Το αποτύπωμα του Μάνου Χατζιδάκι είναι εγνωσμένο – δεν χρειάζεται από εμένα ένας ακόμη απολογισμός. Προσωπικά, θα ήθελα να καταγράψω τον καημό μου για το τεράστιο κενό που έχει αφήσει η απώλειά του. Παρόλο το μέγεθος και το μεγαλείο του έργου του, παρά το γεγονός ότι ο λόγος είναι διαχρονικά επίκαιρος, η απουσία του είναι δυσαναπλήρωτη.
Ο Χατζιδάκις ήταν ένας πολύ θαρραλέος άνδρας, τολμηρός για την εποχή του και για όλες τις εποχές. Γι’ αυτό άλλωστε ήταν και είναι ο αγαπημένος των νέων. Αγκάλιαζε το καινούργιο και ήθελε να είναι ενήμερος. Ουδέποτε υπήρξε αποκομμένος από αυτό που συνέβαινε στο παρόν. Με το εκτόπισμά του προστάτευε όσους ήμασταν έτοιμοι να ανθίσουμε, μας καθοδηγούσε και αναδείκνυε το ταλέντο μας. Δεν έπαψε να το κάνει μέχρι και την ύστατη στιγμή για γενιές και γενιές νέων δημιουργών.
Πέρα από γενναιόδωρος, ο Χατζιδάκις υπήρξε και κάτι ακόμα, εξίσου κρίσιμο: ήταν περίεργος. Ηθελε να είναι ενταγμένος στο νέο που ερχόταν με ειλικρίνεια προθέσεων και αυθεντικότητα – και φυσικά δεν υπήρχε αμφιβολία για το κριτήριό του. Μπορούσε να τα πιάσει και να τα αισθανθεί αυτά στον αέρα.
Ημουν δεν ήμουν 17 χρόνων όταν βρέθηκα στο στούντιο για την «Επιστροφή» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και έπειτα για το «Της Γης το χρυσάφι» με τον Μανώλη Μητσιά. Ανέπνεα ήδη τη μουσική του, επομένως ένιωσα σαν να μπαίνω στο σπίτι μου όταν μου ζήτησε να τραγουδήσω. Οπως ξέρετε, ο Χατζιδάκις τότε απουσίαζε στις ΗΠΑ. Υπήρχε βέβαια ο Γκάτσος που ήταν «αντ’ αυτού», ενώ τόσο ο Μούτσης όσο και Σπανός είχαν λάβει αναλυτικότατες οδηγίες για την ενορχήστρωση. Παρ’ όλα αυτά, το «κλειδί» ήταν ότι ο Μάνος γνώριζε πολύ καλά για ποιον λόγο είχε επιλέξει έναν ερμηνευτή. Είχε οραματιστεί όλη τη διαδρομή και πού ακριβώς θα κατέληγε.
Στην «Αθανασία», τον τρίτο δίσκο που κάναμε, ήταν παρών στις ηχογραφήσεις, αλλά δεν υπήρξε βασανιστικός, φορτικός ή παράλογα απαιτητικός. Διέθετε το χάρισμα να αποσπά από τους ερμηνευτές του αυτό που ήθελε. Δεν πρέπει να είπα τα τραγούδια περισσότερες από μία ή δύο φορές. Μου έλεγε ένα «Σας ευχαριστώ πολύ» και περνούσαμε στο επόμενο. «Μα να μην το ξαναδώ;», τον ρωτούσα. Το αρνιόταν. «Ισως πρέπει να διορθώσω κάτι», επέμεινα. «Οχι, όχι», απαντούσε, «είναι όπως το θέλω». Γνώριζε τι είχαμε μέσα μας – πολλές φορές πριν καν το καταλάβουμε εμείς οι ίδιοι – και το αποσπούσε.
Αυτό που χρειαζόταν να προσέξω, όταν μου έδειχνε ένα τραγούδι, ήταν ο τρόπος που το έπαιζε στο πιάνο, πώς το έστηνε. Το συναίσθημα που έβαζε στα πλήκτρα, του «το ‘κλεβα» και το ‘βαζα στην ερμηνεία μου.
Υπήρξε δάσκαλός μου και είμαι περήφανη που, ακολουθώντας το δικό του παράδειγμα, υιοθέτησα μια αντίστοιχη στάση απέναντι σε νέους δημιουργούς. Οταν εισπράττεις ειλικρινή υποστήριξη οφείλεις να την ανταποδώσεις στους επόμενους – πώς αλλιώς άλλωστε; Θα πρέπει να είσαι βλαξ ή άσχετος για να πράξεις κάτι διαφορετικό.
