αιώνα. Ποιος μπορεί να πειστεί, όμως, ότι ένα πρόβλημα, που είναι καθαρά… επαγγελματικού προσανατολισμού (διάγει ήδη το 51ο έτος της ηλικίας του και έχοντας τουλάχιστον άλλα 25 χρόνια προσδόκιμου πολιτικής ζωής, προφανώς δεν αντέχει να υποδύεται τον συνταξιούχο της πολιτικής…), μπορεί να ταυτιστεί με το πολιτικό μέλλον της χώρας; Είναι εμφανέστατη η ιδιοτέλεια της προσπάθειας. Εξ ου και όπως καταγράφουν οι μετρήσεις, δεν φαίνεται να συγκινεί (και να κινητοποιεί) κανέναν άλλο πλην των φανατικών της ανανεωτικής Αριστεράς, οι οποίοι εξακολουθούν να ζουν με το όνειρο της παλινόρθωσης στην εξουσία.
Σε ό,τι αφορά την κυρία Καρυστιανού, είναι προφανές πως ό,τι επιχειρεί είναι απόρροια της πολιτικής εκμετάλλευσης που επιχείρησε μέσω αυτής για τα Τέμπη ο ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτα υπό τον κ. Τσίπρα και εν συνεχεία υπό τον κ. Κασσελάκη, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να δημιουργηθούν συνθήκες ανάκαμψης του χώρου ύστερα από τις συντριπτικές ήττες που υπέστη στις εκλογές. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την περιφορά της κυρίας Καρυστινού ως χαροκαμένης μάνας από τους ευρωβουλευτές του κόμματος στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο, με στόχο να διαπομπευθεί η χώρα; Για την κυρία Καρυστιανού, το σημείο-κλειδί για να αυτονομηθεί από τον σφιχτό εναγκαλισμό της Αριστεράς ήταν η κατάρρευση του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ. Αντελήφθη ότι με αυτούς δεν μπορεί να πάει πουθενά και από κάποια στιγμή και πέρα ανέδειξε και ανταγωνιστικά στοιχεία μαζί τους. Το πρόσφατο ξεκαθάρισμα ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τον κ. Τσίπρα είναι η απόλυτη επιβεβαίωση. Αν μπορεί να στήσει τον δικό της πολιτικό σχηματισμό, γιατί να ταυτιστεί με ένα καμένο χαρτί όπως ο κ. Τσίπρας; Αλλωστε στην ίδια δεξαμενή ψαρεύουν – αυτή των «νεοαγανακτισμένων».
Πολλοί θεωρούν ότι το όψιμο άδειασμα που της έγινε από τους υπόλοιπους συγγενείς των θυμάτων στα Τέμπη θα αποτελέσει τροχοπέδη για την πρωτοβουλία της. Λάθος! Το επικοινωνιακό ατού που διαθέτει εκτιμώ ότι θα τη βοηθήσει να το ξεπεράσει γρήγορα. Σε μια χώρα που όλα είναι εικόνα, ένα τέτοιο γεγονός αποτελεί ήδη παρελθόν…
