Πριν και μετά το μαχαίρωμα

Είναι εξαιρετικά επείγον να διορθωθεί η μακροχρόνια απουσία επαρκών δομών ψυχοκοινωνικής υποστήριξης στο σχολείο και στην κοινότητα, και να κατανοήσουμε πως η φυλάκιση ενός ανηλίκου δεν αποτελεί λύση, αλλά ένδειξη ότι όλα τα προηγούμενα επίπεδα παρέμβασης έχουν αποτύχει

Πριν και μετά το μαχαίρωμα

Είναι σοκαριστικό να μαχαιρώνει μια 16χρονη μια 14χρονη στο προαύλιο του σχολείου τους, στην Κυψέλη, και είναι εξίσου σοκαριστικό να οδηγείται στη φυλακή η δράστιδα χωρίς καμία ψυχοκοινωνική παρέμβαση στο οικογενειακό της περιβάλλον.

Η δίψα πολλών ΜΜΕ για αναπαράσταση της εφηβικής βίας σε μια ατμόσφαιρα ηθικού πανικού, μόνο και μόνο για να διεγερθούν φοβικά ένστικτα και υπερσυντηρητικά, ακόμη και ανθρωποφαγικά ανακλαστικά, δυσχεραίνει κάθε προσπάθεια ουσιαστικού προβληματισμού για τα κενά στην παιδική προστασία και ενθαρρύνει μια κουλτούρα καταστολής που υπονομεύει την κατανόηση του προβλήματος και, τελικά, την αντιμετώπισή του.

Η υπόθεση της 16χρονης αποκαλύπτει ελλείψεις και αντιφάσεις του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, ιδιαίτερα για τους ανήλικους. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει σύστημα, αλλά κατακερματισμένες υπηρεσίες χωρίς κεντρικό συντονισμό, αξιολόγηση εκβάσεων και λογοδοσία, χωρίς τεκμηρίωση της αποτελεσματικότητάς τους και, επομένως, χωρίς γνώση για την αρτιότητα και την επάρκειά τους.

Η ελληνική πολιτεία, μέσα από την αυστηροποίηση του ποινικού κώδικα και τον εγκλεισμό των παιδιών σε καταστήματα κράτησης, επιλέγει την αντιμετώπισή τους λιγότερο ως υποκείμενων δικαιωμάτων και περισσότερο ως πιθανή απειλή προς εξουδετέρωση. Μια ουσιαστική πολιτική παιδικής προστασίας σημαίνει επένδυση στην πρόληψη, στην παρέμβαση μέσα στην κοινότητα (οικογενειακή, σχολική, κοινωνική), και στη δημιουργία θεσμικών πλαισίων εντός των οποίων το παιδί μπορεί να μιλήσει και να ακουστεί πριν καταφύγει σε μια βίαιη πράξη.

Οι κοινωνικές υπηρεσίες είναι υποστελεχωμένες και αποσπασματικές, οι παιδοψυχιατρικές υπηρεσίες είναι δραματικά λίγες, ασύνδετες και κατακερματισμένες, οι εκπαιδευτικοί δεν υποστηρίζονται και δεν είναι εκπαιδευμένοι να βοηθήσουν μαθητές που περνούν δύσκολα στο σπίτι τους, οι σχολικοί Ψυχολόγοι και οι Κοινωνικοί Λειτουργοί των σχολείων συχνά ελλιπώς εκπαιδευμένοι και με ανύπαρκτη εποπτεία, και οι γονείς, συχνά σε αδυναμία και σύγχυση εκπλήρωσης του γονεϊκού τους ρόλου, βρίσκονται σε διασταυρούμενα πυρά: των εφήβων και διάφορων ειδικών ψυχικής υγείας που τους κατηγορούν για «μη οριοθέτηση», και η πολιτεία εμφανίζεται εκ των υστέρων, ως τιμωρός.

Το πρόγραμμα της ΕΠΑΨΥ «it’s up to you(th)», που εφαρμόζεται πιλοτικά σε τέσσερις δήμους (Μενίδι, Κηφισιά, Μαρούσι, Λυκόβρυση-Πεύκη), με τη χρηματοδότηση και την εποπτεία του υπ. Υγείας και αφορά ψυχοκοινωνικές, ολιστικές παρεμβάσεις για την εφηβική παραβατικότητα, αποδεικνύει στην πράξη ότι η έγκαιρη παρέμβαση έχει μεγαλύτερη σημασία από τον εκ των υστέρων σωφρονισμό.

Αλλά για να προλάβουμε, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε.

Η αντιμετώπιση της βίας των ανηλίκων ως υπόθεσης του κοινού ποινικού δικαίου εκθέτει τα παιδιά σε τραυματικές συνθήκες και, στην πραγματικότητα, τους στερεί τη δυνατότητα μιας δημιουργικής ενσωμάτωσης στον κοινωνικό ιστό. Ο εγκλεισμός δεν εισάγει τον συμβολικό νόμο — εκείνον που καθιστά δυνατή τη συγκρότηση του υποκειμένου μέσω της αναγνώρισης του ορίου — αλλά επιβάλλει τον πραγματικό νόμο της βίας και της επιτήρησης. Αντί για παιδαγωγική λειτουργία, παράγεται η παγίωση της ταυτότητας του «παραβάτη», η οποία δυσχεραίνει τη μελλοντική κοινωνική επανένταξη.

Η ιστορία της 16χρονης αναδεικνύει την αποτυχία της κοινωνικής αναπαράστασης του παιδιού ως υποκειμένου υπό διαμόρφωση και την εκδίκηση του κράτους απέναντι στα παιδιά που δεν χωρούν στο αφήγημα της παιδικής αθωότητας. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να μετατοπίζουμε το ερμηνευτικό πλαίσιο από το άτομο προς τις κοινωνικές, συμβολικές και θεσμικές συνθήκες εντός των οποίων η βία καθίσταται, τελικά, δυνατή.

Η κοινωνιολογική οπτική μας υποχρεώνει να ρωτήσουμε όχι μόνο τι έκανε το παιδί, αλλά τι δεν μπόρεσε να ειπωθεί πριν φτάσουμε εδώ. Η απουσία πρόληψης μεταθέτει το βάρος της παρέμβασης στο ποινικό σύστημα, το οποίο καλείται να διαχειριστεί καταστάσεις για τις οποίες δεν είναι ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά επαρκές.

Είναι εξαιρετικά επείγον να διορθωθεί η μακροχρόνια απουσία επαρκών δομών ψυχοκοινωνικής υποστήριξης στο σχολείο και στην κοινότητα, και να κατανοήσουμε πως η φυλάκιση ενός ανηλίκου δεν αποτελεί λύση, αλλά ένδειξη ότι όλα τα προηγούμενα επίπεδα παρέμβασης έχουν αποτύχει.

Είναι εξαιρετικά επείγον να πάψουμε να βλέπουμε παιδιά-δράστες και να δούμε το παιδί που προβαίνει σε μια πράξη βίας ως κοινωνικό σύμπτωμα: ως φορέα μιας δυσλειτουργίας του κοινωνικού δεσμού που δεν αναγνωρίστηκε έγκαιρα. Η παραβατικότητα των ανηλίκων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά μέσω ποινικών μηχανισμών.

Το εύκολο είναι να ζητήσει κανείς περισσότερους σχολικούς ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς στα σχολεία. Το δύσκολο είναι να μιλήσει για την ανάγκη αλλαγής φιλοσοφίας στις πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας: τομεοποίηση, διασύνδεση υπηρεσιών, υιοθέτηση καλών πρακτικών από το εξωτερικό, κεντρικός σχεδιασμός, αξιολόγηση των παρεμβάσεων και όχι των εργαζομένων.

Χωρίς έγκαιρη παρέμβαση στο οικογενειακό περιβάλλον, όπου υπάρχουν ενδείξεις παραμέλησης ή δυσλειτουργίας, δεν πρόκειται να περιοριστεί η παραβατικότητα ανηλίκων, που υπήρχε και θα υπάρχει πάντα. Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού είναι δραματικά επίκαιρη και απελπιστικά ξεχασμένη.

Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής, Επίτιμος Πρόεδρος της ΕΠΑΨ.

Ο Δημήτρης Γαλάνης είναι Κοινωνικός Λειτουργός, Πρόεδρος του Δ.Σ. της ΕΠΑΨΥ.

Η Βαλέρια Λινάρδου είναι Κοινωνική Λειτουργός, Επ. Υπεύθυνη του προγράμματος UP2YOUTH ΕΠΑΨΥ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version