Το ρίσκο του Στάρμερ, το deal με τον Ερντογάν και ο γρίφος της σταθερότητας

Η Βρετανία ποντάρει στον Ερντογάν με την πώληση 20 Eurofighter — Το κέρδος, τα διλήμματα Realpolitik και η σταθερότητα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο – Ειδικοί από το Ηνωμένο Βασίλειο εξηγούν τι σημαίνει η βρετανική «διπλωματία των μαχητικών».

Το ρίσκο του Στάρμερ, το deal με τον Ερντογάν και ο γρίφος της σταθερότητας

Οταν ο Κιρ Στάρμερ προσγειώθηκε στην Αγκυρα την περασμένη Δευτέρα, δεν πήγε απλώς για διπλωματικές συνομιλίες, αλλά για να κλείσει μια συμφωνία αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ: την πώληση 20 μαχητικών Eurofighter Typhoon στην Τουρκία, την οποία αποκάλεσε «τη μεγαλύτερη εξαγωγή μαχητικών εδώ και μία γενιά». Για τη βρετανική αμυντική βιομηχανία, η συμφωνία διατηρεί χιλιάδες θέσεις εργασίας. Για την Τουρκία, σημαίνει στρατιωτικό εκσυγχρονισμό και γεωπολιτική επιρροή.

Αλλά το πολιτικό κόστος είναι υψηλό. Η δημοκρατική οπισθοδρόμηση της Τουρκίας και οι τεταμένες σχέσεις της με την Ελλάδα θέτουν ανησυχητικά ερωτήματα: εξοπλίζει το Λονδίνο έναν δύσκολο σύμμαχο εις βάρος της σταθερότητας στο Αιγαίο;

6.000 θέσεις εργασίας

Το Typhoon κατασκευάζεται από πολυεθνικό κοινοπρακτικό σχήμα (Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία), με την BAE Systems στο Λάνκασιρ να αναλαμβάνει σημαντικό μέρος της εργασίας. Χωρίς αυτή την παραγγελία όδευε προς κλείσιμο. Ο Μάθιου Πάουελ από το Τμήμα Σπουδών Στρατηγικής και Αεροπορικής Ισχύος στο Πανεπιστήμιο του Πόρτσμουθ λέει στο «Βήμα» ότι «πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική συμφωνία για τη βρετανική αμυντική βιομηχανία, καθώς θα προστατεύσει περίπου 6.000 θέσεις εργασίας και θα διατηρήσει ένα εργατικό δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης ικανό να σχεδιάσει και να κατασκευάσει την επόμενη γενιά στρατιωτικών αεροσκαφών» – του μαχητικού Tempest/GCAP.

Ο Ρον Μάθιους από το Πανεπιστήμιο του Κράνφιλντ μας λέει ότι «για το ΗΒ και την BAES, η πώληση καθοδηγήθηκε από αυστηρά οικονομικούς λόγους».

Αλλά ο Αχμετ Οζτούρκ από το London Metropolitan University μας περιγράφει τη συμφωνία ως και συμβολική: «Μετά το Brexit, η κυβέρνηση θέλει να δείξει ότι μπορεί να κλείνει εμβληματικές αεροπορικές συμφωνίες ως αυτόνομος εμπορικο-διπλωματικός παράγοντας».

Ο Ουίλιαμ Φρίερ από το Συμβούλιο Γεωστρατηγικής προσθέτει μιλώντας στο «Βήμα» ότι «η συμφωνία είναι κέρδος για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Διατηρεί ένα από τα ελάχιστα σημεία παραγωγής σύγχρονων μαχητικών στην ήπειρο και κρατά ενεργή την εφοδιαστική αλυσίδα. Η απώλεια αυτής της ικανότητας θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στη δύναμη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας».

Αν η οικονομία εξηγεί γιατί το Λονδίνο χρειάζεται τη συμφωνία, η γεωπολιτική εξηγεί γιατί τη χρειάζεται η Αγκυρα. Η Τουρκία αποβλήθηκε από το αμερικανικό πρόγραμμα των F-35 μετά την αγορά των ρωσικών S-400 και αναζητεί διαφοροποίηση προμηθευτών. Ο καθηγητής Αλί Μπιλγίτς από το Πανεπιστήμιο του Λάφμπορο μας λέει ότι «για την Αγκυρα, η προμήθεια Typhoon είναι σκόπιμη διαφοροποίηση μετά τη ρήξη για τα F-35. Επαναφέρει βαθιά διαλειτουργικότητα με τα πυρομαχικά και τα data links του ΝΑΤΟ».

Ομοίως, ο δρ Σάιμον Μπένετ από το Πανεπιστήμιο του Λέστερ θεωρεί ότι «η συμφωνία δένει την Τουρκία σφιχτά στο δυτικό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα… Ναι, υπάρχουν ανησυχίες στο ΗΒ για την αυταρχικότητα της Τουρκίας. Αλλά υπάρχουν επίσης ανησυχίες στο ΗΒ για την αυξανόμενη αυταρχικότητα στη Βόρεια Αμερική».

Ο Τρέβορ Τέιλορ από το think tank RUSI μας το συνοψίζει ως εξής: «Είναι ένα στοίχημα από την κυβέρνηση του ΗΒ ότι η Τουρκία – ως μέλος του ΝΑΤΟ – είναι ένας πολύτιμος σύμμαχος. Είναι μια απόφαση ρίσκου, αλλά η κυβέρνηση την πήρε».

Πού βρίσκεται η Ελλάδα;

Για το ελληνικό κοινό, ένα ερώτημα κυριαρχεί: ισχυρότερη Τουρκία σημαίνει περισσότερη ένταση στο Αιγαίο; Ο Τζέιμι Σέι, πρώην ανώτατος αξιωματούχος του ΝΑΤΟ, μας λέει ότι η Αθήνα πρέπει να είναι πιο ήσυχη: «Η πρόσφατη προσέγγιση ΗΠΑ – Ελλάδας για τα F-35 κάνει την Αθήνα πιο ήρεμη σχετικά με τον εκσυγχρονισμό της Τουρκίας». Επίσης, «για την Αθήνα είναι προτιμότερο η Αγκυρα να εξαρτάται ξανά από συστήματα που προμηθεύεται από ΗΠΑ ή ΗΒ παρά από τη Ρωσία ή την Κίνα».

Ο δρ Μπένετ συμφωνεί ότι αυτό «είναι καλό για την Τουρκία και την Ελλάδα… Ναι, υπάρχουν πολιτικές διαφορές, αλλά αυτές επισκιάζονται από την αυξανόμενη απειλή από τη Ρωσία του Πούτιν». Αντίθετα, ο Πάουελ θεωρεί ότι «σίγουρα θα υπάρξει κάποιος βαθμός έντασης διότι η Τουρκία αποκτά ελαφρώς μεγαλύτερη επιρροή εντός της Συμμαχίας».

Ο Μπιλγίτς προβλέπει ελληνική αντίδραση: «Περιμένω η Ελλάδα να επιδιώξει ακόμη πιο προηγμένες δυνατότητες και να πιέσει Ουάσιγκτον και Παρίσι για τεχνολογική υπεροχή».

Ο Ντέιβιντ Νταν από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ εξηγεί στο «Βήμα» ότι «οι ανησυχίες της Ελλάδας εξετάστηκαν, αλλά υπερίσχυσε η ανάγκη ενίσχυσης της τουρκικής αεράμυνας ως μέλους του ΝΑΤΟ».

Ο Κρίστοφερ Χιλ, ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, μας λέει ότι «μετά το Brexit, το ΗΒ επιστρέφει σταδιακά στο ευρωπαϊκό του πεπρωμένο, στο οποίο η Τουρκία εξακολουθεί να μετρά… Οπως και η Βρετανία, βρίσκεται στο κρίσιμο περιθώριο της ΕΕ και είναι βασικό μέλος του ΝΑΤΟ. Τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη που παράγουν όπλα εξάγουν στην Τουρκία. Και το εμπόριο είναι αμφίδρομο».

Τελικά, όπως το θέτει ο δρ Μπένετ, η συμφωνία αυτή δεν αφορά μόνο τα μαχητικά αλλά το ποιος θα διαμορφώσει την ασφάλεια της Ευρώπης: «Ο υπολογισμός είναι απλός: αν τα ελεύθερα έθνη της Ευρώπης δεν συνεργαστούν και δεν παραμείνουν ενωμένα, θα καταβροχθιστούν ένα-ένα από τη Ρωσία».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version