Επτά χρόνια μετά το πολυβραβευμένο ντεμπούτο του «Luton», ο σκηνοθέτης Μιχάλης Κωνσταντάτος επιστρέφει με ένα ψυχολογικό θρίλερ, ένα πραγματικά ατμοσφαιρικό και μοντέρνο ελληνικό φιλμ, όπου τίποτα δεν είναι όπως αρχικά φαίνεται. Παρ’ όλο που τα σινεμά παραμένουν κλειστά, η εταιρεία διανομής Feelgood, σε συνεργασία με τους συντελεστές της ταινίας και τους κινηματογράφους Δαναός και Ελλη, προχωρούν σε μια ψηφιακή προσομοίωση της αληθινής κινηματογραφικής εμπειράς. Από την Πέμπτη 25 Μαρτίου και για δύο εβδομάδες τα «Μικρά όμορφα άλογα» θα είναι διαθέσιμα για ψηφιακές προβολές μέσω του viva.gr. Η πρωταγωνίστρια Γιώτα Αργυροπούλου μίλησε στο «Βήμα» για τον ρόλο της αλλά για ό,τι της έχει λείψει τον τελευταίο χρόνο. Πείτε μας λίγα λόγια για τον ρόλο τον οποίο υποδύεστε στην ταινία, χωρίς φυσικά να μας αποκαλύψετε κάτι που δεν πρέπει να ειπωθεί. «Στην ταινία υποδύομαι την Αλίκη, μια αναισθησιολόγο, η οποία προσπαθεί να παραμείνει ερωτευμένη με τον σύζυγό της, να είναι μια καλή μητέρα για τον μικρό της γιο, αλλά και να ξαναβρεί τη χαρά της ζωής. Η Αλίκη τη στιγμή που αρχίζει η ταινία μας είναι αποπροσανατολισμένη. Είναι μια γυναίκα που φαινομενικά είχε τα πάντα: επιτυχία, ομορφιά, οικονομική επιφάνεια, μια ωραία οικογένεια. Ωστόσο, εξαιτίας της αδυναμίας της να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, με τις βαθύτερες επιθυμίες της, αλλά και με τους γύρω της, η ζωή της αρχίζει να καταρρέει. Και όσο περισσότερο προσπαθεί να τη φτιάξει, να την “επισκευάσει”, τόσο χειρότερη γίνεται η τροπή των πραγμάτων. Στο τέλος, πολύ αφαιρετικά να πω ότι είναι λυτρωτικό, και σχεδόν θριαμβευτικό για μένα, το ότι διαλέγει το πιο απλό πράγμα στον κόσμο που είναι και τόσο δυνατό: απλά το να είναι ειλικρινής. Με τον εαυτό της και τους γύρω της». Σας έχει λείψει το σινεμά όλο αυτό το διάστημα που είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας; «Πολύ. Οσο περισσότερο βλέπω ταινίες στο σπίτι τόσο πιο πολύ μου λείπουν το σινεμά, η μεγάλη οθόνη, ο ήχος, η συνεύρεση στην ίδια αίθουσα με άλλους άγνωστους ανθρώπους, που μας ενώνει εκείνη τη στιγμή μόνο η επιθυμία μας να δούμε την ίδια ταινία. Ναι, το σινεμά είναι μαγικό, συλλογικό, προσωπικό, περιπετειώδες, μου λείπει πολύ». Ποιο είναι το πιο ωραίο πράγμα που έχετε δει τον τελευταίο καιρό; «Παρακολούθησα μια πολύ ωραία ιστορία που διηγούνταν δύο εκπληκτικοί μουσικοί σε ένα ντοκιμαντέρ, που ξαναείδα ύστερα από καιρό και την οποία σκέφτομαι πολύ τις τελευταίες μέρες. Στο “20.000 Days on Earth” ο Νικ Κέιβ και ο Γουόρεν Ελις μιλούν για τη δύναμη της μεταμόρφωσης στη σκηνή. Πώς ένας χαρισματικός performer μπορεί να γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που είναι στη ζωή του όταν ανέβει στη σκηνή και πόσο μεγάλη μπορεί να είναι αυτή η αλλαγή. Και περιέγραφαν την εμπειρία που είχαν βιώσει οι ίδιοι όταν έκαναν support στο live της Νίνα Σιμόν – η οποία απαιτούσε να την φωνάζουν Dr Νίνα Σιμόν! Περιέγραφαν τις σκηνές στα καμαρίνια, όπου η ώριμη πλέον Σιμόν ήταν τόσο τρομακτική, παράξενη και απότομη, που όλοι τη φοβόντουσαν, και πως όταν βγήκε στη σκηνή, έριξε μια τρομακτική ματιά στο κοινό και όλοι πάγωσαν. Μετά κάθισε στο πιάνο και μεταμορφώθηκε στο μουσικό θαύμα που γέμιζε τους πάντες με δέος. Ο Ελις μάλιστα μετά τη συναυλία πήγε και ξεκόλλησε την τσίχλα της κάτω από το πιάνο, εκεί που την είχε κολλήσει μόλις πριν αρχίσει να τραγουδάει, και την έχει κρατήσει μέχρι σήμερα ως ενθύμιο». Για ποια δραστηριότητα θα μπαίνατε στον πειρασμό να φτιάξετε μια πλαστή άδεια μετακίνησης; «Οποιαδήποτε εμπεριέχει ταξίδι ή θάλασσα. Σε οποιαδήποτε μορφή, σε οποιονδήποτε συνδυασμό και με οποιονδήποτε τρόπο. Μια βουτιά στη θάλασσα ή ένα γρήγορο αυτοκίνητο που περνάει τα διόδια της Αθήνας – σχεδόν δραπετεύει – είναι μια συχνή φαντασίωση των ημερών. Και ακόμη πιο απλά πράγματα. Πριν από λίγες μέρες μου έλεγε για παράδειγμα ένας συνεργάτης μου, που ταξίδευε πίσω στο Βερολίνο, ότι είχε 6 ώρες transit και αναμονή στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης. Εκείνος μου το έλεγε για να παραπονεθεί και εμένα μου ακουγόταν το πιο ωραίο πράγμα που άκουσα να κάνει κάποιος τον τελευταίο καιρό. Να κάθεται στο αεροδρόμιο και απλά να περιμένει. Παρεμπιπτόντως, τα βαριόμουν τα transit, γκρίνιαζα παλιά όταν είχα αναμονή σε αεροδρόμιο. Δεν νομίζω να μου συνέβαινε τώρα». Πώς πιστεύετε ότι θα πρέπει να στηριχτεί από την πολιτεία, στο άμεσο μέλλον, ο τομέας του πολιτισμού που τόσο έχει πληγεί από την πανδημία; «Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό θέμα. Ηταν και πριν από την πανδημία, αλλά τώρα πια έχει γίνει πλέον πρωτίστης σημασίας. Χρειάζεται μια μέθοδος και ίσως παραδειγματισμός από στρατηγικές άλλων χωρών που έχουν φροντίσει και προσέξει περισσότερο τους καλλιτέχνες τους και τον πολιτισμό τους. Κατ’ αρχήν πρέπει να ανοίξουν οι χώροι τέχνης, τα μουσεία, οι κινηματογράφοι και τα θέατρα. Να σκεφτούμε τρόπους που θα είναι ασφαλείς ώστε ο κόσμος να δει ένα έργο – σίγουρα υπάρχουν – και να προσαρμοστεί και η παραγωγή, για παράδειγμα, στο θέατρο ανάλογα. Πρέπει να υπάρξουν φυτώρια καλλιτεχνών (όχι μόνο νέων, αλλά και σε όλα τα στάδια της πορείας τους), θέατρα να “υιοθετήσουν” και να στηρίξουν θεατρικές ομάδες και καλλιτέχνες, να γίνονται περισσότερες συνεργασίες, πιο απρόβλεπτες, να υπάρξει μεγαλύτερη στήριξη για το ερευνητικό θέατρο. Είναι απαραίτητο. Να εμπιστευτούμε τους καλλιτέχνες μας και να μην κοιτάμε με θαυμασμό μόνο τους ξένους καλλιτέχνες. Εχουμε καταπληκτικό ανθρώπινο δυναμικό, που χρειάζεται στήριξη, ενδυνάμωση και πίστη». Τι άλλα επαγγελματικά σχέδια έχετε; «Μια προσωπική performance και μια πολύ ενδιαφέρουσα συνεργασία με το μουσείο ΕΜΣΤ, η εξέλιξη του νέου μου θεατρικού πρότζεκτ σε συνεργασία με τον καλλιτέχνη/δραματουργό Igor Dobricic, ένα έργο για την ομαδική έκθεση “The Right to silence?” σε συνεργασία με τον Μιχάλη Κωνσταντάτο, που θα κάνει εγκαίνια στο Undercurrent της Νέας Υόρκης, σε επιμέλεια Σωζήτας Γκουντούνα, και μια όμορφη συνεργασία με τον καλλιτεχνικό χώρο Tavros.space και τα μελλοντικά σχέδια που κάνουμε μαζί. Μπορεί να μην έχω σταματήσει να δουλεύω, παρ’ όλο που οι χώροι τέχνης και θεάτρου είναι κλειστοί, αλλά δεν θα σας κρύβω ότι επειδή το έργο μου πάντα ολοκληρωνόταν στην επαφή με το κοινό, αυτή η νέα κατάσταση με μπερδεύει. Ωστόσο, είμαι έτοιμη για τις νέες καλλιτεχνικές προκλήσεις που θέτει η νέα εποχή. Και σχεδόν αισιόδοξη».