Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι, όταν θέλουν να ανατρέξουν στις αρχές της σχέσης μου με τον Μάνο Χατζιδάκι, θυμούνται τη συμμετοχή μου στους πρώτους αγώνες ελληνικού τραγουδιού το 1981 στην Κέρκυρα. Είχα τραγουδήσει το «Για να σ’ ακουμπώ στον ώμο», σε μουσική του Τάσου Μελετόπουλου και στίχους του Αρη Δαβαράκη.
Κι όμως, για να βρούμε την αρχή του νήματος που με ένωσε αμετάκλητα με τον Μάνο θα χρειαστεί να πάμε πολύ πιο πίσω. Ημουν 9-10 χρόνων όταν είχε ανέβει στη Θεσσαλονίκη ο θίασος Μυράτ – Ζουμπουλάκη με το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε». Τη μουσική και τα τραγούδια τα είχε γράψει ο Χατζιδάκις.
Ημουν ένα από τα παιδιά που συμμετείχαν σε εκείνες τις παραστάσεις. Κάθε μέρα στα παρασκήνια ζούσα όλη αυτή τη μαγεία· τη μαγεία του θεάτρου, τη μαγεία της παράστασης και, φυσικά, τη μαγεία της μουσικής του Μάνου, η οποία από τότε και για πάντα είναι κομμάτι της ζωής μου.
Μετά από αυτή την παράσταση, θυμάμαι κάθε Κυριακή απόγευμα να ανοίγω το ραδιόφωνο που εκείνη την ώρα έπαιζε το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» – μια ολοκληρωτική εμβύθιση στον πολύτιμο βυθό του Μάνου.
Ο δικός του κόσμος διαμόρφωσε και τον δικό μου. Ο κόσμος του Χατζιδάκι ήταν τόσο γενναιόδωρος, ανοιχτός και ελεύθερος ώστε μέσα του μπορούσες να υπάρξεις αυτόφωτα.
Αργότερα ήμουν στη «Μέδουσα» με τον Γιώργο Μαρίνο. Το πρόγραμμα το είχε επιμεληθεί ο Χατζιδάκις. Ο Γιώργος τραγουδούσε το «Ελα σε μένα» κι εγώ την «Παναγία των Πατησίων». Ηταν τότε που κατάλαβα ότι θα τραγουδώ για πάντα τραγούδια του.
Επειτα ήρθε η Κέρκυρα, εκεί όπου, για μια ακόμα φορά, έδωσε χώρο σε νέους και πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες. Πάντα άλλωστε ήταν δεκτικός στο καινούργιο.
Η ατμόσφαιρα εκείνου του διημέρου ήταν φτιαγμένη από την τρυφερότητα, την τελειομανία και το χιούμορ του Μάνου. Δεν αστειευόταν σε τίποτα που είχε να κάνει με την ορχήστρα την οποία διηύθυνε ο ίδιος για να συνοδεύσει στη σκηνή εμάς, που είτε είχαμε κάποια χρόνια στη δισκογραφία είτε ήμασταν τελείως άγνωστοι, και την ίδια στιγμή από το βλέμμα του δεν έσβηνε αυτή η πηγαία παιδικότητά του.
Λίγο καιρό μετά βρεθήκαμε στο στούντιο για την ηχογράφηση της συλλογής με τις συμμετοχές της πρώτης διοργάνωσης. Μπορώ ακόμα και σήμερα, τέσσερις δεκαετίες μετά, να ανακαλέσω με ευκολία την εικόνα του στο μπουθ και τον τρόπο που με κοιτούσε.
Είχα αφεθεί απόλυτα στα χέρια του, ήταν σαν να είχα χάσει τη δική μου υπόσταση και εκείνος με οδηγούσε σε δρόμους νέους. Δεν είχα ούτε έχω ξανανιώσει έτσι σε ηχογράφηση. Μετά την πρώτη εγγραφή, με πλησίασε και μου είπε: «Θέλω να τραγουδήσεις σαν τη Ζάρα Λεάντερ». Επεσα με τα μούρα στη μελέτη και το βρήκαμε.
Ο Μάνος σε ανάγκαζε να γίνεις περισσότερο ευγενικός, να γίνεις αξιοπρεπής, να γίνεις σπουδαίος. Ηταν το δικό του μέγεθος που όριζε τη δική σου παρουσία. Επιδίωκα να τον συναντώ και να απολαμβάνω τις μοναδικές ιστορίες του. Εμφανιζόμουν στα στέκια του στο Κολωνάκι και το Παγκράτι για να γίνω κομμάτι της συντροφιάς του.
Ημουν αυτή που τον θαύμαζε και τον αγαπούσε σιωπηλά.
