Ο Αρμ, πρώην πυγμάχος που έχει πλέον γίνει μπράβος, κάνει τις χειρότερες βρωμοδουλειές για να επιβιώσει. Η σχέση του με την παρανομία είναι δεδομένη. Πλην όμως, εν προκειμένω, ο εγκληματίας δεν αποδεικνύεται και κάθαρμα ακριβώς. Η υπόθεση είναι λίγο πιο σύνθετη, πιο εύθραυστη, πιο εσωτερική, διότι αυτός που την επινόησε, ο 43χρονος Κόλιν Μπάρετ, δεν εγκρίνει τις ευκολίες.
Διαβάζοντας τη νουβέλα «Ηρεμα με τα άλογα», η οποία περιλαμβάνεται μαζί με άλλα έξι διηγήματά του στη θαυμάσια συλλογή ιστοριών Νεαρά τομάρια (Young skins, 2013), νομίζουμε ότι η δραματουργία του Μάρτιν Μακ Ντόνα συναντιέται παράξενα και απρόβλεπτα με το κινηματογραφικό βλέμμα του Κεν Λόουτς.
«Η βία και το κακό, όπως όλα τα μυστηριώδη φαινόμενα, έχουν κάτι το οριστικό, το τελεσίδικο, το αμετάκλητο. Στο διήγημα “Ν’ αντέχεις το τομάρι σου” αυτό εκφράζεται ίσως εναργέστερα. Ο πρωταγωνιστής, ο Μπατ, μια ευγενική ψυχή, πρέπει να ζήσει με τα τραύματα που του άφησε μια εντελώς απρόκλητη, αυθαίρετη και άσκοπη επίθεση σ’ ένα φαστφουντάδικο, πρέπει να υπομείνει τα βάσανά του ξέροντας ότι αυτό που του συνέβη στο παρελθόν δεν είχε ούτε νόημα ούτε εξήγηση.
Είναι δύσκολο να γράφει κανείς για τέτοιες καταστάσεις χωρίς να πλησιάζει, κάπως, την εκλογίκευση ή και την ηθικολογία. Πάντως, εγώ θέλησα περισσότερο να δείξω πόσο διάχυτη και τυχαία μπορεί να είναι η βία. Είναι σαν να ρίχνεις ένα ποτήρι με νερό. Αδυνατείς να ελέγξεις σε ποια σημεία θα χυθεί αλλά και να προβλέψεις τα σχήματα που θα προσλάβουν οι συνέπειες της ζημιάς» εξηγούσε πρόσφατα στο «Βήμα» ο ταλαντούχος ιρλανδός πεζογράφος, γεννημένος στην Κομητεία Μάγιο, η οποία βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό και φημίζεται για την άγρια ομορφιά της.
«Ο τόπος σε επηρεάζει χωρίς καν να το αντιλαμβάνεσαι. Το να μεγαλώνεις, όπως εγώ για παράδειγμα, δίπλα σε έναν τέτοιο υδάτινο όγκο, περιτριγυρισμένος από χωράφια και ζώα, και με τα σπίτια απομακρυσμένα μεταξύ τους. Θέλω να πω, επηρεάζεται η ιδιοσυγκρασία σου, η σχέση του με τους άλλους ανθρώπους. Χρειάστηκε να μετοικήσω σε πόλη, για τις πανεπιστημιακές μου σπουδές, ώστε να συνειδητοποιήσω τη σημασία του τόπου, τις ρίζες μου, την καταγωγή μου. Κάτι που, βεβαίως, άρχισε να τροφοδοτεί με φυσικότητα τη γραφή μου, όταν ξεκίνησε αυτό το ταξίδι» σχολίασε ο Μπάρετ.
Αδιέξοδα, προσωπικά και συλλογικά
Μετά τα Νεαρά τομάρια, ακολούθησαν η συλλογή διηγημάτων Homesickness (2022) και το μυθιστόρημα Wild Houses (2024) που βρέθηκε στη μακρά λίστα των υποψηφιοτήτων για το Βραβείο Booker. Στις ιστορίες του Μπάρετ, τοποθετημένες στο φανταστικό Γκλάνμπεϊ, υπάρχουν παντού το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, ενώ κυριαρχούν τα προσωπικά και συλλογικά αδιέξοδα, καθώς επίσης οι διακυμάνσεις της ανδρικής ψυχολογίας.
«Η Ζέιντι Σμιθ είπε κάποτε ότι “οι συγγραφείς γράφουν αυτό που μπορούν να γράψουν”. Στο δικό μου το μυαλό, τουλάχιστον, αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά την καθυπόταξη του συγγραφέα σε μία θεματολογία ή έναν τρόπο γραφής, σημαίνει μάλλον ότι ο συγγραφέας οφείλει να είναι δεκτικός, ταπεινά ανοιχτός, στο υλικό που φτάνει στη δημιουργική του συνείδηση. Για να το πω απλά, έγραψα για ό,τι ήξερα, για ό,τι καταλάβαινα. Και για ό,τι με ενδιέφερε. Στη συνέχεια, βέβαια, διαπιστώνει κανείς ότι υπάρχουν όρια και σε αυτό – αλλά και σε τι αξίζει να επιστρέφει».
Το σύμπαν του Μπάρετ είναι κάπως ζοφερό, απειλητικό, όχι όμως και αποπνικτικό (κρίσιμο αυτό). Η μαστοριά του έγκειται σε μια καλειδοσκοπική, κοφτερή ματιά και στη διαχείριση της απελπισίας μέσω μιας ακατέργαστης, πηγαίας, βαθιάς ανθρωπιάς (και μέσω του χιούμορ, ασφαλώς). Υστερα, του επισημάναμε και την ταξική διάσταση του σύμπαντος που έχει πλάσει.
«Η πεζογραφία, για μένα, είναι μια θεμελιωδώς κοινωνική φόρμα. Ο καλύτερος τρόπος να ζωντανέψεις έναν χαρακτήρα είναι να εξεικονίσεις την αλληλεπίδρασή του με κάποιον άλλον χαρακτήρα. Οι προελεύσεις και οι τάξεις αποδίδουν στους χαρακτήρες κοινές πορείες αλλά και κοινούς περιορισμούς, τους οποίους είτε αποδέχονται είτε επιχειρούν να τους ανατρέψουν. Η αφήγηση, εν γένει, ευδοκιμεί μέσα στην πολλαπλότητα των προοπτικών και των ξεχωριστών υποκειμένων που συγκρούονται μεταξύ τους. Μια ιστορία, υπό μία έννοια, δεν είναι παρά αυτός ο διαγκωνισμός, και τίποτα ποτέ δεν λύνεται οριστικά. Οπως η ίδια η ταξική πάλη, ενδεχομένως» εκτίμησε ο Μπάρετ.
Η μικρή φόρμα και η παράδοση
Κατόπιν, κουβεντιάσαμε για το διήγημα ως είδος λογοτεχνικό. «Το λατρεύω το διήγημα, τη μικρή φόρμα. Και πρόκειται για ένα πολύ απαιτητικό είδος επειδή δεν είναι μονάχα ζήτημα διάθεσης, ατμόσφαιρας, τόνου ή συγχρονισμού, είναι εξίσου ζήτημα πλοκής και χαρακτήρων. Τα διηγήματα δεν είναι σαν “μικρά μυθιστορήματα”, είναι σαν τα ποιήματα, εφόσον συμπυκνώνουν κάτι που τείνει να βιώνεται αμέσως από τους αναγνώστες, με τη μία, καταπώς λέμε.
Μπορεί κάποιος να διαβάσει και σταδιακά ένα διήγημα, εννοείται αυτό, συνήθως όμως το διήγημα διαβάζεται σε μια καθισιά, όπως ακριβώς τα ποιήματα, δίχως κάποια στάση ή διακοπή. Στα μυθιστορήματα μπαινοβγαίνουμε, τα διαβάζουμε σε κομμάτια. Τα διηγήματα συνιστούν μοναδικά γεγονότα που συμβαίνουν μέσα στη γλώσσα, όπως ακριβώς τα ποιήματα. Εξ ου και ένα καλό διήγημα μπορεί να έχει την εκρηκτικότητα αλλά και την απήχηση ενός καλού ποιήματος».
Η σχέση του με την ιρλανδική παράδοση; Με τον εμβληματικό διηγηματογράφο Φρανκ Ο’ Κόνορ, λόγου χάριν; «Στρέφομαι συχνά στην ιρλανδική λογοτεχνία, στους κοντινούς και μακρινούς προγόνους μου. Μου αρέσει πολύ το έργο τους. Αυτό όμως που κυρίως αγαπώ στα κείμενά τους είναι οι κατεξοχήν ιρλανδικές παραξενιές ή παραλλαγές ή λεπτομέρειες που ενοφθαλμίζουν σε συνθήκες τις οποίες βρίσκει κανείς σε οποιαδήποτε παράδοση». Από την άλλη μεριά, άραγε προβληματίστηκε ποτέ ο Μπάρετ ότι οι ιστορίες του παραείναι ιρλανδικές ή ότι, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να θεωρηθούν τέτοιες;
«Από νωρίς αναρωτήθηκα μήπως οι ιστορίες μου ήταν πολύ εξειδικευμένες (επικεντρωμένες σε περιθωριακούς χαρακτήρες που κινούνται στα όρια μιας αγροτικής και επαρχιακής επικράτειας) ώστε να ενδιαφέρουν τον κόσμο ευρύτερα. Ηταν αναμενόμενη η αμφιβολία που διατηρούσα. Δεν ήταν τόσο η ιρλανδικότητα των ιστοριών, όχι, αλλά το περιθώριο που με προβλημάτιζε πιο πολύ. Ωστόσο, υπήρξα τυχερός. Διαβάστηκαν οι ιστορίες μου από πολλούς ανθρώπους, με εντελώς διαφορετικά υπόβαθρα από εκείνα των ηρώων μου. Επομένως, δεν ανησυχώ πια για τέτοια πράγματα. Το οικουμενικό και το καθολικό αναδεικνύονται μόνο όταν μεταδίδονται μέσα από το συγκεκριμένο και το τοπικό».
Σε έναν κόσμο, όπως ο δικός μας, κατέληξε ο Μπάρετ, «θα ήταν ωραίο να εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η λογοτεχνία αποτελεί έναν μαχητικό και μάλιστα διορθωτικό αντίποδα, απέναντι στην ατιμώρητη βαρβαρότητα της εξουσίας που γιορτάζει έμπρακτα και ανερυθρίαστα την αδίστακτη βαναυσότητά της σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Δεν γίνεται η τέχνη, γενικότερα, να μένει αμέτοχη. Η τέχνη αναπόδραστα εμπλέκεται. Και πρέπει να λέει την αλήθεια, υποθέτω, για το πώς νιώθει κανείς σήμερα, τώρα, σε τούτον εδώ τον κόσμο».
INFO: Colin Barrett, «Νεαρά τομάρια», μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, 2025, σελ. 252, τιμή 17,50 ευρώ
