Γνωρίζουν σίγουρα πώς να ξεσηκώνουν το κοινό τους και είναι ταυτισμένοι με το καλοκαίρι, την πιο ωραία εποχή του χρόνου. Ο λόγος για τους Locomondo, οι οποίοι θα εμφανιστούν την Τετάρτη 2 Ιουλίου στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, σε μια συναυλία που θα εξελιχθεί σε θερινή γιορτή για τους πολυάριθμους θαυμαστές τους. Opening Act οι Kapten από τη Θεσσαλονίκη με τους afrobeat, χιπ χοπ, ροκ και σόουλ ήχους τους. Με αφορμή αυτή την εμφάνιση μιλήσαμε με τον Μάρκο Κούμαρη, τον τραγουδιστή και ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος.
Είστε μια από τις μακροβιότερες μπάντες στην Ελλάδα. Τι είναι αυτό που κρατά τη φλόγα ζωντανή όλα αυτά τα χρόνια;
«Οι ανθρώπινες σχέσεις, 100%. Εχει να κάνει με το πώς διαχειριστήκαμε όλες τις αλλαγές που έχουν συμβεί. Συνήθως, τα συγκροτήματα “χαλάνε” λόγω εγωισμών, όταν μπαίνουν τα χρήματα στη μέση ή όταν αλλάζουν οι ζωές – έρχονται οικογένειες, αλλάζουν οι προτεραιότητες. Σε εμάς δεν συνέβη αυτό. Είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι που ξεκινήσαμε τους Locomondo το 2003 – με τις όποιες προσθήκες μπορεί να είχαμε. Μιλάμε για πάνω από 20 χρόνια τώρα. Είναι πολύ δεμένο πλέον αυτό το σχήμα και είναι δύσκολο να διαλυθεί».
Ενα στοιχείο που σας χαρακτηρίζει και που ο κόσμος έχει συνδέσει μαζί σας, είναι αυτή η αισιοδοξία, η θετική στάση απέναντι στη ζωή. Είναι κάτι που σας βγήκε φυσικά ή αποτέλεσε συνειδητή επιλογή κάποια στιγμή;
«Νομίζω πως πάντα υπήρχε. Ηταν φυσικό. Η χαρά είναι αυτό που θέλουμε να μεταδώσουμε στον κόσμο. Κάθε καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τη μουσική με βάση τις δικές του δονήσεις. Εμείς επιλέξαμε να μεταλαμπαδεύουμε το θετικό, τη χαρά. Και όλοι όσοι πέρασαν από το συγκρότημα, είχαν αυτό το χαρακτηριστικό – να ξεχειλίζει η χαρά και να τη μεταδίδουμε στο κοινό. Είναι φοβερό να βλέπεις τις φάτσες του κόσμου πριν και μετά από ένα live. Τις περισσότερες φορές υπάρχει αυτό που λέμε “μεταμόρφωση”. Αλλάζει η ψυχική τους κατάσταση. Και δεν είναι κάτι τεχνητό, έχει να κάνει καθαρά με τη μουσική, το συναίσθημα».
Κάνατε τον περασμένο μήνα, μετά από καιρό, περιοδεία στη Γερμανία. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
«Είχαμε να πάμε έξι χρόνια λόγω πανδημίας και άλλων υποχρεώσεων. Ολες οι συναυλίες μας εκεί ήταν sold out τρεις μήνες πριν. Το κοινό μάς περίμενε. Το ιδιαίτερο είναι ότι δεν παίζουμε μόνο για Ελληνες της διασποράς, όπως συμβαίνει σε πολλά ελληνικά live στο εξωτερικό. Στα δικά μας live το κοινό είναι κυρίως Γερμανοί – και Βέλγοι, Ολλανδοί – που αγαπούν τη μουσική μας. Αυτό δεν είναι τόσο συνηθισμένο. Στην εποχή μας υπήρχαν κι άλλα συγκροτήματα που το πετύχαιναν αυτό, όπως οι Vodka Juniors, οι Planet of Zeus, οι Imam Baildi».
Εκτός από τους Locomondo, ασχολείσαι και με άλλα projects. Πρόσφατα είχατε μεγάλη επιτυχία με το ντουέτο με τη Ρένα Μόρφη, ενώ τώρα έχετε και τα «Kavourakia» με τη Μαρίνα Σάττι, που φαίνεται να εξελίσσεται σε χιτ του καλοκαιριού.
«Ολα ξεκινούν από προσωπικές γνωριμίες. Με τη Ρένα γνωριζόμασταν από παλιά, καθώς είμαστε και οι δύο σε συγκροτήματα που έπαιζαν έθνικ μουσική. Εγραψα τους στίχους και τραγουδήσαμε ντουέτο σε μουσική του Δημήτρη Μπαλογιάννη στο “Θα ανέβω να σε βρω” – πολύ ωραίο κομμάτι. Με τη Μαρίνα γνωριζόμαστε από τότε που ήταν 18-19 χρονών, πριν ακόμα φύγει για Berklee. Εχω γράψει στίχους σε δύο από τα πιο γνωστά κομμάτια της, στο “Lalala” και στο “Ponos krifos”. Τώρα στα “Kavourakia” συμμετείχα στους στίχους και τραγουδάμε μαζί – μου αρέσει πολύ».
Γράφετε καινούργια τραγούδια με τους Locomondo;
«Γράφουμε συνέχεια. Eχω αρκετό υλικό. Το τελευταίο διάστημα ήταν δύσκολο – έγινα μπαμπάς πριν από χρόνια, έχασα τον πατέρα μου, φρόντιζα τη μητέρα μου, πέθανε πριν λίγο καιρό κι εκείνη, οπότε ήταν άλλες οι προτεραιότητές μου. Παρ’ όλα αυτά, έχουμε νέο υλικό. Παίζουμε και live ένα ρέγκε version του “Πενηντάρη” του Ζαμπέτα, που είναι φοβερό και πολύ αστείο. Αν προλάβω, θα το κυκλοφορήσουμε κιόλας».
Πώς βλέπετε σήμερα το μουσικό τοπίο σε σχέση με όταν ξεκινήσατε; Και πώς έχει επηρεάσει τη δική σας μουσική η παντοδυναμία των social media;
«Εχει και θετικά και αρνητικά. Εμείς, για την ιστορία, ήμασταν το πρώτο συγκρότημα στην Ελλάδα που είχε viral επιτυχία, με το “Pro” – χωρίς καν να το έχουμε κυκλοφορήσει. Είχε γίνει ringtone παντού. Πλέον, βλέπουμε πολλές τεχνητές προσπάθειες να γίνουν κομμάτια viral. Εμείς δεν κυνηγάμε το viral. Δεν είμαστε πολύ ενεργοί στα social, και δεν μας πάει κιόλας. Το καλοκαίρι ανεβάζουμε κάποια πράγματα λόγω συναυλιών, αλλά σε γενικές γραμμές είμαστε πιο παλιομοδίτες.
Από την άλλη, υπάρχουν παιδιά που μας μαθαίνουν μέσω YouTube. Βλέπουν πώς είναι μια συναυλία μας, τι γίνεται, ποια είναι η εμπειρία. Οπότε έρχονται προετοιμασμένοι. Τα social είναι μαχαίρι κοφτερό – αν το πιάσεις απ’ τη λάμα, θα κοπείς. Είναι πανίσχυρα εργαλεία, αλλά θέλει προσοχή στο πώς τα χρησιμοποιείς. Εγώ, για παράδειγμα, έγραψα ένα τραγούδι που λέγεται “Filtergram”, μια κριτική πάνω στην κουλτούρα του Instagram και του ναρκισσισμού που καλλιεργεί. Ηθελα να κάνω και βίντεο, αλλά δεν πρόλαβα».
Υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης που σας έχει επηρεάσει αλλά δεν θα το μάντευε εύκολα κανείς ακούγοντας τη μουσική σας;
«Ο καθένας στην μπάντα έχει τα δικά του ακούσματα. Εγώ, πέρα από τα αναμενόμενα, έχω επηρεαστεί πολύ από τον Μπρους Σπρίνγκστιν – το πρώιμο υλικό του, τα άλμπουμ “The River”, “Darkness on the Edge of Town”, “Born to Run”. Αλλά και από την κάουντρι μουσική. Εκεί βρίσκεις τρομερά δείγματα στιχουργίας – είναι masters στο να συμπυκνώνουν μεγάλα νοήματα σε λίγες λέξεις. Επίσης, είναι εξαιρετικοί storytellers. Το θέμα είναι: υπάρχει σήμερα υπομονή στον ακροατή;
Ζούμε σε εποχή TikTok, όπου το attention span έχει μειωθεί δραματικά. Πλέον όλα κρίνονται στα πρώτα 3-4 δευτερόλεπτα. Η μουσική που αγαπώ εγώ χρειάζεται ησυχία, χρόνο, προσοχή. Δύσκολα να σε αγγίξει μέσα σε ένα feed γεμάτο σκηνές έντασης και υπερβολής. Αλλά αυτά έχει η εποχή μας. Προσπαθούμε να προσαρμοστούμε, χωρίς να χάνουμε την ουσία».
