Μετά το Τούνελ, το «εξωφρενικό αριστούργημα» του Γουίλιαμ Γκας, ένα δεύτερο βιβλίο του αποτελούμενο από τέσσερις νουβέλες, η Καρτεσιανή σονάτα (εκδ. Gutenberg), κυκλοφορεί και στα ελληνικά, μεταφερμένο από έναν πολύ καλό νεότερο μεταφραστή: τον Αποστόλη Πρίτσα. Ξεκινώ από τη μετάφραση, γιατί τούτος ο υπέροχος χειριστής της γλωσσικής φόρμας απαιτεί και σπουδαίο μεταφραστή. Αυτός ο εκπληκτικός συγγραφέας, που πέθανε το 2017 στα 93 του χρόνια, έγραψε τρία μυθιστορήματα όλα κι όλα.
Το τελευταίο μάλιστα, το Middle C, το εξέδωσε το 2013 – εξαιρετικό κι αυτό, όπως το Τούνελ. Οσο συναρπαστικός στην ανάγνωση είναι ο Γκας, άλλο τόσο δύσκολος αποδεικνύεται. Προϋποθέτει δηλαδή αναγνώστες πάνω από το μεσαίο επίπεδο. Ο ίδιος μάλιστα ισχυριζόταν πως δεν «ενδιαφερόταν» για τον αναγνώστη αλλά το κύριο μέλημά του ήταν η φόρμα και η γλώσσα. Ελεγε πως γράφει για «το αφτί» κυρίως – και κάποιες φορές και για «το μάτι», όμως το οπτικό στοιχείο στο έργο του είναι το ανάλογο του σκηνικού στην όπερα.
Μουσική και φιλοσοφία
Μπορεί κανείς να φανταστεί έναν πεζογράφο που επιχειρεί να μεταφέρει το μουσικό δωδεκαφθογγικό σύστημα (του Αρνολντ Σένμπεργκ) στην πεζογραφική γλώσσα; Ο Γκας το επιχειρεί και στις τέσσερις αυτές νουβέλες. Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Η ανάγνωση της πεζογραφίας του απαιτεί βασικές γνώσεις φιλοσοφίας· λ.χ., για να καταλάβει κανείς πώς συνδυάζει στην Καρτεσιανή σονάτα τη μουσική με τη φιλοσοφία, προκειμένου να αναδείξει μείζονα υπαρξιακά ερωτήματα (Θεός και άνθρωπος ή ύλη και πνεύμα)· ή πώς από τον Σένμπεργκ μεταβαίνει στον Βιτγκενστάιν – και αντίστροφα· ή γιατί αποκαλεί πλατωνικό ένα ποίημα του Ρίλκε, τον οποίο μελέτησε, σχολίασε και μετέφρασε εκπληκτικά.
Η γνωριμία με το δοκιμιακό έργο του Γκας συντελεί αποφασιστικά στη βαθύτερη κατανόηση της μυθοπλασίας του. Δυστυχώς τα δοκίμια αυτού του απίστευτου στυλίστα είναι, από όσο ξέρω, αμετάφραστα στα ελληνικά. Διαβάζοντάς τα κατανοεί κανείς γιατί χαρακτήριζε τον εαυτό του «παρηκμασμένο μοντερνιστή» (και ταυτοχρόνως απορρίπτει τις κατηγοριοποιήσεις), από πού πηγάζει η απέχθειά του για το ανθρώπινο γένος και η «μισανθρωπία» του, στην οποία όμως αντιτάσσει την τέχνη ως το μόνο προϊόν του ανθρώπινου πνεύματος που αξίζει. Και φυσικά πώς με τα κείμενά του αποδεικνύει το καβαφικό: ότι το τιμιότερο πράγμα σ’ ένα έργο τέχνης είναι η μορφή του.
Η φόρμα στον Γκας έχει απίστευτη δύναμη, σε σημείο να τον θεωρούν πολλοί φορμαλιστή. Ομως, πώς μπορεί κανείς να προσάψει αυτόν τον χαρακτηρισμό σ’ έναν συγγραφέα ο οποίος αντιλαμβάνεται τον κόσμο σαν μια πελώρια μεταφορά, που έχει αναγάγει τη φόρμα σε ουσία, γι’ αυτό και για τον ίδιο η πλοκή έχει δευτερεύουσα σημασία, είναι σαν να λέμε ένα πρόσχημα;
Τριαδική σύλληψη
Οι τέσσερις ιστορίες που απαρτίζουν το παρόν βιβλίο είναι, με τη σειρά: «Καρτεσιανή σονάτα», «Δωμάτιο συν πρωινό», «Η Εμμα μπαίνει σε μια πρόταση της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ» και «Ο μετρ των μυστικών εκδικήσεων». Η πρώτη διαιρείται σε τρία μέρη: «Η γραφή στον τοίχο», «Το μέντιουμ» και «Μακάρι να μην το έκανες αυτό».
Πρόκειται για «σονάτα», επειδή έχουμε το θέμα και τις παραλλαγές του· για σύλληψη, επιπλέον, τριαδική: Θεός, ύλη και πνεύμα. Θεός είναι ένας συγγραφέας, πνεύμα ένας χαρακτήρας (μια γυναίκα που είναι μέντιουμ) και ύλη ο σύζυγός της, ο οποίος δεν την καταλαβαίνει, τη φθονεί και την κακοποιεί. Η δεύτερη ιστορία, «Δωμάτιο συν πρωινό», είναι μια αλληγορία πάνω στο θέμα της ύλης. Εχουμε έναν λογιστή που μένει σε μια πανσιόν και διακατέχεται από εμμονές με τα αναρίθμητα μπιμπελό και τα διακοσμητικά μικροαντικείμενα με τα οποία είναι γεμάτη η πανσιόν. Αυτός ο μικρόκοσμος παίρνει στα μάτια του υπαρξιακές διαστάσεις και τον στοιχειώνει.
Στην τρίτη ιστορία, «Η Εμμα μπαίνει σε μια πρόταση της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ», έχουμε την παρουσία του πνεύματος. Η Εμμα διαθέτει το ίδιο επώνυμο με τη σπουδαία αμερικανίδα ποιήτρια Ελίζαμπεθ Μπίσοπ – και τη φοβάται. Είναι λιπόσαρκη, αιθέρια, λεπτή – μια ποιητική φιγούρα. Η ιστορία είναι γεμάτη με στίχους της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ. Ο καλός μεταφραστής Αποστόλης Πρίτσας φρόντισε σε υποσημειώσεις να αναφέρει από ποια ποιήματα προέρχονται, κι αυτοί καθώς και άλλοι στίχοι σημαντικών ποιητριών, όπως η Μαριάννα Μουρ. Η διακειμενικότητα εδώ μεταβάλλεται σε συστατικό στοιχείο της αφήγησης, απολύτως πειστικό και θαυμαστό· και τούτο μόνο ένας τεχνίτης σαν τον Γκας θα μπορούσε να το πετύχει. Δυστυχώς και η Μπίσοπ και η Μουρ, κορυφαίες ποιήτριες του 20ού αιώνα, δεν είναι στη χώρα μας όσο γνωστές θα έπρεπε.
Στην τέταρτη ιστορία, «Ο μετρ των μυστικών εκδικήσεων», συναντούμε ξανά την παρουσία του Θεού – αλλά ποιου Θεού; Αυτού που δεν επιβάλλει στον κόσμο την απαιτούμενη δικαιοσύνη, επειδή την αγνοεί. Την επιβολή της την αναλαμβάνει ένας νεαρός ονόματι Λούθερ Πένερ. Δεν υπάρχει εν τούτοις «μυστική εκδίκηση» που να μην είναι διαβολική. Ετσι παρουσιάζεται εδώ η «θεολογία» της πίκρας και του μίσους, γνωρίσματα που συναντά κανείς και στα μείζονα μυθιστορήματα του Γκας: το Τούνελ και το Middle C. Αυτή η «σολιψιστική» (από την ανάποδη) νουβέλα είναι σπουδαίο επίτευγμα καθαυτή αλλά και επιστέγασμα των τριών που προηγήθηκαν. Και το γεγονός ότι όλες τους γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν μέσα σε τρεις δεκαετίες (από το 1966 ως το 1998) πιστοποιεί την ενότητα και το συμπαγές του έργου του.
Αμερικανός αλλά και Eυρωπαίος
Εχει μεγάλο ενδιαφέρον για όσους αγάπησαν τον Γουίλιαμ Γκας να μάθουν τι πίστευε για τη λογοτεχνία και την πράξη της γραφής. Υπάρχουν αρκετές διαφωτιστικές συνεντεύξεις του και φυσικά το πλήθος των κριτικών του δοκιμίων. Επίσης, και το έργο των συγγραφέων και των φιλοσόφων που τον ενέπνευσαν. Οι περισσότεροι δεν είναι Aμερικανοί αλλά Eυρωπαίοι. Μολονότι ο ίδιος έλεγε πως δεν τον ενδιέφεραν οι αναγνώστες, τα παραπάνω τον διαψεύδουν.
Ο Γκας προϋπέθετε βεβαίως τον ιδεώδη αναγνώστη, αυτόν που θα μπορούσε να κινηθεί στο πεδίο της δυτικής κουλτούρας, αν όχι με την ίδια, τουλάχιστον με παρόμοια με τη δική του ευχέρεια. Από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Θουκυδίδη ως τον Βαλερί, τον Φλομπέρ, τον Σταντάλ, τον Ρίλκε, την Κολέτ, τον Μπροχ, τον Μπόρχες, τον Φόκνερ και άλλους δημιούργησε ένα σύμπαν απίστευτης γοητείας, τέτοιας που μόνο στη μεγάλη λογοτεχνία το συναντούμε.
