Καθώς ο ήλιος βουτά στη θάλασσα, πλημμυρίζοντας τον ουρανό με χρώματα, δύο νιόπαντροι νέοι, ο Γιάννης και η Μαρίνα, περπατούν στον αρχαιολογικό χώρο της Δήλου, μαγεμένοι από τους θησαυρούς του νησιού, τη λεωφόρο των Λεόντων και το ιερό του Απόλλωνα.
Δεν είναι όμως τυχαίοι επισκέπτες, αλλά οι ήρωες της «Μεγάλης Χίμαιρας» του Μ. Καραγάτση, που ενσαρκώνουν τηλεοπτικά ο Ανδρέας Κωνσταντίνου και η Φωτεινή Πελούζο. Λίγο πιο πέρα τους παρακολουθεί και ο αδερφός του Γιάννη, ο Μηνάς (Δημήτρης Κίτσος). Το συνεργείο δουλεύει με απόλυτη ακρίβεια, σαν καλοκουρδισμένη ορχήστρα που ξέρει πως έχει μόνο λίγα λεπτά για να «πιάσει» το φως. Κανένας δεν μιλάει, κι ας ακολουθούμε αρκετοί δημοσιογράφοι. Και τότε, μέσα στη σιωπή, ακούγεται καθαρά η φωνή του σκηνοθέτη Βαρδή Μαρινάκη: «It’s a wrap!». Το τελευταίο γύρισμα ολοκληρώθηκε και οι συντελεστές ξεσπούν σε χειροκροτήματα.
Αφού πέρασε από 40 κύματα έως ότου βρεθούν τα απαραίτητα καύσιμα, η «Χίμαιρα» ξεκίνησε το τηλεοπτικό της ταξίδι με συνταξιδιώτες την ΕΡΤ, τις ελληνικές εταιρείες παραγωγής Foss Productions και Boo Productions, την ιταλική Mompracem Films και τη γερμανική Beta Film.
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον περασμένο Νοέμβριο σε Αθήνα, Σύρο, Μύκονο, Τεργέστη και η σειρά πλέον βρίσκεται στο post production. Οι στενοί συνεργάτες έχουν ήδη δει τα δύο από τα έξι επεισόδια αυτής της φιλόδοξης τηλεοπτικής μεταφοράς που κοστίζει 6 εκατ. ευρώ, και μιλούν για κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Το κοινό θα περιμένει μερικούς μήνες για την προβολή που έχει προγραμματιστεί για τα τέλη του φθινοπώρου στο ERTFLIX και την ΕΡΤ1.
Με φόντο τη δεκαετία του 1930, σε μια Ελλάδα που αλλάζει, ξεδιπλώνεται η ιστορία της Μαρίνας, μιας γυναίκας τολμηρής, ξένης σ’ έναν τόπο που δεν την αποδέχεται, αλλά και ξένης στον ίδιο της τον εαυτό. Το έργο φωτίζει ζητήματα γυναικείας ταυτότητας, επιθυμίας και κοινωνικής καταπίεσης, με τρόπο τολμηρό και σύγχρονο. Στόχος των δημιουργών δεν ήταν μια πιστή αναπαράσταση εποχής, αλλά μια αφήγηση που θα «μιλάει» στο σήμερα.
«H “Μεγάλη Χίμαιρα” είναι μια συναρπαστική κινηματογραφική μίνι σειρά με σύγχρονη γραφή, μακριά από στερεοτυπικές αναπαραστάσεις, που επικεντρώνεται στο συναισθηματικό φορτίο του έργου. Αφεθήκαμε ελεύθεροι δημιουργικά, σκεπτόμενοι και το κοινό, και είπαμε να μην κάνουμε σειρά εποχής, αλλά να πούμε την ιστορία της Μαρίνας» εξηγεί ο Βαρδής Μαρινάκης.
Ο εκτελεστικός παραγωγός Βασίλης Χρυσανθόπουλος αναφέρει: «Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να μεταφέρουμε ένα κλασικό λογοτεχνικό έργο χωρίς να μυρίζει “ναφθαλίνη”. Θέλαμε μια μοντέρνα ματιά που να απευθύνεται και σε διεθνές κοινό, χωρίς να προδώσουμε το πνεύμα του Καραγάτση».
Η έλλειψη χώρων που θυμίζουν την Ελλάδα του ’30 αποτέλεσε πρόκληση, μαζί και με το ενδυματολογικό. Πολλά σημεία χρειάστηκαν σκηνογραφικές ή ψηφιακές παρεμβάσεις, όπως η Πανεπιστημίου, που μεταμορφώθηκε για ένα Σαββατοκύριακο για να αποδώσει πιστά την εποχή, ενώ τα ρούχα εποχής ήρθαν από την Ιταλία και την Ισπανία.
«Οταν ήρθε η πρόταση, δεν μπορούσαμε να την αρνηθούμε. Μιλάμε για ένα αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας» λέει ο παραγωγός και ιδιοκτήτης της Foss Productions, Στέλιος Κοτιώνης. «Καθετί ανέφικτο μας ιντριγκάρει να το κάνουμε πράξη».
Ανακουφισμένοι από το φινάλε των γυρισμάτων, αλλά αρκετά ταλαιπωρημένοι, διότι πριν από την περιήγηση στη Δήλο είχε προηγηθεί ακόμα μία σκηνή στη βραχονησίδα Ρήνεια, όπου οι ήρωες βούτηξαν στη θάλασσα, οι τρεις πρωταγωνιστές μάς μίλησαν καθώς επιστρέφαμε στη Μύκονο. «Οι σκηνές που είδατε είναι από το τρίτο επεισόδιο, όπου η Μαρίνα και ο Γιάννης πάνε ταξίδι στις Κυκλάδες και τελικά η Μαρίνα γυρίζει στη Σύρο έγκυος. Είναι η αρχή της νέας της ζωής» θα πει η Πελούζο.
Η ηρωίδα της, η οποία στην τηλεοπτική εκδοχή του μυθιστορήματος, που υπογράφει ο Παναγιώτης Ιωσηφέλης, είναι Ιταλίδα και όχι Γαλλίδα, είναι μια γυναίκα διχασμένη ανάμεσα σε όσα επιθυμεί και σε όσα της επιβάλλει η κοινωνία. «Η Μαρίνα ήταν ένας δύσκολος ρόλος για μένα. Δεν μπορούσα να την “πλύνω” από πάνω μου» λέει. Ο Γιάννης, που υποδύεται ο Α. Κωνσταντίνου, είναι ένας άνδρας σιωπηλός, ριζωμένος στις αξίες της εποχής, που έρχεται σε σύγκρουση με την ασυμβίβαστη φύση της γυναίκας του.
Ο ίδιος, ερωτηθείς για τη δική του προσωπική «χίμαιρα», απαντάει λιτά: «Δεν κάνουμε και τίποτα άλλο. Χίμαιρες κυνηγάμε. Υπαρξιακά, φιλοσοφικά και εντέλει ρεαλιστικά» και χαρακτηρίζει το κείμενο του Καραγάτση «περισσότερο διαχρονικό, παρά επίκαιρο».
Για τον Δ. Κίτσο, ο ήρωάς του, ο Μηνάς, είναι ένας άνδρας που βιώνει την εσωτερική μάχη ανάμεσα στην αφοσίωση και την αναζήτηση ελευθερίας. Αναφερόμενος στην εμπειρία του στο σετ, ξεχωρίζει τη συνεργασία του με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, που υποδύεται τη Ραΐζαινα. «Ηταν τεράστιο μάθημα. Η πιο επαγγελματίας στο σετ» θα πει.
Η «Μεγάλη Χίμαιρα» ξεκινά το ταξίδι της από την Ελλάδα, αλλά με βλέμμα στραμμένο προς τα έξω. Με τη σφραγίδα διεθνούς συμπαραγωγής, διεκδικεί τη θέση της στο παγκόσμιο τηλεοπτικό τοπίο – όχι απλώς ως μια καλή ελληνική σειρά, αλλά ως μια υψηλού επιπέδου δραματουργία με διεθνή απήχηση.