Οι πρεσβευτές που στέλνει η Ουάσιγκτον στην Αθήνα και στην Αγκυρα είναι άνθρωποι του στενού περιβάλλοντος του Ντόναλντ Τραμπ.
Ωστόσο, τα πρώτα δείγματα γραφής εμφανίζουν την Κίμπερλι Γκίλφοϊλ και τον Τομ Μπάρακ να βρίσκονται σε διαφορετική συχνότητα σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα.
Από την επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 έως την αξιοπιστία που έχει η Αγκυρα ως σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, οι δύο πρεσβευτές έχουν στείλει αντιφατικά μηνύματα που γεννούν ερωτήματα για το ποια είναι η πραγματική πολιτική των ΗΠΑ στα εν λόγω θέματα.
Το θέμα των S-400
Για παράδειγμα, η Γκίλφοϊλ μίλησε με σκληρή γλώσσα για το θέμα των S-400, λέγοντας ότι «υπάρχουν επιλογές που κάνουν οι άνθρωποι και οι χώρες στη ζωή τους, και η Τουρκία επέλεξε να συνεργαστεί με τους Ρώσους για το σύστημα S-400».
Την ίδια περίοδο, ο Μπάρακ προεξοφλούσε ότι το αδιέξοδο θα ξεπεραστεί μέχρι το τέλος του έτους με τη σύμφωνη γνώμη του Κογκρέσου, ενώ δεν παρέλειπε να λανσάρει την Τουρκία όχι απλώς ως αγοραστή αλλά και ως βασικό κατασκευαστή εξαρτημάτων για τα F-35.
Τελικά τον διέψευσε ο γερουσιαστής Τζιμ Ρις, ο οποίος, ως πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων, δήλωσε ότι εξακολουθεί να είναι αντίθετος στην άρση των κυρώσεων CAATSA για λόγους που δεν περιορίζονται μόνο στο θέμα των S-400.
Ενδιαφέρον έχει ότι η Κίμπερλι δεν περιορίστηκε απλώς στο να υποστηρίξει ότι οι ΗΠΑ οφείλουν να προστατεύσουν τους συνεπείς συμμάχους τους, σαν την Ελλάδα. Προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, παρουσιάζοντας εμμέσως πλην σαφώς την Τουρκία ως έναν προβληματικό σύμμαχο.
Την ίδια ώρα ο Μπάρακ αναθεμάτιζε τον δυτικό παρεμβατισμό για όλα τα δεινά της Μέσης Ανατολής, εκθείαζε την οθωμανική διπλωματία και προσπαθούσε να λανσάρει την Τουρκία ως τη χώρα-κλειδί για τη σταθερότητα σε όλη την περιοχή.
Προσωπικές απόψεις
Βεβαίως κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στο Κογκρέσο, η Γκίλφοϊλ αναγκάστηκε να διευκρινίσει επανειλημμένως ότι εκφράζει προσωπικές απόψεις, ενώ τις εν λόγω δηλώσεις ο Μπάρακ τις έκανε ως εν ενεργεία πρεσβευτής.
Πολλοί όμως αναλυτές στην Ουάσιγκτον υπενθυμίζουν ότι η Ιστορία έχει δείξει πως οι προσωπικές απόψεις μετρούν πολύ περισσότερο σε μια κυβέρνηση σαν του Τραμπ.
Το ερώτημα που πολλοί θέτουν είναι εάν οι δύο πρεσβευτές έχουν λάβει μια ξεκάθαρη γραμμή ώστε να είναι συντονισμένοι ή εάν με τις κινήσεις και τις πρωτοβουλίες τους θα επηρεάσουν την οπτική του Τραμπ για την περιοχή.
Ο εκτελεστικός διευθυντής του HALC Εντι Ζεμενίδης κάνει λόγο για μια άνευ προηγουμένου ρευστή κατάσταση.
«Δεν γνωρίζουμε καν ακόμη ποιος διαμορφώνει την πολιτική για την Ευρώπη. Δεν έχουμε βοηθό υπουργό Εξωτερικών για την Ευρώπη, την ώρα που στέλνουμε σε μια ασταθή περιοχή δύο πρεσβευτές που έχουν επιρροή μέσα στην κυβέρνηση. Υπάρχουν πολλές δυνατότητες αλλά και πολλοί κίνδυνοι. Και ενώ γνωρίζουμε ότι δημοσίως ο πρόεδρος Τραμπ είναι ο τελικός υπεύθυνος, μπορούμε πραγματικά να περιμένουμε ότι κάθε ζήτημα που αφορά την Αθήνα και την Αγκυρα θα φτάνει στο Οβάλ Γραφείο;» λέει στο «Βήμα».
Ανεξάρτητη ατζέντα
Αντιθέτως, ο γεωπολιτικός αναλυτής της Trilogy Advisors Τζον Συτιλίδης επιμένει ότι υπάρχει μια ξεκάθαρη γραμμή από τον Λευκό Οίκο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ παρά τον διαφορετικό τόνο στις δηλώσεις των δύο διπλωματών.
«Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς έναν πρεσβευτή που να υιοθετεί μια ανεξάρτητη ατζέντα. Η Τουρκία έχει καταφέρει να τοποθετηθεί στο επίκεντρο πολλών κρίσιμων ζητημάτων για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Παρόλο που συνεχίζει την κατοχή στην Κύπρο και την επιθετική στάση στο Αιγαίο, αυτά τα ζητήματα είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι από τη μεγάλη εικόνα που αφορά τα θέματα στα οποία η Ουάσιγκτον θέλει να βρει λύσεις. Και αυτή είναι η ατζέντα του Τομ Μπάρακ ως πρεσβευτή στην Αγκυρα» μας λέει.
Η πάγια αμηχανία
Ο Νίκολας Ντάνφορθ, αναπληρωτής συντάκτης του περιοδικού «Foreign Policy» και συνεργάτης του ινστιτούτου πολιτικής έρευνας Century International, βλέπει στις δηλώσεις της Γκιλφόιλ και του Μπάρακ να αποτυπώνεται η πάγια αμηχανία που επικρατεί στους διπλωματικούς κύκλους της Ουάσιγκτον για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί ένας προβληματικός αλλά συγχρόνως απαραίτητος σύμμαχος.
«Πάντα υπήρχαν εντάσεις εντός της κυβέρνησης σχετικά με τον τρόπο χειρισμού της Τουρκίας επειδή υπήρχαν άνθρωποι που ήθελαν να την τιμωρήσουν και υπήρχαν άλλοι που ήθελαν να της δώσουν το πλεονέκτημα της αμφιβολίας» λέει στο «Βήμα».
«Τώρα βλέπουμε τους πρεσβευτές και στις δύο χώρες να παίρνουν θέσεις με έναν πιο δημόσιο τρόπο σε σχέση με αυτό που θα βλέπαμε σε μια πιο παραδοσιακή κυβέρνηση. Αλλά τι σημαίνει αυτό για το πώς αισθάνεται ο Τραμπ και πώς θα ενεργήσει το Κογκρέσο; Αυτό μένει να το δούμε».
